Σεπ 27, 2014 Κινηματογράφος 0
Βοηθός του Τάκη Κανελλόπουλου, σκηνοθέτης ταινιών ντοκιμαντέρ επί σειρά ετών, δημιουργός ταινιών που μεταφράζουν αυτό που λέμε πραγματικότητα σε μία προσωπική γραφή, ο Απόστολος Κρυωνάς έχει να εκφέρει ουσιαστικό λόγο για το ντοκιμαντέρ. Αναδημοσιεύουμε αυτή τη συνέντευξη που έδωσε στο Δημήτρη Κερκινό και πρωτοδημοσιεύτηκε στη μπροσούρα που τυπώθηκε με ευκαιρία το αφιέρωμα που έγινε για αυτόν το 2003 απ’το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πιστεύουμε ότι αυτή η συνέντευξη είναι διδακτική για τόσο για τους σκηνοθέτες όσο και για τους «ψαγμένους» κινηματογραφόφιλους.
Γιατί επιλέξατε το ντοκιμαντέρ ως την κινηματογραφική σας έκφραση; Πως τοποθετείστε εσείς ως δημιουργός απέναντι σ’αυτό;
Όταν ήμουν 17 ετών γνώρισα τον Τάκη Κανελλόπουλο, ο οποίος ουσιαστικά ήταν ντοκιμαντερίστας, ακόμα και όταν έκανε ταινίες μυθοπλασίας. Εκείνος μου μιλούσε με πολύ πάθος για τις ταινίες του και μαζί κάναμε πολλές εκδρομές. Πηγαίναμε κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, σε χώρους που ο Τάκης είχε επιλέξει επειδή κάλυπταν την αισθητική του. Έτσι άρχισα να γνωρίζω μία Ελλάδα που δεν ήξερα, μία Ελλάδα που ήξερε καλά και αγαπούσε ο Κανελλόπουλος, ιδιαίτερα τη Μακεδονία.
Εκεί μέσα ανακάλυψα μία ζωή που λειτουργούσε πέρα από μένα, δηλαδή, πέρα απ’το γνωστό τρόπο ζωής που βίωνα στην πόλη, μία καθημερινότητα τελείως διαφορετική απ’τη δική μου. Εκεί έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάνε με άλλο τρόπο, ράθυμα, χωρίς να βιάζονται, να είναι πιο αγνοί, πιο ανθρώπινοι απέναντι στον ξένο. Με αφορμή όλες αυτές τις εικόνες άρχισα, σιγά-σιγά, να νιώθω ότι θα μπορούσα κι εγώ να εκφραστώ μ’αυτό τον τρόπο, χρησιμοποιώντας τη δική μου ματιά.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο -ο πατέρας μου είχε κινηματογραφική αίθουσα και έβλεπα πάρα πολλές ταινίες- μία απ’τις ταινίες που μου είχε κάνει τότε φοβερή εντύπωση και με είχε πραγματικά σπρώξει προς αυτόν ήταν το «Κανάλι», του Andrzej Wajda. Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να βλέπω και ντοκιμαντέρ, πέρα απ’τα κλασικά έργα του είδους, όπως του Flaherty, έβλεπα πολύ τους Ρώσους, της γενιάς του Τσουγκάι, οι οποίοι ήταν πολύ ντοκιμαντερίστες. Άρχισε λοιπόν μέσα μου να δημιουργείτε η ανάγκη να εκφραστώ με εικόνες.
Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πριν ακόμα πάω στη σχολή κινηματογράφου. Θυμάμαι, μία φορά που ήταν να βγω έξω, η μητέρα μου ζήτησε να μείνω για να φάω κι έτσι, περιμένοντας να ετοιμαστεί το φαγητό, άρχισα να σημειώνω κάποια πράγματα από μία ιστορία που είχα ακούσει. Δύο-τρεις ώρες μετά είχα το σενάριο των «Ανέμων». Μόλις τέλειωσα τους «Ανέμους» ήρθε η χούντα και, ουσιαστικά, άρχισα και εγώ όπως και όλοι να συμμαζεύομαι. Άρχισα ν’ασχολούμαι με άλλη δουλειά, έγινα πωλητής φωτογραφικών μηχανημάτων προκειμένου να επιβιώσω. Στην αρχή, όμως, το είχα δει ως μία ανάγκη να εκφράσω τις εικόνες που έβλεπα γύρω μου και οι οποίες συνιστούσαν κάτι άλλο απ’αυτό που εγώ ζούσα. Αυτό ήταν το πρώτο σπρώξιμο για ν’αρχίσω να κάνω τέτοιου είδους εικόνες. Έτσι ξεκίνησα.
Ουσιαστικά, λοιπόν, εσείς, εξ αρχής, διαφοροποιήσατε τη μυθοπλασία απ’το ντοκιμαντέρ.
Στην αρχή δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα. Ο Τάκης ήταν αυτός που με έβαλε μέσα σ’αυτή την αισθητική, με έκανε να βλέπω αυτές τις εικόνες μέσα απ’την παρέα που κάναμε, τις συζητήσεις μας, τις κουβέντες που μου έκανε για τους Σοβιετικούς κινηματογραφιστές, μιας και είχε μανία με το σοβιετικό κινηματογράφο. Έτσι, απ’τη μία, η επιρροή του Τάκη που μου μιλούσε και μου έδειχνε έναν τόπο και, απ’την άλλη, οι εικόνες που μου έρχονταν από κάθε διαφορετικό χώρο που έβλεπα, μου γέννησαν την επιθυμία να φτιάξω κι εγώ κάτι. Όμως, δε μου είχε δημιουργηθεί η ανάγκη να κάνω μυθοπλασία και να δραματοποιήσω, κάτι που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια.
Η ανάγκη να κάνω μία ταινία μυθοπλασίας, να περάσω και στην άλλη πλευρά, άρχισε να μου δημιουργείται γύρω στο 1986. Όμως, και τις δύο φορές που έκανα την απόπειρα, γράφοντας ισάριθμα σενάρια, δε βρήκα ανταπόκριση απ’το Ε.Κ.Κ., το οποίο μου τα απέρριψε. Επειδή είχα κάνει πολλή δουλειά και κόπο γι’αυτά τα σενάρια, στα οποία πίστευα και πιστεύω ακόμα, με καλούς συνεργάτες, αποφάσισα να μείνω στην τηλεόραση. Τότε μου είχε γίνει μία πρόταση να δουλέψω μία σειρά, ήταν η εποχή που η τηλεόραση είχε αρχίσει να δίνει παραγωγές στους σκηνοθέτες.
Στην τηλεόραση υπήρχε ένας άλλος τρόπος δουλειάς, άλλου είδους πλαναρίσματα. Μπορεί βέβαια να κινηματογραφούσαμε σε 16 mm, είχαμε όμως δεσμεύσεις, καθώς έπρεπε με πέντε κουτιά φιλμ να βγάλουμε όλο το ντοκιμαντέρ. Δεν είχες τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις 10-15 κουτιά φιλμ ή να βάλεις μία κασέτα μέσα σε μία κάμερα και να γυρνάς. Τα πλάνα μας ήταν υπολογισμένα, όπως και οι διάρκειες, προσέχαμε να μη χαθεί υλικό γιατί δε μας έδιναν άλλο. Έλεγαν: «Πέντε κουτιά το ημίωρο, τέλειωσε». Όμως σ’ένα ημίωρο χρειάζεσαι τρία κουτιά χρήσιμο φιλμ. Δεν είχαμε, λοιπόν, την πολυτέλεια να ξοδεύουμε υλικό.
Τι αντιπροσωπεύει για εσάς το ντοκιμαντέρ, πως το προσεγγίζετε, μέχρι ποιο βαθμό επεμβαίνετε όταν καταγράφεται την «πραγματικότητα»;
Κατ’αρχάς, εγώ δεν προσεγγίζω το ντοκιμαντέρ με τη μορφή του ρεπορτάζ. Δεν πηγαίνω, δηλαδή, σ’ένα χώρο να καταγράψω τη ζωή των ανθρώπων. Βλέπω αυτή τη ζωή και μετά τη φιλτράρω μέσα απ’το δικό μου βλέμμα και παράγω ένα άλλο αποτέλεσμα, το οποίο είναι η φανταστική ζωή που εγώ βγάζω από μέσα μου. Παίρνω τα στοιχεία απ’το χώρο και αυτά με οδηγούν σ’ένα αλλιώτικο αποτέλεσμα. Στις ταινίες αυτές μπορεί το ένα πλάνο να γυρίζεται στην Ήπειρο και το άλλο στη Θράκη. Συλλέγω στοιχεία για να βγάλω ένα άλλο αποτέλεσμα, το οποίο πηγάζει απ’τη δική μου λογική, τη δική μου οπτική και αισθητική, η οποία όμως δε χάνει την επαφή της με την «πραγματικότητα».
Μπορεί να φτιάχνω μια καινούργια «πραγματικότητα», αλλά αυτή είναι φτιαγμένη απ’τα υλικά της ίδιας της «πραγματικότητας». Συνεπώς, σ’όλα μου τα ντοκιμαντέρ επεμβαίνω. Εκτός βέβαια απ’το «Εντός των τειχών», για το οποίο αντιμετώπισα φοβερές δυσκολίες για να το γυρίσω. Είχαμε πάει με τη Μελίνα Μερκούρη για να γυρίσουμε ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη «Μήδεια», που είχε γυρίσει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και, κάποια στιγμή, είχε αντιδράσει ο χορός και δε δεχόταν να γίνει κινηματογράφηση και έτσι μείναμε στο Διδυμότειχο μ’ένα συνεργείο που δεν είχε τι να κάνει.
Τότε ξαφνικά είδαμε να στήνεται ένα σκηνικό. Πλησιάσαμε, ρωτήσαμε τι γίνεται, εκείνοι άρχισαν να μας εξηγούν και, καθώς μου φάνηκε ενδιαφέρον, αποφασίσαμε να γυρίσουμε τη γιορτή που ετοιμάζανε. Όμως αντιμετωπίσαμε πάρα πολλά προβλήματα στα γυρίσματα μιας και οι άνθρωποι αυτοί ήταν μωαμεθανοί και δεν ήθελαν να φωτογραφίζουμε τα πρόσωπά τους. Όπως καταλαβαίνεις, εμείς έπρεπε να στήσουμε, να φωτίσουμε κ.λπ.
Έτσι κάναμε με το Χασάπη ένα «κόλπο»: ανάβαμε τα φώτα και τραβούσαμε -αφού βέβαια τους δώσαμε και κάποια χρήματα γιατί διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να μας το επέτρεπαν- χωρίς να κάνουμε πραγματικές λήψεις. Κάναμε απλά πως τραβούσαμε, μέχρι να μας βαρεθούν και να μας ξεχάσουν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να τραβήξουμε. Μόνο τα παιδιά ήταν πιο αθώα και ανοικτά. Αυτό κράτησε δύο μέρες. Όταν όμως άρχισε η πραγματική τελετή μας είχαν ήδη βαρεθεί και έτσι αφέθηκαν σ’αυτή και δε μας έδιναν σημασία. Αυτή η ταινία είχε μία περίεργη τύχη, μιας και ένα κομμάτι της λογοκρίθηκε όταν την πήγα στο Φεστιβάλ. Πρόκειται για το κομμάτι που έδειχνε τις δουλειές που έκαναν, δουλειές που αποτελούσαν ότι χειρότερο και πιο βαρύ μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος. Το κομμάτι αυτό το έκοψαν ολόκληρο και μας άφησαν τη γιορτή.
Ποιες είναι οι επιρροές σας, πως ήταν να κάνετε ντοκιμαντέρ πριν από τριάντα χρόνια;
Εγώ επηρεάστηκα περισσότερο από τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, παρά απ’τον κινηματογράφο. Η λογοτεχνία αυτή έγινε γνωστή ως «Σχολή της Θεσσαλονίκης» και χαρακτηριζόταν από ρομαντισμό, έναν επικό τρόπο γραφής. Μέσα από εκεί, και γενικότερα απ’το διάβασμα διηγημάτων που αναφέρονταν σε χώρους και ανθρώπους, βγήκαν πολλές απ’τις εικόνες που έδωσα στα ντοκιμαντέρ μου. Και βέβαια απ’τον Κανελλόπουλο μιας και ήμουν για πολλά χρόνια βοηθός του. Επίσης πρέπει να λάβετε υπόψη πως εκείνη την περίοδο δεν είχαμε τη δυνατότητα να βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ, παρά μόνο όταν γινόταν κάποιο αφιέρωμα. Κυρίως όμως βλέπαμε ταινίες μυθοπλασίας.
Στο ντοκιμαντέρ συνέβαινε και κάτι άλλο, καθώς όσοι ασχολούμαστε μ’αυτό τότε, με το Μάρο πρώτο και καλύτερο, αλλά και άλλους πολλούς, είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια περίεργη κατάσταση μιας και τότε, ουσιαστικά, δε μας θεωρούσαν καν σκηνοθέτες. Μόνο τώρα, τα τελευταία χρόνια, έχουν ανακαλύψει το ντοκιμαντέρ και έχουν πέσει πάνω του, ανακαλύπτοντας κάτι το οποίο εμείς παρακολουθούσαμε, προσπαθούσαμε να εκφραστούμε μέσα απ’αυτό. Μας είχαν για δεύτερη κατηγορία. Εγώ οφείλω να το πω πως την εποχή εκείνη τρεις άνθρωποι με βοήθησαν απ’την Αθήνα, η Ροζίτα Σώκου, η Μαρία Παπαδοπούλου και ο Δημήτρης Χαρίτος, καθώς και ο Αλέξης Δερμεντζόγλου, απ’τη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να έχω παράπονα απ’τους άλλους.
Πως καταλήγετε σ’ένα θέμα; Αποτελούν όλα δική σας επιλογή ή σας δίνει θέματα και η τηλεόραση;
Στη σειρά «Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα» τα θέματα μου τα έδινε ο Χριστοδούλου. Μετά όμως απ’το 1982 όλα τα θέματα ήταν δικά μου, τα είχα, δηλαδή, προτείνει εγώ. Η διαφορά με πολλούς συναδέλφους, στο χώρο της τηλεόρασης και στο ντοκιμαντέρ, ήταν ότι εγώ σπανίως έπαιρνα ένα μεμονωμένο θέμα μισής ή μίας ώρας, αυτό έγινε λίγες φορές. Έπαιρνα και έκανα σειρές πολλών επεισοδίων. Βεβαίως, κάνοντας αυτά τα ντοκιμαντέρ, είτε για την τηλεόραση είτε για εμένα, άρχισα να αγαπώ το ντοκιμαντέρ να μου γίνεται βίωμα και να μου αρέσει. Με τον καιρό, άρχισα να βλέπω και άλλους συναδέλφους να πλησιάζουν το είδος αυτό και να ασχολούνται με το ντοκιμαντέρ. Έζησα λοιπόν και αυτή τη διάσταση.
Τα θέματά μου είναι απόρροια των ταξιδιών μου στην επαρχία, όπου έβλεπα την ερήμωσή της, έναν τόπο πληγωμένο, παρά τις τιμές, τις κατακτήσεις και τα λάβαρα που το συνόδευαν. Αυτή την Ελλάδα που έσβηνε ήθελα να καταγράψω, κάτι που έκανα στο «Ήταν μέρα γιορτής». Βέβαια ήταν μία άσχημη εποχή γιατί ήταν το τέλος της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα θέματά μου ήταν απ’την πονεμένη πλευρά των ανθρώπων και αφορούσαν τη μετανάστευση, τη φυγή κ.ά. Ακόμα και αυτό το γλέντι στο «Εντός των τειχών» έχει μία πίκρα, δεν είναι τόσο χαρούμενο όσο τα χρώματα που βγαίνουν μέσα απ’την ταινία, είναι πικραμένοι άνθρωποι και αυτοί.
Πάντοτε ξεκινούσα τα θέματά μου με μία αισιόδοξη διάθεση και, σιγά-σιγά, σαν ένα χωνί που συνεχώς κλείνει, έφθανα σε αδιέξοδα. Αυτό ήταν το βασικό μότο με το οποίο δούλευα και συνεχίζω να δουλεύω, αυτό που με τρώει μέσα μου: τα αδιέξοδα που δημιουργούνται στους ανθρώπους. Ακόμα και τα δύο σενάρια μυθοπλασίας που είχα καταθέσει στο Κέντρο Κινηματογράφου ήταν σ’αυτό το πνεύμα.
Για παράδειγμα, στο ένα περιέγραφα τα βία που ήρθε ξαφνικά απ’έξω σ’ένα χωριό που αποδεκατίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τις προσωπικές τους σχέσεις μέχρι που το χωριό διαλύεται και τελειώνει. Το άλλο σενάριο που είχα καταθέσει αφορούσε τον έρωτα μιας φοιτήτριας μ’ένα τσιγγάνο που έφθανε σε φοβερά αδιέξοδα, σε μια εποχή που κανένας δε μιλούσε για ρατσισμό. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε κάποιος μ’ένα σενάριο να μιλήσει για ρατσισμό. Μάλιστα ήταν τέτοια η βία και απ’τις δύο πλευρές, τόσο απ’την πλευρά των συγγενών των τσιγγάνων όσο και από τους ανθρώπους του οικογενειακού περιβάλλοντος της κοπέλας που στο τέλος τρόμαζες με τη συμπεριφορά των αστών, για τους οποίους δεν πίστευες πως θα μπορούσαν να φθάσουν σ’ένα τέτοιο σημείο. Είχαν, λοιπόν, και αυτά την ίδια δομή, αυτό το κλείσιμο, το αδιέξοδο, γιατί εγώ δεν είμαι αισιόδοξο άτομο. Ξεκινώ τη ζωή με καλές προθέσεις αλλά σιγά-σιγά αρχίζω και μαζεύομαι. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό μου, λέω μέχρι εδώ και σταματώ.
Μιλήστε λιγάκι για το έθιμο που καταγράφεται στους «Ανέμους». Το έθιμο αυτό έχει εκλείψει. Πρόκειται για την αναπαράστασή του ή έχετε προσθέσει και άλλα στοιχεία;
Δεν είναι ακριβώς αναπαράσταση. Είναι βέβαια μία αναπαράσταση, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για ένα έθιμο που το έβγαλα μέσα από τραγούδια. Αν ακούσετε τα τραγούδια της ευρύτερης περιοχής του Μαρμαρά, θα δείτε πως αυτά μιλούσαν για τους ναυτικούς και τους ξενιτεμένους. Μία τέτοια ιστορία, λοιπόν, προσπάθησα να πω, με τη διαφορά που προσπάθησα να την πω με όσο πιο απλά λόγια και μ’έναν αφαιρετικό τρόπο. Έβαλα, βέβαια, και κάποια στοιχεία αρχαϊκής οπτικής, αυτής δηλαδή που έχει φθάσει σε εμάς μέσα απ’το αρχαίο θέατρο, Ουσιαστικά, το σενάριο έχει γραφτεί μέσα από τραγούδια. Τότε, η φυγή είχε μία τελείως άλλη αίσθηση. Το να φύγει κάποιος και να μην ξαναγυρίσει αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής εκείνης. Αυτοί οι άνθρωποι χάνονταν και δεν ξαναγύριζαν και έτσι είχαν έναν καημό, ο οποίος εκφράζεται στην ταινία μέσα από ορισμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα με το σβησμένο τζάκι: σε κάποια στιγμή βλέπεται πως κάποιος προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά, τον καημό, και ρίχνει νερό στο τζάκι για να το σβήσει. Κάθε μία απ’αυτές τις εικόνες αποτελεί ένα κομμάτι του θέματος και όλες μαζί βγάζουν τους «Ανέμους».
Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο τοπικό έθιμο ή εσείς σκηνοθετήσατε τους ανθρώπους αυτούς για να το αναπαραστήσουν;
Στην Παναγία Χαλκιδικής ναι, στη Παναγία Θάσου δεν το είχαν. Το είχαν όμως στο Μαρμαρά, στα στενά του Βοσπόρου. Έτσι στρατεύανε τότε τους ναυτικούς. Όλοι οι άνθρωποι στο ντοκιμαντέρ, γέροι και νέοι, ήτα μέσα απ’το χωριό. Τους μετέφερα το πνεύμα του εθίμου και τους καθοδήγησα. Το είχαν όμως μέσα τους, κάτι που το βλέπεις εύκολα στα πρόσωπά τους, στην ταινία.
Πόσο πολύ σας επηρέασαν τα γεωγραφικά σας βιώματα στην προσέγγιση του θέματος της μετανάστευσης στο «Ήταν μέρα γιορτής»;
Η μετανάστευση αποτελεί ένα μεγάλο και καυτό θέμα για τον ελληνικό χώρο και χρόνια πληγή. Η εγκατάλειψη της Ελλάδας από το πιο υγιές στοιχείο, το νέο άνθρωπο, μεταμόρφωσε το βόρειο χώρο από ζωντανό κύτταρο της Ελλάδας σε χώρο γερόντων και ανελέητης μοναξιάς. Η ομαδική φυγή απ’τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια άφησε τη σφραγίδα της εγκατάλειψης βαθιά χαραγμένη μέσα στον απέραντο χώρο του μακεδονικού τοπίου. Σήμερα, ο αλλοτινός ανθρώπινος μόχθος μένει σαν ανάμνηση μιας χαμένης ζωής πάνω στα κουφάρια των σπιτιών και στα απομεινάρια της λαϊκής τέχνης. Η ιδέα να καταπιαστώ μ’αυτό το θέμα δεν αποτέλεσε μια προσπάθεια να καταχωρήσω στο ενεργητικό μου μία ακόμη ταινία.
Γνώρισα το χώρο, δέθηκε με τους ανθρώπους, τους λίγους που υπήρχαν ακόμα στα χωριά και έκανα την ιδέα της ταινίας αυτής χρέος μου. Έτσι άρχισα το γύρισμα. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να την πραγματοποιήσω και για εμένα αποτέλεσε μία οικονομική οδύσσεια. Τέσσερις φορές βρέθηκα εκεί στη Μακεδονία με το ολιγομελές συνεργείο μου για να τραβήξουμε λίγα μέτρα νεγκατίφ και να συνεχίσουμε ξανά όταν θα βρίσκαμε ένα χρηματικό ποσό ακόμα. Κοίταζα τον κάμπο που ήταν μακρύς, γεμάτος ποτάμια και άγρια βλάστηση και δεν υπήρχε πουθενά ψυχή.
Όλα ήταν έρημα, ακόμα και τα καπνοτόπια. Κι εγώ με την κάμερα προσπαθούσα να πιάσω τη θλίψη και τη μονοτονία και να τη φέρω στους θεατές. Ξέχασα τους κινηματογραφικούς κανόνες και προσπάθησα όσο γινόταν πιο απλά να μεταφέρω τις εικόνες στο φιλμ γιατί πίστευα ότι έτσι έπρεπε να γυριστεί, απλά όπως βλέπει το ανθρώπινο μάτι και η ψυχή. Με το φωτογραφικό υλικό απ’τα γεγονότα ενός πρόσφατου ιστορικού γεγονότος, της μικρασιατικής καταστροφής, θέλησα να υπογραμμίσω τη διπλή φυγή, από το χθες και από το σήμερα, από τις πρώτες πατρίδες που τις έλεγαν Πόντο, Θράκη, Μικρά Ασία και, απ’την άλλη, Μακεδονία. Τη φυγή ενός κόσμου που δεν κατάφερε να ριζώσει.
Η «Εντός των τειχών» αποτελεί μια εθνογραφική καταγραφή του σουνέτ, της περιτομής, στην οποία αφήνεστε να σας παρασύρει ο ρυθμός της γιορτής που συνοδεύει την τελετή την οποία καταγράφεται, θα θέλατε να μου σχολιάσετε την προσέγγισή σας;
Στο «Εντός των τειχών» χρησιμοποίησα την τεχνική της ελεύθερης καταγραφής. Εκείνη την εποχή υπήρχε μία περίεργη πεποίθηση από ορισμένους ότι έδωσα περισσότερο βάρος στην αισθητική από την ουσία. Δεν ήταν όμως έτσι γιατί ένα τέτοιο θέμα απαιτούσε μία τέτοιου είδους κινηματογράφηση. Νομίζω πως μπερδεύουμε αρκετά πράγματα. Αλίμονο αν πήγαινα σε μία επαρχιακή πόλη και έβλεπα τους ρυθμούς της, οι οποίοι τότε δεν είχαν καμία σχέση ούτε με εκείνους των πόλεων τότε ούτε με αυτούς του σημερινού χωριού, και έκανα μία ταινία με άλλο ρυθμό. Ο τρόπος που οι άνθρωποι περπατούσαν και μιλούσαν ήταν φοβερά ράθυμος, ίδιος με το τοπίο που υπήρχε γύρω τους. Αν έκανα μία ταινία που να έχει ένα ρυθμό με γρήγορες εικόνες θα έβγαινα απ’το χώρο που προσπαθούσα να περιγράψω και να καταγράψω, δε θα έφτιαχνα το φιλμ που ήθελα. Κατηγορήθηκα γι’αυτό, επειδή οι ταινίες μου ήταν μουντές και σκούρες. Μα η Ελλάδα δεν έχει πάντα και παντού ήλιο. Μάλιστα, ειδικά τους «Ανέμους», πήγαν να τους κόψουν, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε ήλιος. Μου είπαν: «Καλά τον ήλιο τι τον έκανες, τον έφαγες;». Είχαμε και τέτοια, τότε.
Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τα Βαλκάνια που εσείς γνωρίσατε και καταγράψατε, τόσο στο «Χαίρε γείτονα» όσο και σε άλλα ντοκιμαντέρ, όπως στο «Βαλκάνιο πραματευτή» κ.ά.
Τα Βαλκάνια ήταν για εμένα ένας ονειρικός χώρος, τον οποίο κουβαλούσα μέσα μου απ’τα παιδικά μου χρόνια. Το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε στη γειτονιά μας βρισκόταν στο πατρικό μου σπίτι. Με το κουμπί του έψαχνα πότε στα μεσαία πότε στα βραχέα και έβρισκα βαλκανικούς σταθμούς με σλάβικα τραγούδια. Εκείνες οι καταπληκτικές γυναικείες φωνές ήταν ένας ήχος που με μάγευε, που δεν καταλάβαινα τι έλεγαν και που μου ακούγονταν σαν ένας αλλιώτικος βυζαντινός ψαλμός. Η μαγεία αυτή πολλές φορές κοβόταν απότομα απ’την παρέμβαση της μητέρας μου, η οποία έκλεινε το ραδιόφωνο φοβισμένη για να μην ακούγονται τα τραγούδια έξω. Ήταν άσχημοι οι καιροί τότε.
Όμως ποτέ δεν ξέχασα εκείνα τα νοερά ταξίδια των παιδικών μου χρόνων, πετώντας πάνω από άγνωστα μέρη και ανθρώπους με όχημα εκείνες τις γνώριμες γυναικείες φωνές των βαλκανικών τραγουδιών. Το 1985, γυρίζοντας τη «Βυζαντινή Θεσσαλονίκη», ταξίδεψα για πρώτη φορά έξω απ’το κέντρο της Σερβίας. Βρέθηκα στην πόλη Πετς για να κινηματογραφήσω το μοναστήρι της Ντέτσανι, στο Κοσσυφοπέδιο, και τις τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου. Το σαράκι του πόνου και της δυστυχίας δεν είχε κυριεύσει ακόμη τα Βαλκάνια. Το ολονύχτιο γλέντι σε ταβέρνα του Πετς με το κινηματογραφικό συνεργείο, με τους θαμώνες, Σλάβους και μουσουλμάνους, να κερνούν σλιβοβίτσα και σούπες και την ορχήστρα να παίζει πότε σλάβικη πότε αλβανική και πότε ελληνική μουσική, με έφερε πίσω στα παιδικά μου χρόνια.
Βρισκόμουν εκεί απ’όπου ξεκινούσαν, ταξίδευαν και έφταναν ως εμένα εκείνες οι άγνωστες γυναικείες φωνές της παιδικής μου ηλικίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν τάραξαν τη βαλκανική ψυχή. Οι βόμβες γκρέμισαν το μοναστήρι της Ντέτσανι και τον Άγιο Δημήτριο που τόσο φόβιζε τους Σλάβους. Ο βαλκανικός χώρος έγινε τώρα βίαιος και αιμόφυρτος. Για εμένα όμως συνεχίζει να είναι κοντινός, οικείος και μαγικός. Θα ταξιδέψω ξανά στα Βαλκάνια. Αυτή τη φορά για μία προσωπική ταινία με θέμα τη ζωή, το θάνατο και το διαχρονικό μοιρολόι ενός τόπου πάνω στον οποίο κινούνται όλοι αυτοί οι μπερδεμένοι άνθρωποι. Η κάμερα θα καταγράφει το μοιρολόι που θα συνεχιστεί για πολλά ακόμα χρόνια.
Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στους ναΐφ ζωγράφους που καταγράφετε;
Πρόκειται για απλούς, αυθόρμητους ανθρώπους που νιώθουν μία πρωταρχική εσωτερική ανάγκη να εκφραστούν μέσα από μία ζωγραφική που βρίσκεται πολύ κοντά σ’αυτή των παιδιών. Στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ναΐφ ζωγράφοι, οι οποίοι παράγουν μία μεγάλη γκάμα θεμάτων, όπως πόλεις, χωριά, φανταστικά τοπία, προσωπικά οράματα, τη θάλασσα κ.ά. Θέματα που τα παρουσιάζουν με όλο τον πλούτο της φαντασίας τους και της ψυχής τους. Στη σειρά αυτή κατέγραψα μερικούς απ’αυτούς, την καθημερινή τους ζωή και το έργο τους.
Είστε ένα άνθρωπος ο οποίος αγωνίστηκε για τον εκδημοκρατισμό του κινηματογράφου. Θα θέλατε να μου μιλήσετε για εκείνη την εποχή. Τι έχει αλλάξει από τότε;
Δε θα αναφερθώ με όρους πολιτικής. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι τότε υπήρχε μία μεγαλύτερη διάθεση για να κάνεις κινηματογράφο. Τώρα οι σκηνοθέτες κοιτούν πολύ την τσέπη τους…
(Επιμέλεια: Γιάννης Φραγκούλης)
Απρ 14, 2022 0
Μαρ 06, 2022 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη