Νοέ 18, 2013 Κινηματογράφος 0
Τα έργα που διαρκούν μέσα στο χρόνο είναι πάντοτε καρπός της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του καλλιτέχνη και του κόσμου. Ο δημιουργός έχει διάφορες προθέσεις: να περιγράψει, να διηγηθεί, να αποκαλύψει, να βλασφημήσει, να συγκινήσει και αν καμιά φορά, μια από αυτές τις προθέσεις μολύνει την άλλη, εις βάρος της διαύγειας, μικρό το κακό. Η τέχνη μπορεί να είναι διαυγής, δεν πρέπει να είναι. Αυτό ισχύει για τον κινηματογράφο του Luchino Visconti. Από την πρώτη του κιόλας ταινίας δείχνει τις δυνατότητές του, σαν σεναριογράφος και σαν σκηνοθέτης.
Στην ταινία «Διαβολικοί εραστές» («Ossessione»), 1943, έχουμε την ιστορία του νεαρού Τζίνο Κόστα, άνεργου και απένταρου, που σταματά σε ένα βενζινάδικο με πανδοχείο, στο κάτω Πολέζινε. Την επιχείρηση διευθύνει ο Τζιουζέπε Μπραγκάνα και η γυναίκα του, Τζοβάνα, μια ελκυστική γυναίκα, η οποία εκπέμπει αισθησιασμό και ερωτεύεται αμέσως τον Τζίνο. Θα δεχτεί ο Τζίνο την προσφορά του Μπραγκάνα, να μείνει στο πανδοχείο με αντάλλαγμα να κάνει κάποιες δουλειές. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφεντικού του, θα γίνει εραστής της Τζοβάνα.
Προσπαθεί μάταια να την πείσει να τον ακολουθήσει, έτσι φεύγει για την Αγκόνα. Στο τραίνο συναντά το Σπανιόλο. Για αρκετό καιρό και οι δυο τους δουλεύουν σαν πλανόδιοι πωλητές. Ο Τζίνο ξαναβλέπει τυχαία την Τζοβάνα και τον άντρα της στο πανηγύρι της Αγκόνα. Την ώρα που αυτός συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού, αυτή πείθει το νεαρό να τη βοηθήσει να ξεφορτωθούν τον Τζιουζέπε. Το ίδιο βράδυ, ο άντρας της θα βρεθεί σκοτωμένος, μετά από ένα περίεργο ατύχημα.
Οι δύο εραστές συνεχίζουν τη δουλειά του Μπραγκάνα, αλλά, με τον καιρό, απομακρύνεται ο ένας από τον άλλον. Ο Τζίνο κατατρώγεται από τις τύψεις και την υποψία ότι η Τζοβάνα το χρησιμοποίησε. Όταν, στη Φεράρα, θα ανακαλύψει ότι ο Μπραγκάνα είχε κάνει ασφάλεια ζωής, με δικαιούχο τη σύζυγό του, την απατά με την Ανίτα, μια νεαρή χορεύτρια που θα το βοηθήσει να ξεφύγει από την αστυνομία. Ο Τζίνο επιστρέφει στο πανδοχείο και συμφιλιώνεται με την Τζοβάνα, αυτή του αναγγέλλει ότι περιμένει παιδί. Οι δύο εραστές προσπαθούν να ξεφύγουν με το αυτοκίνητο. Η Τζοβάνα σκοτώνεται σε ένα μοιραίο τροχαίο. Ο Τζίνο θα συλληφθεί από την αστυνομία.
Στο «Ossessione» η παρουσία της αμερικάνικης λογοτεχνίας εντοπίζεται μόνο ως σημείο αναφοράς, πολύ γενικό, στο επίπεδο των επιδράσεων που ο Visconti, έχοντας μια ιδιόμορφη σχέση με την ομάδα του περιοδικού «Cinema», μπορούσε να δεχτεί από την ανάγνωση των λογοτεχνικών έργων και από τις προθέσεις ορισμένων από τους συντρόφους του, οι οποίο μίλησαν και εύστοχα και άστοχα για το ενδεχόμενο να μεταφυτευτεί ο αμερικάνικος πολιτισμός, στον ιταλικό. Αν συνδέσουμε το μυθιστόρημα του Cain, από το οποίο ο Visconti εμπνεύστηκε αυτό το σενάριο, αν δώσουμε προσοχή και είμαστε αυστηροί στις συγκρίσεις μας, τότε θα δούμε ότι οι σχέσεις τους είναι εντελώς τυχαίες και εξαιρετικά στείρες.
Είναι ολοφάνερο ότι ο Visconti δέχτηκε ορισμένες επιδράσεις από το κείμενο, ιδιαίτερα ο εσωτερικός μονόλογος του περιπλανώμενου προσώπου, ο οποίος άλλωστε υπάρχει σε πολυάριθμα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, όμως δεν ήταν αυτό που τον επηρέασε, αλλά η ταινία του Renoir, «Toni» (1935), στην οποία είχε δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτης. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η εμφάνιση μιας πτυχής του έργου του, η οποία θα εμφανίζεται συνέχεια στα έργα του. Το θεμελιακό αυτό στοιχείο που ο Viscontiυιοθετεί είναι η σχέση που μπορούμε να την περιγράψουμε ως εξής: έρωτας-μοναξιά-ανάγκη. Αυτό είναι το εύρημα του Renoir και αυτό είναι το μοτίβο του πάθους ως τόπου της αυθεντικότητας που γεννιέται από συνθήκες στέρησης και βρίσκει, μέσα στη μοναξιά, ένα κίνητρο εξέγερσης και βίας.
Αυτό το στοιχείο που έχει δανειστεί ο ιταλός σκηνοθέτης, εμπλουτίζεται με ορισμένες επιλογές και έντονα στοιχεία που είναι ήδη χαρακτηριστικά στο Visconti. Ας τα δούμε:
Το πρώτο είναι το τοπίο, η πραγματική καινοτομία του «Ossessione», για τον ιταλικό κινηματογράφο της εποχής του είναι η επινόηση-ανακάλυψη ενός αληθινού, συγκεκριμένου, «γήινου» τοπίου που προσδιορίζεται από μια βαθιά και δεικτική αλήθεια και, κυρίως, από την ικανότητά του να χαράζει στα πράγματα τη θλίψη για την απώλεια ενός ορισμένου τρόπου ζωής.
Το δεύτερο στοιχείο, που είναι και αυτό απαράμιλλα βισκοντικό, είναι η αποσταθεροποιητική και απομυθοποιητική εισβολή του Άλλου: του Τζίνο, του αργόσχολου προσώπου που διακατέχεται από μια απροσδιόριστη παραφορά και από αχαλίνωτα συναισθήματα, την εποχή της υγιούς ηθικής και της αυτάρκειας των συναισθημάτων. Η εισβολή του αποσταθεροποιεί τη γαλήνη της αστικής οικογένειας και ανατρέπει τα θέσφατα και τους θεσμούς της: ζευγάρι, γάμος, οικογένεια και συζυγική πίστη καταλύονται και αποκαλύπτουν, κατά βάθος, ένα κενό θλίψης και απελπισίας. Προκύπτει μια ανάγνωση της ιταλικής κοινωνίας, αντίθετη ως προς τις προτιμήσεις, το κλίμα, την ηθική του φασισμού, στην οποία αναφέρθηκε με μεγάλη οξυδέρκεια ο Ingrao, ο οποίος συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας, σε ένα εμπνευσμένο άρθρο του στο περιοδικό «Rinascita», το Μάρτιο του 1976.
Το τρίτο στοιχείο είναι το επινόημα-ανακάλυψη του έρωτα σαν στοιχείου αυθεντικότητας, έστω και αν πρόκειται για ένα εύρημα που, κατά κάποιο τρόπο, ακυρώνεται από τις συγκεκριμένες συνθήκες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε η ταινία, από τα εμπόδια που κλήθηκε να υπερπηδήσει. Δε θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η νατουραλιστική αιτιοκρατία των πηγών επιρροής, ιδιαίτερα του Renoir, και η ηθικολογική διαλεκτική, «έγκλημα-τιμωρία», κατευθύνουν το δημιουργό σε επιλογές προβλέψιμες, συμβατικές, που και αυτές καταλήγουν να υπερπηδήσουν την εκρηκτική βιαιότητα του ευρήματος.
Εδώ η βία είναι μια αναπαραγωγός δύναμη: από αυτή δημιουργείται κάτι το καινούργιο, από την ανατροπή του παλιού, έτσι θα φανεί ένας νέος κόσμος, από τις δευτερεύουσες αντιθέσεις που θα γίνουν πρωτεύουσες. Αυτή η νεοπλασία έρχεται από τις διδαχές του Ηράκλειτου, τελευταία του Χέγκελ και του Μαρξ. Ο Visconti έχει καταλάβει πολύ καλά ότι η χρησιμοποίηση της διαλεκτικής είναι ο μοναδικός τρόπος να εξελιχθεί η αφηγηματική του τέχνη, αλλά και η κινηματογραφική αισθητική και αφήγηση. Σε όλη του την κινηματογραφική πορεία έδειξε ότι το υπηρέτησε και το πέτυχε.
Σκηνοθεσία: Luchino Visconti
Σενάριο: Luchino Visconti, James Cain, Mario Alicata, Giuseppe de Santis, Gianni Puccini, Alberto Moravia, Antonio Pietrangeli
Φωτογραφία: Domenico Scala, Aldo Tonti
Μοντάζ: Mario Serandrei
Ήχος: Tommaso Barberini, Arrigo Usigli
Μουσική: Giuseppe Rostati
Κοστούμια: Maria de Matteis
Σκηνικά: Gino Franzi
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Gino Franzi
Παραγωγή: Libero Solaroli
Παίζουν: Clara Calamai (Τζοβάνα Μπραγκάνα), Massimo Girotti (Τζίνο Κόστα), Dhia Cristiani (Ανίτα), Elio Marcuzzo (Σπανιόλο), Vittorio Dusse (αστυνομικός), Michelle Riccardini (Ντον Ρεμίτζιο), Juan de Landa (Γκιουζέπε Μπραγκάνα), Michelle Sakara (μωρό)
Χώρα παραγωγής: Ιταλία
Έτος παραγωγής: 1943
Είδος: ρομαντική, δράμα, αστυνομική
Διάρκεια: 140΄
Χρώμα: ασπρόμαυρη
Ημερομηνία εξόδου: 24/10/2012 (από την Κινηματογραφική Λέσχη Solaris, στο Θέατρο 90 Μοιρών, Φιλίππου 35, Θεσσαλονίκη).
Γιάννης Φραγκούλης
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη