Μάι 25, 2020 Κινηματογράφος 0
γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Τελειώνουμε με τις ελληνικές ταινίες, όσες μπορέσαμε να δούμε στο τμήμα «Πλατφόρμα» του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Θα αναφερθούμε στις ταινίες «Νίκος Καβουκίδης-η δύναμη της εικόνας», του Μενέλαου Κυρλίδη, «Κλεονίκη», της Άννας Αντωνοπούλου, «7 χρόνια στη Γερμανία», του Σίμου Κορεξενίδη, «Μαύρη αλήθεια», του Γιώργου Μπισδίκη, «Ο χειροπαλαιστής», του Γιώργου Γούση, «Λαβύρινθος», του Δημήτρη Αθανίτη, «Con Fuoco-a strange orchesrta», του Αναστάση Δαλλή, «Μέσα μου βλέπω μονάχα θάλασσα», των Αλέξη Χατζηγιάννη, Γιώργο Κυβερνήτη, Νεφέλη Οικονόμου-Πάντζου και Μαρία Σιδηροπούλου, και «Στέφανος Ρόκος: Nick Cave and The Bad Seeds, No More Shall We Part, 14 πίνακες, 17 χρόνια μετά», των Ρηνιώ Δραγασάκη και Αρασέλη Λαιμού.
«Νίκος Καβουκίδης-η δύναμη της εικόνας», 87΄, 2019, Ελλάδα, η ταινία του Μενέλαου Κυρλίδη δε μας μιλά μόνο για το Νίκο Καβουκίδη, αλλά και για τον ελληνικό κινηματογράφο. Μέσα από την αφήγηση για τη ζωή του Νίκου Καβουκίδη βλέπουμε όλες τις φάσεις του ελληνικού κινηματογράφου, από το Φίνο μέχρι τις παραγωγές του 2000 που ο Νίκος Καβουκίδης έχει φωτίσει. Ακόμα, είναι ένα μάθημα φωτογραφίας και σκηνοθεσίας, για όσους τώρα ξεκινούν την κινηματογραφική τους καριέρα. Η ταινία έχει κλασική αφήγηση, είναι ο φακός επικεντρωμένος στο πρόσωπο του Καβουκίδη, υπάρχουν μαρτυρίες από σκηνοθέτες και ηθοποιούς που έχουν συνεργαστεί με το Νίκο Καβουκίδη. Ένα τίμιο πορτρέτο, κατάθεση μνήμης που θα μείνει για τον πιο άξιο και παλιό φωτογράφο του ελληνικού κινηματογράφου που ζει ακόμα.
Μία ταινία με τέσσερις σκηνοθέτες, τον Αλέξη Χατζηγιάννη, το Γιώργο Κυβερνήτη, τη Νεφέλη Οικονόμου-Πάντζου και τη Μαρία Σιδηροπούλου -πολύ σπάνιο για τον ελληνικό κινηματογράφο να συνεργαστούν άψογα τόσοι πολλοί σκηνοθέτες για μία ταινία-, «Μέσα μου βλέπω μονάχα θάλασσα», 24΄, 2019, ελληνική παραγωγή, μία αφήγηση για τη ζωή του Βαγγέλη Γερμανού. Η ταινία έχει πολύ λίγες στιγμές που μας δείχνουν το ονειρικό, αυτό που πυροδοτεί η μουσική, ειδικά αυτή που μιλά για τον έρωτα, όπως είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Γερμανού. Στην ταινία φαίνεται η καριέρα του και ως ηθοποιός στον ελληνικό κινηματογράφο, εστιάζει όμως στη ματιά του τραγουδιστή στο θαλασσινό τοπίο.
«Κλεονίκη», 29΄, 2019, Ελλάδα, μία ταινία της Άννας Αντωνοπούλου, ένα πορτρέτο της γριάς γυναίκας που ζει στο χωριό της, με προβλήματα ανίας, μαζί με τα δύο παιδιά της. Η Κλεονίκη αφηγείται στιγμές από τη ζωή της, κατόπιν ερεθισμάτων που δέχεται από το γιο της, Κώστα. Τραγουδά και βλέπουμε το χωριό και το όμορφο τοπίο της Ευρυτανίας. Στην ταινία το τραγούδι και οι αφηγήσεις έρχονται σε αντίστιξη με τις σκηνές του τοπίου. Έχουμε, λοιπόν, μία αφήγηση από το παρελθόν στον παρόν, με τις ελλειπτικές αφηγήσεις της Κλεονίκης, αλλά και μία άλλη αφήγηση που παράγεται από την αντίστιξη τοπίου-τραγουδιού/αφήγησης. Με αυτό τον τρόπο η ταινία δημιουργεί χάσματα που καλούν το θεατή να τα «γεμίσει», να φτιάξει τη δική του αφήγηση, ορμώμενος από αυτή της ταινίας. Φτάνουμε στα όρια του ποιητικού, αυτής της αμφιβολίας που έχουμε για το «πραγματικό», αφού φτιάχνεται ένα άλλο τοπίο που παραποιεί αυτό το ρεαλισμό, κάνουμε τη δική μας αφήγηση που διαφέρει από αυτή της σκηνοθέτιδας, βάζοντας στοιχεία, ασυνείδητα, από τις δικές μας εμπειρίες και ερεθίσματα, γίνεται ένα διάλογος σκηνοθέτη-θεατή, με αφορμή τη ζωή αυτών των τριών μοναχικών τύπων, της Κλεονίκης και των δύο παιδιών της που ζουν μαζί της. Έτσι η ιστορία της Κλεονίκης ανοίγει και γίνεται αυτή της οποιασδήποτε μάνας που ζει στην ύπαιθρο, μαζί με τα παιδιά της, αυτή της ελληνικής ιστορίας που μας μιλά για την παράδοση και τη σύγχρονη εποχή. Η ταινία, με αυτό τον τρόπο κερδίζει δύναμη και είναι ένα ποιητικό ντοκουμέντο.
Ο Σίμος Κορεξενίδης, με την ταινία «7 χρόνια στη Γερμανία», 31΄, 2019, Ελλάδα, θα μας μιλήσει για τη ξενιτιά, τον πόνο του αποχωρισμού, τα παιδικά χρόνια, την απώλεια του αδελφού του. Κινηματογραφεί τους γονείς του, μερικές φορές ακούγεται και η δική του φωνή, κάνει μία ιδιότυπη συνομιλία που γυρίζει πίσω στο χρόνο. Αφήγηση και φωτογραφίες από τα χρόνια στην ξενιτιά, σιωπές, λήψεις παγωμένες στο πρόσωπο των γονιών, οι οποίοι κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο, όλα αυτά φτιάχνουν μία αφήγηση που ξεφεύγει από το κλασικό, από μία απλή περιγραφή της ζωής στα «ξένα μέρη», μας μιλά για το μεταναστευτικό κύμα της Ελλάδας, το «Εγώ» γίνεται «Εμείς», προσκαλεί το θεατή να θυμηθεί, τα δικά του βιώματα, και, σε αυτό το σημείο της αφήγησης, αναβλύζει το συναίσθημα, από τα προσωπικά τραύματα του καθενός. Εξαιρετική η σκηνή που η κάμερα μένει στα πρόσωπα των δύο γονιών, ακίνητη, όπως και αυτοί. Η αμηχανία ανασύρει ερωτήματα, άφατα για τον κάθε θεατή, οι γονείς του σκηνοθέτη μας πάνε στα δικά μας πρόσωπα που έχουν περάσει παρόμοιες καταστάσεις. Το φιλμικό κείμενο μας οδηγεί στο ιστορικό κείμενο της νεότερης Ελλάδας.
Σε μία αφήγηση που είναι ουσιαστικά εξομολόγηση μας οδηγεί η ταινία «Μαύρη αλήθεια», 9΄, 2019, Ελλάδα, του Γιώργου Μπισδίκη. Βλέπουμε ένα βοσκό που ήθελε να γίνει τραγουδιστής. Αγαπά τη δουλειά του, πιο πολύ όμως έχει πάθος για το τραγούδι. Στην ταινία μας αφηγείται λίγο τη ζωή του, το βλέπουμε στις καθημερινές δραστηριότητές του, στο τέλος όμως εξομολογείται ποιο είναι αυτό που ήθελε πάντα να κάνει. Η ταινία είναι μία αναφορά σε αυτό το πρόβλημα, στο ότι πολύ λίγοι άνθρωποι εκπληρώνουν στη ζωή τους το όνειρο που είχαν όταν ήταν παιδιά.
«Ο χειροπαλαιστής», 22΄, 2019, Ελλάδα, του Γιώργου Γούση, μας παρουσιάζει έναν παλαιστή με το χέρι, πρωταθλητής σε αυτό το άθλημα, που ζει σε ένα χωριό, όπου διατηρεί ένα καφενείο. Ακούμε τα όνειρά του, τις φιλοδοξίες του, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις αντιξοότητες και τις στενάχωρες καταστάσεις στο χωριό. Το τελευταίο σημείο της αφήγησης είναι ο αγώνας χειροπάλης, ο οποίος υπάρχει και στο πρώτο πλάνο. Σα μία λούπα περνά όλη η ζωή αυτού του αθλητή και αυτό που, ουσιαστικά, πρωταγωνιστεί είναι η καταπίεση και η αλλοτρίωση που δέχεται αυτός ο άνθρωπος κάθε μέρα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης επιστρέφει με μία ταινία ντοκιμαντέρ, «Λαβύρινθος», 75΄, 2019, ελληνική παραγωγή. Το θέμα του είναι οι στοές στην Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, με οδηγό έναν άντρα και μία αφήγηση, σαν καταγραφή ημερολογίου, μπαίνουμε μέσα στην αίσθηση του ζω, κινούμαι, εργάζομαι, μένω σε μία στοά. Η αφήγηση είναι φουτουριστική. Αναδεικνύει έναν άλλο κόσμο κάτω από την Αθήνα, συνδέει τα σημεία μεταξύ τους και φτιάχνει μία ζωή που είναι αυτή των στοών. Ο θεατής βλέπει έναν άλλο τρόπο ζωής, παράλληλο με αυτόν που ξέρει, κάτι που θα μπορούσε να ήταν μία ονειρική αφήγηση για κάτι που ίσως υπάρχει -που όντως είναι δίπλα μας-, σαν ένα ζωντανό παραμύθι. Αυτό που αναβιώνει με αυτή την ταινία είναι η ονειρική Αθήνα, η πραγματικότητα που μετουσιώνεται σε όνειρο, ενώ είναι κάτι το πραγματικό, αυτό το δυσυπόστατο που είναι στην πραγματικότητα η ζωή μας. Μας μιλά λοιπόν, μέσα από το φαντασιακό, για το πραγματικό και το καθημερινό.
«Con Fuoco-a strange orchesrta», 30΄, 2020, ελληνική παραγωγή του Αναστάση Δαλλή, η παρουσίαση της Con Fuoco που ιδρύθηκε από το Γιάννη Παλυμενέρη, στη Θέρμη, στη Θεσσαλονίκη. Η αφήγηση είναι κλασική, ελάχιστες στιγμές ξεφεύγει από την κλασική δομή, μας βάζει στο κλίμα αυτής της ορχήστρας, αναφέρει την ιστορία της και μας δείχνει ποιες είναι οι προοπτικές της. Ο μαέστρος είναι ο μόνος που μιλά, εκ μέρους της ορχήστρας, δεν ακούγονται άλλες φωνές από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, έτσι δεν πλέκεται ένα μύθος, μέσα από μία συλλογική έκφραση, για ένα μουσικό σχήμα που έχει ήδη 20 χρόνια ζωής και έχει καταξιωθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτό που θα θέλαμε να μάθουμε, η ταινία δε μας το δίνει, είναι το χαρακτήρα της, το συναίσθημα που πυροδοτεί αυτά που γίνονται, για να δούμε το δρόμο της δημιουργίας, το πώς και το γιατί.
Η Ρηνιώ Δραγασάκη και η Αρασέλη Λαιμού, με την ταινία «Στέφανος Ρόκος: Nick Cave and The Bad Seeds, No More Shall We Part, 14 πίνακες, 17 χρόνια μετά», 17΄, 2019, Ελλάδα, μας παρουσιάζουν αυτό το σημαντικό ζωγράφο, πιο πολύ όμως τη σχέση ζωγραφικής και μουσικής, το πώς ο Στέφανος Ρόκος επηρεάστηκε από το Nick Cave για να κάνει 14 έργα, αλλά όχι μία εικονογράφηση των τραγουδιών του Nick Cave. Βλέπουμε, λοιπόν, δύο παράλληλες δημιουργίες, τη ζωγραφική και τη μουσική, δύο καλλιτέχνες που δημιουργούν έχοντας ίσως κάποιες κοινές επιρροές, για να φτάσουν στο ίδιο σκοτεινό και μυστικιστικό σύμπαν, όμως από διαφορετικές διαδρομές. Αυτό που μας δείχνει με όμορφο τρόπο η ταινία είναι τα κοινά σημεία που δομούν αυτό το μέρος της αφήγησης, μία Παράσταση, μία εικόνα της ζωής, η τέχνη ζωντανεύει μέσα από ένα διάλογο που θα μπορούσε να τον είχε κάνει ένας άνθρωπος, δηλαδή η τέχνη πλέον δε μιλά για τη ζωή, αλλά είναι η ίδια η ζωή. Πολύ όμορφο μοντάζ, αφηγείται με ικανοποιητικό ρυθμό, η φωτογραφία είναι «αντικειμενική», αποτυπώνει αυτό που βλέπει, έτσι ώστε δεν έχουμε μία ακόμη ανάγνωση αυτού του συμπλεούμενου έργου τέχνης.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΙΣΤΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
Μαρ 23, 2024 0
Μαρ 23, 2024 0
Μαρ 04, 2023 0
Φεβ 26, 2023 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη