Φεβ 04, 2016 Κινηματογράφος 1
Η ΛΥΔΙΑ ΚΩΝΣΤΑ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ
Μία ταινία για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Όμως μία ταινία ντοκιμαντέρ που μιλά για το ψυχολογικό τραύμα που παρατηρείται και στις δύο πλευρές, και σε Έλληνες και σε Γερμανούς, νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που παράγεται, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Γι’αυτή την ταινία μιλήσαμε με τη σκηνοθέτη Λυδία Κώνστα, για την αφήγηση, για τη δουλειά των καλλιτεχνών, που δημιουργούν και εμφανίζονται σ’αυτή την ταινία, για το αν η τέχνη μπορεί να θεραπεύσει ή να επουλώσει αυτό το τραύμα. Η ταινία ξεκινά το ταξίδι της απ’το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ποια ήταν η αφορμή για να κάνεις αυτή την ταινία;
Η αφορμή για να γίνει η ταινία ήταν ένα ταξίδι στη Γερμανία το Δεκέμβρη του 2014. Για μια εβδομάδα οι Γερμανοί διοργανωτές μας ξεναγούσαν σε μνημεία εγκλημάτων, σε χώρους βασανιστηρίων και σε εκθέσεις τέχνης με θέματα εμπνευσμένα από τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σοκαρίστηκα απ’την εναγώνια προσπάθειά ενός λαού να αντέξει την ενοχή των προγόνων τους και να προσπαθεί να ξορκίσει τα φαντάσματα που στοιχειώνουν και σήμερα τις σχέσεις του με τους άλλους λαούς, όπως και για το πώς διαχειρίζεται μια τέτοια κληρονομιά η τρίτη γενιά Γερμανών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Χέλμουτ πιστεύετε ότι είναι η μία όψη αυτής της αφήγησης;
Ο Χέλμουτ στάθηκε για μένα η ψιθυριστή φωνή ενός απλού Γερμανού στρατιώτη, μια φωνή που δεν είχα ακούσει ποτέ, κάτω απ’τον τόσο σαματά του πολέμου, τους τόσους θρήνους, την τόση οργή. Η έκπληξη ενός δεκαεννεάχρονου που ξύπνησε μια μέρα μέσα σ’ένα τανκς, στην Αρχαία Ολυμπία, και έχει περάσει μια ζωή ψάχνοντας τη δική του συμμετοχή στη φρίκη που ανακάλυψε γύρω του και που μοιάζει να μην έχει τελειωμό.
Η θέση του Χέλμουτ ποια αντίθεση έχει σε αυτή την κινηματογραφική αφήγηση;
Τη μεγαλύτερη αντίθεση-κόντρα την προκαλεί στο κεφάλι μου, στη νοοτροπία μου, που αρνείται να πιστέψει πως υπήρχαν αθώοι Γερμανοί. Σε κάποιο υποσυνείδητο επίπεδο ακόμα και οι πιο εξευρωπαϊσμένοι, ακόμα και οι πιο γερμανόφιλοι, όλοι όσοι ακούνε την αφήγηση του Χέλμουτ θεωρούν ότι λέει ψέματα. Δουλευόμαστε; Τόσα έκαναν στη χώρα μας και τώρα παριστάνουν ότι δεν είχαν ιδέα;
Πως εγγράφεται στην ταινία το χάσμα των γενεών, αν υπάρχει, στη γερμανική κοινωνία;
Πολύ μεγάλο θέμα και υποβόσκει σε πολλά σημεία της ταινίας. Τις συνεντεύξεις του Χέλμουτ τις παίρνει η κόρη του και αυτή του κάνει τις δύσκολες ερωτήσεις. Ο Χέλμουτ γράφει για τα εγγόνια του, για να μάθουν τι έγινε και να μην ξαναγίνει. Η Δωροθέα λέει και ξαναλέει ότι δεν είναι η γενιά που έκανε όλα αυτά τα φριχτά πράγματα. Τα παιδιά της παλεύουν με την επίσημη στάση των πολιτικών σε σχέση με τα οικονομικά αλλά και με την ιστορία των εγκλημάτων στην Ελλάδα. Το Ελληνογερμανικό Ταμείο χρηματοδοτεί μια ταινία που εκθέτει τα εγκλήματα των Ναζί, που ήταν κομμάτι της κοινωνίας των προγόνων τους. Πώς εγγράφεται; Χαράζεται…
Ο Χέλμουτ και οι κόρες του πιστεύετε ότι είναι το αναφερόμενο των γενεών τους;
Δεν είμαι το κατάλληλο άτομο για να κρίνω κάτι τέτοιο. Για μένα ο Χέλμουτ είναι μοναδικός. Ξέρω όμως ότι τις αγωνίες του τις μοιράστηκαν πολλοί της γενιάς του. Όσο για τις κόρες του, σίγουρα αντιπροσωπεύουν μεγάλη μερίδα σύγχρονων Γερμανών που ψάχνουν, τολμούν και πρωτοπορούν. Αλλά μου φαίνεται παρακινδυνευμένη γενίκευση ότι έτσι λειτουργεί ο μέσος όρος των Γερμανών της 2ης μεταπολεμικής γενιάς. Πάντως σίγουρα η κληρονομιά της ενοχής του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου βαραίνει ακόμη και την 3η γενιά Γερμανών, όπως βαραίνει εμάς και τα παιδιά μας το τραύμα της εποχής εκείνης. Αλλιώς δε θα διεκδικούσαμε αποζημιώσεις με τόσο πάθος…
Πως γίνεται η σύνθεση των απόψεων και των ιδεών σε αυτή την ταινία;
Η αφήγηση γίνεται μέσα από την αναζήτηση που κάνουν εννέα καλλιτέχνες τους οποίους παρακολουθώ μέσα από την κάμερα: συλλέγουν ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, συζητούν, διαλέγονται και παλεύουν με την μνήμη, τη λήθη, την οργή, την ευθύνη, την ενοχή, το λαϊκισμό, την υπεραπλούστευση, τις προεκτάσεις και τις εξαρτήσεις, και το ντοκιμαντέρ τους ακολουθεί μέσα στην καλλιτεχνική δημιουργία τους. Αυτοί οι καλλιτέχνες στάθηκαν απ’την αρχή το μέσο για να εκφράσω την θεμελιώδη αναζήτηση της ταινίας: κατά πόσο η τέχνη μπορεί να αντικρίσει και να επεξεργαστεί το τραύμα που προκάλεσε ο πόλεμος.
Πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί να θεραπεύσει ή να επουλώσει το ψυχολογικό τραύμα, έτσι όπως αυτό υπάρχει στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην κατοχή;
«Αυτό που έγινε δε γίνεται να το ξεκάνουμε», λέει ο Χέλμουτ κάποια στιγμή. Το ζητούμενο είναι η συνέχεια. Τώρα, σχεδόν τρεις γενιές μετά κι ακόμα οι πληγές είναι ανοιχτές, γίνονται πεδίο μάχης και αντιδικίας, ακόμα τις κληρονομούμε στα παιδιά μας. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι ο μίτος της Αριάδνης που μπορεί να μας οδηγήσει έξω από το σκοτάδι της άγνοιας, της οργής και του πανικού, έξω από τον εγκλωβισμό της επανάληψης. Η τέχνη με το θάρρος της, τη μαγεία της. Η τέχνη που αρθρώνεται με το ακατάληπτο, το διαισθητικό, το ανυπάκουο και το τρυφερό. Και τι λαβύρινθος μας περιβάλει! Μας προσπερνούν πλήθη προσφύγων, γύρω μας εκρήξεις και θρησκευτικά μίση, οικονομικός αποκλεισμός και τόση αδικία. Ναι πιστεύω ότι η «ομορφιά θα μας σώσει».
Πιστεύετε ότι η τέχνη, σαν αφήγηση, μεταφράζει το κείμενο τόσο του Χέλμουτ, της κόρης του, αλλά και των επιζώντων;
Τουλάχιστον αυτό προσπαθεί. Μια τελετουργική φωτιά λέει τόσα πολλά μερικές φορές. Ένα τραγούδι, ένα ομιχλώδες τοπίο αποτυπωμένο σε φιλμ, ένας στίχος ποίησης δεν ξυπνά μέσα μας τα ανείπωτα και κάνει τα χιλιοειπωμένα να ξαναποκτούν νόημα;
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το έργο των καλλιτεχνών αναλυτικά;
Η ταινία είναι η καλύτερη παρουσίαση των καλλιτεχνών, όπως και η έκθεση των έργων τους που ξεκινά στις 26-1-16 στο Γκαίτε και διαρκεί μέχρι 26-2-16. Δεν είμαι κριτικός τέχνης, ούτε ειδικός, είμαι το κοινό, ο αναγνώστης, ο θεατής τους. Ξεδιπλώθηκαν μπρος μου τόσες διαφορετικές τέχνες από εννιά καλλιτέχνες που ανοίχτηκαν, εκτέθηκαν, συνεργάστηκαν με τρόπο τόσο αποκαλυπτικό!
Οι καλλιτέχνες είναι αναλυτικά:
Η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου είναι τραγουδίστρια-performer και θα παρουσιάσει με τον Δημήτρη Καραγεώργο, μουσικό, έναν αυτοσχεδιασμό συνοδευμένο από ένα μουσικό τοπίο με θέμα τη μάνα του στρατιώτη, ψάχνοντας τι είναι αυτό που μας κάνει σε περίοδο ειρήνης να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για τον επόμενο πόλεμο.
Η Σοφία Παλαμπουγιούκη είναι κεραμίστρια και θα δημιουργήσει το «Δένδρο της λήθης», ένα κεραμικό και μεταλλικό έργο φυσικού μεγέθους περίπου 2 μέτρα ύψος και πλάτος, με 149 φύλλα, με τα ονόματα των 149 θυμάτων του Χορτιάτη.
Ο Χρήστος Κυριαζίδης είναι εικαστικός. Η εικαστική του εγκατάσταση με τίτλο: «Alles, alles, alles weiss ich, alles ward mir nun frei» (Όλα, όλα, όλα όσα ξέρω, τώρα μου είναι φανερά!) αποτελείται από ένα βίντεο και έργα από σταχτόνερο σε χαρτί, μια ιδέα αντίστροφη των κρεματορίων: εδώ η στάχτη γεννά μορφές, μνήμες, τέχνη.
Ο Ingo Dünnebier είναι φωτογράφος και επιχειρεί να αιχμαλωτίσει τομές στο χρόνο, στιγμές ανεξίτηλες που αποτυπώθηκαν σε συμπυκνωμένη μορφή πάνω σε αντικείμενα.
Η Δήμητρα Μπαϊρακτάρη είναι εικαστικός και στην εγκατάστασή της με τίτλο «Masse und Mensch» (Άνθρωπος και μάζα), με 30 περίπου ξύλινους στρατιώτες σε φυσικό μέγεθος, φωτίζει τον άνθρωπο που διαφοροποιήθηκε απ’τη στολή, απ’τη μάζα.
Ο Παύλος Καστανάρας είναι ποιητής. Έγραψε μια ποιητική συλλογή και η Μαρία Λαγού δημιούργησε χαρακτικά για τη συλλογή αυτή που είχε αφετηρία την ιστορία του πατέρα του Παύλου, επιζώντα απ’το κάψιμο των Αμπελακίων.
Ο Αλέξανδρος Μιχαήλ, ηθοποιός και σκηνοθέτης του σωματικού θεάτρου, προσπάθησε να προσεγγίσει το Χορτιάτη, εμπνεύστηκε από μια επιθετική δυσπιστία που συνάντησε και υλοποίησε μία εγκατάσταση στο παγωμένο δάσος.
Ποιες είναι οι προεκτάσεις αυτών των καλλιτεχνικών έργων;
Το κάθε έργο αναδύθηκε σε μία πολύμηνη πορεία, απ’τον Οκτώβρη του 2014 μέχρι τον Ιανουάριο του 2016, που γίνεται η έκθεση των έργων. Γι’αυτό και έχει συνδεθεί με πολύ προσωπικά τους θέματα, με βαθύτερες αγωνίες τους. Όπως είπε η Χρυσούλα κάποια στιγμή, «θα μπορούσε να αφορά τον οποιοδήποτε πόλεμο. Όταν μιλά για έναν Εβραίο των Ιωαννίνων, μιλά για κάθε κατατρεγμένο.».
Αν μπορούσατε ποιο καλλιτέχνη και ποια καλλιτεχνική δημιουργία θα ξεχωρίζατε;
Φυσικά δεν πρόκειται να διαλέξω! Είναι αδύνατο να τα ξεχωρίσω, καταρχήν γιατί κατά κάποιο τρόπο συνδέονται μεταξύ τους φανερά ή μυστικά και προχωρούν μαζί, αλλά και γιατί είναι τόσο ετερόκλητα και αυτόφωτα που με γοητεύουν, σα να αρκεί το καθένα να πει το ανείπωτο.
Πιστεύετε ότι τα καλλιτεχνικά έργα είναι μία ενιαία αφήγηση, σε ποιο βαθμό, μέσα απ’αυτά, δημιουργείται η σύνθεση απόψεων;
Ναι στα δικά μου μάτια δημιουργούν μια ενιαία αφήγηση, που άλλοτε βρίζει άλλοτε σιωπά, μετά θρηνεί, μετά καμαρώνει, ξενερώνει, μπερδεύεται, ξεκαθαρίζει, κουρνιάζει, τινάζεται, απελπίζεται, ελπίζει…
Η βιωματική διαδικασία πιστεύετε ότι έβγαλε το alter ego των καλλιτεχνών;
Όχι, απλώς αντικρίσαμε με λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη ο ένας τον άλλο. Εκτεθήκαμε και αντικρίσαμε ταυτόχρονα. Ήταν μια «συνάντηση» που ήταν θεραπευτική μετά απ’όσα είχαμε βιώσει τόσους μήνες έρευνας και δημιουργίας. Ήταν μια συνάντηση επιβεβαίωσης, σα να λέγαμε, είμαι αληθινός, δεν παριστάνω κάτι που δεν είμαι όταν τραβά η κάμερα, πονάω και ελπίζω και όταν η κάμερα σβήνει.
Ξέρετε οι φήμες λένε ότι οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι δύσκολοι. Ίσως το θέμα που ασχοληθήκαμε, ή μάλλον το «θέαμα» που αντικρίσαμε, -απ’τους ηλικιωμένους επιζώντες μέχρι τους ετοιμοπόλεμους πολιτικούς- ήταν πιο δύσκολο από όλους μας (!), μας ξάφνιασε και είχαμε ανάγκη από μια σταθερά. Το βιωματικό ήταν η επιβεβαίωση ότι η σταθερά του καθενός ήταν ο άλλος.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
Σ’αυτή την ερώτηση υπάρχει ο κίνδυνος να αρχίσω να μιλάω και να μη σταματάω! Τι να πρωτοπώ; Τα capital controls που μας έδεναν τα χέρια σε ότι αφορούσε τα οικονομικά; Τις νομικές και φορολογικές δυσκολίες που βρίσκαμε σε κάθε μας βήμα; Την καχυποψία όλων όταν τους λέγαμε ότι η χρηματοδότηση ήταν απ’τη Γερμανία;! Το να κυνηγάμε να συντονίσουμε εννέα πολυάσχολους καλλιτέχνες, με τους μισούς να μένουν εκτός Θεσσαλονίκης και να ταξιδεύουν συνεχώς; Ύστερα ήταν και η προσπάθεια να τελειώσουμε το μοντάζ μέσα στο Φεβρουάριο για να προλάβουμε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενώ συνεχίζονταν τα γυρίσματα μέχρι και τη μέρα των εγκαινίων, στις 26 Ιανουαρίου. Το πρωί μοντάζ, το απόγευμα νέα πλάνα και τα μεσάνυχτα οργάνωση των επόμενων γυρισμάτων και έτσι να πηγαίνει για τρεις μήνες. Το χειρότερο ωστόσο ήταν ότι τα πιο «πικραμένα λόγια» λέγονταν από τους επιζώντες όταν έκλειναν οι κάμερες και πολλές φορές δεν τόλμησα να τους διακόψω γιατί ήταν λόγια που αφορούσαν τον εμφύλιο και ήταν για ένα άλλο ντοκιμαντέρ.
Πόσο δύσκολο ήταν να συντονίσετε αυτούς τους καλλιτέχνες στην κινηματογράφηση;
Ο συντονισμός τόσων ανθρώπων για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το λιγότερο μια πρόκληση. Αν προσθέσει κανείς και τα θέματα υγείας των επιζώντων, αλλά και τα γυρίσματα που δεν είχαμε αρχικά προβλέψει και που, ευτυχώς για μας, προέκυπταν συνεχώς, θεωρώ ότι μάλλον καλά τα πήγαμε.
Το μοντάζ ήταν δύσκολο στην πραγμάτωσή του, σχετικά με τη μεγάλη ποσότητα του υλικού;
Ευτυχώς η μοντέρ μου, Αναστασία Χριστοφορίδου, είχε εμπειρία διαχείρισης «άπειρου» υλικού, από τη δική της ταινία, το «Γιατί δακρύζει το λιβάδι, κ. Αγγελόπουλε;». Επίσης η Αναστασία μιλάει άπταιστα γερμανικά, ενώ εγώ καθόλου. Υπήρχαν στιγμές πανικού όταν έπρεπε να ξεσκαρτάρω τις συνεντεύξεις του Χέλμουν που κρατούσαν 5 ώρες. Και η Δωροθέα και η Αναστασία στάθηκαν ανεκτίμητες σε όλο το τετράμηνο που κράτησε το μοντάζ.
Μιλήστε μας για τις ευχάριστες στιγμές κατά την ολοκλήρωση της παραγωγής.
Όλοι οι γέροντες, μετά τα λόγια τα πικρά, όλοι, μας έλεγαν ανέκδοτα! Όλοι μας καλωσόρισαν στα σπίτια τους και μας κέρασαν. Και έμοιαζαν πιο κεφάτοι και ζωντανοί από πολλούς αβασάνιστους και βολεμένους. Θαρρείς και η ορφάνια και η πείνα τούς έκανε να απολαμβάνουν περισσότερο το κάθε τι. Ξεχωρίζω την κ. Ειρήνη από τα Αμπελάκια που μας απήγγειλε όλο τον Θούρια απ’ έξω και τον κ. Τριαντάφυλλο απ’το Λέχοβο που μας περιέγραφε πόσο όμορφα ήταν στη Γερμανία που πήγε να δουλέψει μετά τον πόλεμο, πόσο καλά του φέρθηκαν! Η γνωριμία μου με τον κ. Φαρσακίδη ήταν από εκείνες τις στιγμές που ένιωσα πολύ τυχερή που κάνω αυτή τη δουλειά και συναντώ τόσο ξεχωριστούς ανθρώπους. Όπως και στα γενέθλια του Χελμουτ -έκλεισε τα 91- που έτυχε να είμαστε στη Γερμανία και μας κέρασε όλων των ειδών τα μούρα και γλυκό κρασί πριν το πρωινό γύρισμα! Μα η πιο ευχάριστη έκπληξη για μένα σ’αυτή την παραγωγή ήταν το πώς αναδύθηκε μέσα από τις συναντήσεις μας η ομάδα των καλλιτεχνών και το πώς κι αυτοί άνοιξαν τα σπίτια τους και τις ζωές τους στον φακό αλλά και σε μένα προσωπικά.
Θέλετε να μας μιλήσετε για την παραγωγή, σε οικονομικό επίπεδο;
Σε μια πολύ δύσκολη οικονομικά συγκυρία, μας δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία: ένα ντοκιμαντέρ με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και χωρίς καμία λογοκρισία! Αναγνωρίζαμε ότι αυτή η παραγωγή ήταν αναγκαία για την επιβίωσή μας, και ταυτόχρονα μας παρουσιαζόταν μια ευκαιρία για καλλιτεχνική δημιουργία. Φυσικά ξέραμε όλοι, συνεργείο και καλλιτέχνες, ότι η αμοιβή μας ήταν ελάχιστη σε σχέση με των ευρωπαίων συναδέλφων μας. Ότι θα είχαμε συνέταιρο σε κάθε τι το περίφημο «κράτος», πάνω από τα κεφάλια μας, τον τρόμο της εφορίας που μας αντιμετωπίζει όλους σαν φοροφυγάδες, κανένα περιθώριο συνεργασίας με «μαύρους» συνεργάτες, όλα σχολαστικά έπρεπε να γίνονται μέσω τραπεζών, οι απλές συναλλαγές που ξέραμε, ο τρόπος που δουλεύαμε πριν λίγα χρόνια, τώρα ήθελαν λογιστικό πτυχίο για να γίνουν. Αλλά συνολικά όλοι δούλεψαν με τον καλύτερο τρόπο, και επαγγελματικά και δημιουργικά. Η πραγματική δυσκολία της παραγωγής τελικά ήταν το βάρος του θέματος.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα επόμενα σχέδιά σας;
Μέσα από το ντοκιμαντέρ αυτό γεννήθηκαν τουλάχιστον άλλα 2. Ελπίζω τους επόμενους μήνες να βρεθεί χρηματοδότηση για να ξεκινήσω το ένα από αυτά, ένα θέμα που ξεκινάει από την οικογένειά μου και αγγίζει την ιστορία της πόλης μου: Έφτασε πριν λίγα χρόνια στα χέρια μου ένα κοφτό λευκό τραπεζομάντηλο που πάνω του έχει το άστρο του Δαβίδ. Μια εβραιοπούλα εμπιστεύτηκε σε μια χριστιανή φίλη και γειτόνισσα τα πολύτιμα προικιά της, με την ελπίδα όταν θα γύριζε να τα ξαναβρεί. Η γειτόνισσα αυτή ήταν αδελφή της προγιαγιάς μου, και έμεινε άτεκνη η ίδια. Φύλαξε την προίκα για χρόνια μετά που επέστρεψαν οι ελάχιστοι εβραίοι επιζώντες στη Θεσσαλονίκη -απ’τους 46.091 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψαν μόνο 1950, δηλαδή ένα ποσοστό 4% περίπου- .
Η προίκα μοιράστηκε μετά τον θάνατό της θείας Όλγας, σε όλες τις κοπέλες της οικογένειας και έτσι έφτασε αυτό το κέντημα μέσω της μητέρας μου και σε μένα. Αρχική μου επιθυμία ήταν να συμπεριλάβω την ιστορία στο ντοκιμαντέρ αυτό. Και μάλιστα ο Ίγκο το έχει φωτογραφήσει και θα το δείτε στην έκθεση. Μα στην έρευνα που έκανα, ανακάλυψα ότι ίσως μπορώ να βρω απογόνους της οικογένειας της εβραιοπούλας που έμενε στην οδό Θεαγένους Χαρίση 24, και λεγόταν Σαλτιέλ. Το πολύ συνηθισμένο αυτό όνομα μου ανοίγει ορίζοντες αναζήτησης στο σύγχρονο Ισραήλ, στην Αυστραλία, στην Αμερική όπου βρήκαν καταφύγιο κάποιοι επιζώντες από τη Θεσσαλονίκη που είχαν χάσει όλους τους δικούς τους και προτίμησαν να κάνουν μια καινούργια αρχή κάπου αλλού, κάπου χωρίς αναμνήσεις απ’τους αδικοχαμένους συγγενείς τους. Ανυπομονώ να ψάξω περισσότερο και νομίζω ότι θα αρχίσω πολύ σύντομα!
Απρ 14, 2022 0
Μαρ 06, 2022 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη