Ιαν 02, 2022 Κινηματογράφος 0
Κώστας Φέρρης-η ανανέωση: γράφει ο Γιάννης Φραγκούληςl
Αν θέλει κανείς να προσεγγίσει το έργο του Κώστα Φέρρη θα πρέπει να το δει από τρεις οπτικές γωνίες. Όσες είναι και οι διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας του δημιουργού: Τη σκηνοθετική-σεναριακή, της μουσικής επιμέλειας και της κριτικής θεωρίας. Αυτές όμως οι διαφορετικές πτυχές με έναν περίεργο τρόπο μπλέκονται. Γίνονται ένα, με τον τρόπο που μόνο οι δημιουργοί των έργων ξέρουν. Με αυτόν που οι αναζητήσεις της ψυχής και του πνεύματός τους τούς υπαγορεύουν.
Οι σημειώσεις του Κώστα Φέρρη (Σ.τ.Φ.) προστέθηκαν επί του πιεστηρίου, στην πρώτη έκδοση. Χωρίς να τις δει ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Ρώτησα τον επιμελητή του βιβλίου, Κώστα Μπλάθρα, αν είναι πολεμικές. Ουσιαστικά πίστευα, και έτσι είναι, ότι δε θα ήταν πολεμικές με το κείμενο. Αντίθετα θα το συμπλήρωναν. Στην πραγματικότητα έτσι είναι. Ο αναγνώστης μπορεί να το διαπιστώσει, εδώ είναι γραμμένες με πλάγια μορφή. Λειτούργησαν και λειτουργούν ως ένας ιδιότυπος διάλογος του αναλυτή και του αναλυόμενου. Δηλαδή του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Έχει την ομορφιά του γιατί είναι αυθόρμητος και ειλικρινής διάλογος.
Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι το έργο του Φέρρη -αν μπορούσαμε να το αναπαραστήσουμε σε ένα γράφημα- είναι τρεις γραμμές. Όσες και οι διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητας του δημιουργού. Συγκλίνουν στα σημεία όπου το ίδιο το έργο του προωθείται. Ξεπερνώντας την ίδια του την ύφη και δημιουργώντας ένα νέο καμβά.
Σ.τ.Φ.: Αυτή είναι η βασική διαδικασία των Αλχημιστών, που συνοψίζονται στην εναλλαγή solve-coagula. Επιχειρούν δηλαδή κατ’αρχήν τη διάσπαση του πρωτόγονου έργου (prima material) στις τρεις από τις τέσσερις συνιστώσες: Φωτιά-ενέργεια (σενάριο-σκηνοθεσία). Αέρας-δύναμη (μουσική επιμέλεια ή μάλλον μουσική διάσταση, γιατί αφορά και τη ρυθμική των εικόνων). Νερό-μνήμη (κριτική-θεωρία). Συγκρατεί την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της ενέργειας στα όρια που επιβάλλουν τα θεωρητικά κεκτημένα.
Αυτή η διαδικασία της διάσπασης και της ζύμωσης, ονομάζεται «oeuvre au noir» (έργο σε μαύρο περιβάλλον). Για να προκύψει στο τέλος το «Μεγάλο Έργο» (Opera Magna). Αυτό που είναι και η τέταρτη συνιστώσα: γη-σύνθεση. Η αξία αυτού του τελικού έργου (ο χρυσός), εξαρτάται: Τόσο από τη συμμετοχή και τις πρωτοβουλίες του δημιουργού-αλχημιστή. Όσο και από την ελευθερία που εκείνος δίνει (μέσα στο μαύρο και το σκοτάδι) στη ζύμωση. Να οδηγήσει τα πράγματα στη δομή των κοσμικών (ή θεϊκών, αν θέλουμε) επιταγών, δια της μιμήσεως και κατ’αναλογίαν.
Τρεις χώρες σημαδεύουν από την αρχή τη ζωή του Φέρρη: Λίβανος, Κύπρος, Αίγυπτος. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Φαίνεται ότι η καταγωγή της οικογένειας από το Λίβανο (οικογένεια Lahoud), η γέννηση των γονιών στην Κύπρο και η τελική εγκατάστασή τους στην Αίγυπτο σημάδεψαν τη ζωή και το πνεύμα του σκηνοθέτη: Τα ταξίδια, η αναζήτηση για ένα καλύτερο μέλλον γίνονται η αναζήτηση στην τέχνη. Μέσα στο γοητευτικό πεδίο της αναπαράστασης. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας, στην περίπτωση του Φέρρη, είναι μπολιασμένη από το ποιητικό αίτιο. Από μικρός, 12 χρονών, μπαίνει στη ζωή του, ως προβληματισμός αλλά και με δραστηριότητες: Το θέατρο, η όπερα, η λογοτεχνία, η ποίηση και ο κινηματογράφος.
Δημοσιεύει ποιήματά του στην εφημερίδα «Ημέρα», της Αλεξάνδρειας. Παίζει και σκηνοθετεί ερασιτεχνικές παραστάσεις. Σε ηλικία 17 χρόνων, το 1952, εντάσσεται στο θεατρικό συγκρότημα του Γιώργου Ιορδανίδη. Σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Τάκη Τσάκωνα, στο Κάιρο. Θα συμμετάσχει στα γυρίσματα ελληνικών ταινιών που γυρίστηκαν στην Αίγυπτο. Του Σακελλάριου, του Σπεντζου και του Κακογιάννη. Παράλληλα αρθρογραφεί στην ημερήσια εφημερίδα «Πάροικος». Παρακολουθεί τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης του Pere Zohrab. Μελετάει τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου.
Σ.τ.Φ.: Η καταγωγή και τα ταξίδια των προγόνων (Λίβανος, Κύπρος, Αίγυπτος) αφορούν τη μη συνειδητή μνήμη ενός παιδιού. Η συνείδηση του βιωμένου χρόνου (το «παρόν») διαμορφώθηκε με τις εικόνες του «κοσμοπολίτικου» περιβάλλοντος της Μέσης Ανατολής. Του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από τα αδιέξοδα μιας φτωχογειτονιάς αποδήμων. Από αυτή προκύπτουν πάλι τα ταξίδια, η αναζήτηση, η ποιητική αναπαράσταση. Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα και μόνο ταξίδι. Της επιστροφής στην τέταρτη (πολιτιστική) πατρίδα μου, που είναι η Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως, όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 1957, μετά από πολλές δυσκολίες -το ελληνικό Προξενείο αρνήθηκε να του δώσει υπηκοότητα και διαβατήριο, λόγω… φακέλου. Σπούδασε κινηματογράφο, με δασκάλους τους Χρήστο Θεοδωρόπουλο, Γιώργο Διζικιρίκη, Γιάννη Πετρουλάκη, Άγγελο Φουριώτη, Αντώνη Τέμπο κ.ά. Στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου του Νίκου Ιωαννίδη-Βαμβακά. Παράλληλα ξεκινά τη συλλογή δίσκων με ρεμπέτικα τραγούδια. Γίνεται ο βασικός πυρήνας των ρεμπετολόγων. Θα συνδεθούν, αργότερα, με το Μάρκο Βαμβακάρη και τους άλλους.
Από εκεί θα δραστηριοποιηθούν στην ανάλυση και στην ιστορία του ρεμπέτικου. Όπως και στη διοργάνωση συναυλιών και θεαμάτων. Με κεντρικό θέμα αυτό το είδος του τραγουδιού. Βρισκόμαστε στην εποχή που διαφαίνεται μία αλλαγή στον ελληνικό κινηματογράφο: Το 1951 έχουμε το «Πικρό ψωμί», του Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1952 τη «Μαύρη γη», του Στέλιου Τατασόπουλου. Ο νεορεαλισμός μπαίνει για τα καλά στον ελληνικό κινηματογράφο. Αν και έχει μπει με την ταινία «Κοινωνική σαπίλα» (1932), του Στέλιου Τατασόπουλου πάλι. Όπως ο ίδιος δήλωσε στο γράφοντα σε συνέντευξή του.
Ποια είναι η συνεισφορά του Κώστα Φέρρη σε αυτή την άνοιξη του ελληνικού κινηματογράφου; Το 1958 αρχίζουν τα γυρίσματα της ταινίας το «Ποτάμι», του Νίκου Κούνδουρου. Έρχεται με δύο ταινίες «Μαγική πόλις» (1955) και «Ο δράκος» (1956), οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Φέρρης, έχει φτιάξει, με το φίλο του Νίκο Πίτσικα, ένα τραγουδιστικό κουαρτέτο, «The four devils». Με αυτό κάνει εμφανίσεις σε θέατρα και αναψυκτήρια, με ρεπερτόριο τραγούδια ροκ εν ρολ, μπλουζ και ντου-ουάπ. Πιάνει δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτης του Κούνδουρου για το «Ποτάμι» και συγχρόνως έρχεται σε επαφή με τη γενιά της Κατοχής: Γιώργο Μακρή, Μάνο Χατζηδάκι, Ρένο Αποστολίδη, Γιάννη Τσαρούχη κ.ά.
Στην επιστροφή του από τις Σέρρες, όπου έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας το «Ποτάμι», συμμετέχει, δημιουργεί θα ήταν πιο σωστό, την Ομάδα. Αυτή φιλοδοξεί να ετοιμάσει θεωρητικά και πρακτικά την έλευση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Μαζί με τους Κώστα Βρεττάκο, Ιάσωνα Γιαννουλάκη, Σταύρο Τορνέ, Δήμο Θέο. Κώστα Φωτεινό, Τζοβάννα Μπέζου (Τέμπου), Θόδωρο Αδαμόπουλο. Βαγγέλη Σερντάρη, Δημήτρη Σταύρακα, Πέτρο Λύκα. Κώστα Σφήκα, Λέοντα Λοΐσιο, Βασίλη Ραφαηλίδη. Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, Νίκο Παναγιωτόπουλο, Γιώργο Σταμπουλόπουλο, Κώστα Λυχναρά. Γιώργο Κατακουζηνό, Δημήτρη Κολλάτο, Νίκο Νικολαΐδη. Παντελή Βούλγαρη, Τώνια Μαρκετάκη, Γιώργο Πανουσόπουλο. Θόδωρο Αγγελόπουλο, Σταύρο Κωνστανταράκο, Δημήτρη Νόλλα. Κωστή Ζώη, Λάμπρο Λιαρόπουλο, Χρήστο Μάγγο. Παύλο Τάσιο, Κώστα Πίτσιο, Αντώνη Βουγιούκα, Νίκο Καβουκίδη. Σταύρο Τσιώλη, Θανάση Ρεντζή, Λάκη Παπαστάθη, Τάκη Χατζόπουλο κ.ά. Κρατήθηκε η σειρά χρονολογικής εμφάνισής τους, σύμφωνα με τον Κώστα Φέρρη.
Σ.τ.Φ.: Το 1960 ο «Μακεδονικός γάμος», του Τάκη Κανελλόπουλου σηματοδοτεί τη γέννηση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Αυτή η ταινία και αυτός ο σπουδαίος φίλος μου έδωσαν την ώθηση να γυρίσω αμέσως την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία, το 1961. Θα ακολουθήσει η έκρηξη των ταινιών μικρού μήκους της «Ομάδας», με κορύφωση το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1965. Η πρώτη εμφάνιση με ταινίες μεγάλου μήκους των Πάνου Γλυκοφρύδη, Δημήτρη Κολλάτου, Αλέξη Δαμιανού και Ροβήρου Μανθούλη.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ζύμωση και πρώτες προσπάθειες στη διάρκεια της χούντας. Γυρίζονται οι ταινίες «Κιέριον», του Δήμου Θέου, «Ανοιχτή επιστολή», του Γιώργου Σταμπουλόπουλου. «Ληστεία στην Αθήνα», του Βαγγέλη Σερντάρη, «Το κορίτσι του 17», του Πέτρου Λύκα. «Ευδοκία», του Αλέξη Δαμιανού, «Αναπαράσταση», του Θόδωρου Αγγελόπουλου. «Προξενιό της Άννας», του Παντελή Βούλγαρη, «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», του Ντίνου Κατσουρίδη. «Ναι μεν αλλά», του Παύλου Τάσιου, «Τα χρώματα της ίριδος», του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η «Φόνισσα», του Φέρρη. Με τη μεταπολίτευση, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος έχει κυριαρχήσει κατά κράτος. Άχαρη ίσως κυριαρχία, αφού στο μεταξύ το κοινό έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος έχει εξαφανισθεί από μόνος του.
Βρισκόμαστε στην εποχή που οι πολιτικές αναταράξεις φτάνουν στην κορύφωσή τους. Η κρατική τρομοκρατία κάνει έντονη την παρουσίασή της. Πολλές φορές επεμβαίνει στη δουλειά των σκηνοθετών (Σολδάτος Γιάννης, 1992). Ο Φέρρης δουλεύει συστηματικά πλέον ως βοηθός σκηνοθέτης. Το 1961, προλαβαίνει να κάνει την πρώτη του, «πτυχιακή», ταινία μικρού μήκους. Βρίσκοντας έτσι την αφορμή να γνωριστεί με το Μάρκο Βαμβακάρη.
Η ταινία «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» είναι μια άσκηση κινηματογραφικού ύφους πάνω σε δύο τραγούδια. Το ομότιτλο τραγούδι, του Μάρκου, και το «Μινόρε της αυγής», του Περιστέρη. Η παραγωγή είναι του ίδιου. Δε θα παιχτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Απορρίφθηκε από την Προκριματική Επιτροπή λόγω… «χασικλίδικων τραγουδιών». Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής. Συγχρόνως η ταινία απαγορεύτηκε και από την Επιτροπή Λογοκρισίας ως… αντιτουριστική. Αυτή η (πολιτική) πράξη ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία του πρώτο Αντιφεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη. Το 1961 (Δημητρίου Αλίντα, 1993).
Ένα χρόνο μετά τα «Ματόκλαδα» θα κάνει ανώνυμα αλλά ουσιαστικά τη σκηνοθεσία στην ταινία «Ένας ντελικανής». Σε σενάριο του Μανώλη Σκουλούδη, με βοηθούς, φίλους και συνεργάτες το Δήμο Θέο και το Δημήτρη Σταύρακα. Τον Κώστα Καζάκο, για τη διδασκαλία των ηθοποιών, και τον πρωτοεμφανιζόμενο Γιάννη Μαρκόπουλο, στη μουσική. Η ταινία θα πάρει πολλά βραβεία, ακόμα και στο εξωτερικό. Θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες. Πρόκειται για μία ταινία που μιλά για ένα θρησκόληπτο έφηβο που γνωρίζει τον έρωτα στα Χανιά. Θα κυνηγηθεί από συζύγους και προσβεβλημένους πατεράδες. Θα γυρίσει στην Κρήτη, εμπλουτίζοντας τις κατακτήσεις του.
Στο μεταξύ ο Φέρρης συνεχίζει τη δουλειά του ως βοηθός σκηνοθέτης σε πολλές ταινίες. Πάνω από 60 μέχρι το 1967. Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τις κινηματογραφικές του σπουδές στην πράξη. Δουλεύοντας με το συνεργείο των τεχνικών. Μέχρι το 1965 έχει προλάβει να γνωριστεί με σημαντικές προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου και των γραμμάτων. Όπως και να συνδεθεί με το Γάλλο σκηνοθέτη Jean-Daniel Pollet, ο οποίος και θα το φυγαδεύσει, το 1967, στη Γαλλία.
Το 1965 είναι η χρονιά που θα γυρίσει την ταινία «Μερικές το προτιμούν χακί», μεγάλου μήκους. Εδώ έχουμε μια φάρσα με κεντρικό ιστό την επιστράτευση ενός νιόγαμπρου. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος σε πρώτη εμφάνιση. Καλείται να υπηρετήσει την πατρίδα του στην «εκπαίδευση στα νέα όπλα». Συμπληρωματική θητεία για ένα μήνα. Θα τον ακολουθήσει η γυναίκα του, ντυμένη φαντάρος. Όπως και ένα τσούρμο διάφορων τύπων της Αθήνας.
Η γλώσσα του «Ντελικανή» θυμίζει το «Ρεμπέτικο» και αντιστρόφως. Όμως στο «Μερικές το προτιμούν χακί», βλέπουμε ότι ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος δεν έχει ακόμα πεθάνει. Υπάρχει ακόμα στην αντίληψη του Νέου και σε αυτή των νέων σκηνοθετών οι οποίοι θέλουν να τον υπερβούν. Η υπέρβασή τους αυτή πατάει στις αφηγηματικές δομές του κινηματογράφου του Σακελλάριου και των άλλων. Παίρνουν τους ηθοποιούς του και αφήνουν να φανεί ένα άλλο ύφος. Αυτό που είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Το νέο δε γκρεμίζει το παλιό. Διεκδικεί τη θέση του από αυτό και παλεύει για να πετύχει το σκοπό του.
Σ.τ.Φ.: Τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο, όχι μόνο δεν τον αμφισβητούσαμε. Τον αγαπούσαμε, αφού δουλεύαμε σε αυτόν. Αυτό που μας κούραζε ήταν η θεατρικής λογικής καταγραφή της δράσης. Κάτι, δηλαδή, σαν το τρικάμερο των σήριαλ. Αλλά και η απουσία προβληματισμού πάνω στην κατ’εξοχήν γλώσσα του κινηματογράφου. Όχι, δε στηρίχτηκα στον Αλέκο Σακελλάριο, αλλά στο «Κυριακάτικο ξύπνημα», του Κακογιάννη, για το «Χακί» και τα «Φεγγάρια». Και στο «Δράκο», του Κούνδουρου, για την επίμονη και τολμηρή παρέμβαση στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αυτά, σε ότι αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο.
Γιατί αν περάσουμε στα ξένα πρότυπα, θα πούμε άλλα. Σε ότι αφορά δε τους ηθοποιούς, φυσικά δε διστάζω να χρησιμοποιήσω τους καθιερωμένους της εποχής, Ίλια Λιβυκού, Μάνο Κατράκη, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Κούλη Στολίγκα κ.ά.. Τη σφραγίδα του «νέου» όμως επιχειρώ να τη βάλω με το ρόλο του πρωταγωνιστή. Επιφυλάσσω σε άγνωστους ως τότε ηθοποιούς, Άλκης Γιαννακάς, για τον «Ντελικανή», που ανακαλύψαμε μαζί με το Σταύρακα, και Γιώργο Μιχαλακόπουλο, για το «Χακί». Αυτή την πρακτική, τη συνέχισα ως το τέλος. Πάντως η προβληματική της «συνέχειας» του Παλιού και της «τομής» για το Νέο Κινηματογράφο μας απασχόλησε συστηματικά. Λύση δε βρέθηκε…
Το Νοέμβριο του 1967 ο Jean-Daniel Pollet και ο τότε ακόμα μόνο παραγωγός Barbet Schroeder, το φυγαδεύουν στο Παρίσι. Η γαλλική παρένθεση του Φέρρη είναι άγνωστη εν πολλοίς στην Ελλάδα. Αλλά απαραίτητη για την κατανόηση του έργου του που ακολούθησε.
Τον πρώτο καιρό θα δουλέψει και πάλι, αλλά για λόγους επιβίωσης. Αυτή τη φορά, ως κομπάρσος στο γαλλικό κινηματογράφο. Μαζί με τους φίλους του, Έλληνες και Γάλλους, κινηματογραφιστές. Αμέσως, εντάσσεται στο κίνημα των Situationistes (Καταστασιακούς), Guy Debord, Raoul Vanegheim, Mustapha Khayati. Σύντομα όμως, επιστρέφει από το γύρισμα της ταινίας «La bande a Bonnot», του Philippe Fourastie. Όπου εξετέλεσε, ως χωροφύλακας, τον αναρχικό λήσταρχο, σύμφωνα με την πασίγνωστη γκραβούρα. Βρίσκεται και με τα δύο πόδια μέσα στην επανάσταση του Μάη του ΄68. Παίρνει μέρος στις συνάξεις των Etats Generaux du Cinema. Γίνονταν στο σπίτι του Pollet. Πρωτοστατεί με τους Νίκο Κούνδουρο, Νίκο Παπατάκη, Νίκο Παναγιωτόπουλο και άλλους πολλούς φίλους του κινηματογραφιστές, στην κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου της Cite Universitaire.
Ο κύκλος των Cahiers du Cinema περνάει μια περίοδο παρακμής. Ο Φέρρης εντάσσεται, παρέα πάντα με τον Pollet, στο φιλολογικό και νεωτεριστικό κινηματογραφικό κύκλο του περιοδικού Tel Quel. Με τους Philippe Sollers, Jean Thibodaut κ.ά. Από το Μάη προκύπτει ο κύκλος των πολιτικοποιημένων νέων κινηματογραφιστών και το περιοδικό Cinetique. Από αυτό θα περάσει στην ομάδα του γαλλικού αντεργκράουντ. Γνωστή σήμερα ως Zanzibar Films. Χρηματοδοτείται από την αναρχική κληρονόμο της οικογένειας Shlumberger, Silvina Boissonas. Στην ομάδα αυτή συμμετέχουν οι Philippe Garrel, Serge Bard, Jackie Raynal, Pierre Clementi, Jean-Pierre Calfon, Jean Pierre Leaud, Viva και Nico. Από τη σκηνή του Andy Warhol, η ηγερία του Μάη Caroline de Bendem, ο σαξοφωνίστας Barney Wilen, ο κιθαρίστας Didier Leon. Ο ντράμερ Sunny Murray, οι Chicago Art Ensemble, ο ζωγράφος Olivier Mosset. Ο τελευταίος θα του γνωρίσει το Salvador Dali, με τον οποίο και θα υπάρξει συνέχεια στη συνεργασία τους (βλέπε το «666»).
Αποφασιστική όμως είναι η συνάντησή του με το θεατράνθρωπο και ποιητή Serge Ouaknine. Αυτός υπήρξε συνεργάτης του Grotowsky. Με το Serge, και με τη χρηματοδότηση της Silvina Boissonas, γράφουν το σενάριο «Out of order». Θα χρησιμεύσει αργότερα ως βάση για την ταινία «Oh Babylon», Η ταινία εκείνη δε θα γυριστεί γιατί η Zanzibar έκλεισε τον κύκλο της… με ένα βεγγαλικό στη Σαχάρα, κυριολεκτικά! Όμως ο Jean-Daniel Pollet θα τους παραγγείλει αμέσως το σενάριο της επόμενης ταινίας του. Από αυτό θα προκύψουν απανωτά οι άλλες δύο προτάσεις για τα μουσικά έργα που έγραψε, μέσα σε ένα χρόνο, το 1971.
«Το αίμα» («Le sang»), του Jean-Daneil Pollet, έγινε σε σενάριο των Κώστα Φέρρη, Serge Ouaknine και Jean-Daniel Pollet. Η πορεία μιας ομάδας νομάδων που διασχίζουν την έρημο μιας χώρας με τα πόδια. Σε αυστηρά ευθεία γραμμή, με τελικό προορισμό τη θάλασσα. Για να γραφτεί το σενάριο, οι τρεις σκηνοθέτες κλείστηκαν σε ένα αγρόκτημα στο χωριό Bizou. Για να «ανακαλύψουν τον κινηματογράφο από την αρχή». Οι βάσεις της θεωρίας που προέκυψε, αναλύονται στο υπό έκδοση δοκίμιο του Φέρρη, «Κινολογικόν». Όσο για την ταινία, αυτή γυρίστηκε μέσα στον πυρετό της προσωπικής και κοινωνικο-ιδεολογικής κρίσης των δημιουργών. Μπρος στο φάσμα της παρακμής των ιδεών της δεκαετίας του ’60. Η ταινία αποδοκιμάστηκε με πάταγο στο Φεστιβάλ των Καννών του 1972. Λόγω της σκληρής και της ωμής βίας που περιείχε. Ο σκηνοθέτης την αποκήρυξε. Μόνο πρόσφατα, το 2002, αποκαταστάθηκε η αξία της, στο Κέντρο Πομπιντού, με ομιλητή τον ίδιο το Philippe Sollers.
«666» ή «Αποκάλυψη», ροκ οπερατόριο. Στις δισκογραφικές εκδόσεις Vertigo, στο Λονδίνο, και Mercury, στις ΗΠΑ. Λιμπρέτο και στίχοι, στα αγγλικά, του Κώστα Φέρρη. Μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Εκτός από το συγκρότημα Aphrodites Child, συμμετέχει και η Ειρήνη Παπά, σε ένα σκανδαλώδη μονόλογο. Κόστισε τη λογοκρισία του δίσκου από την ίδια την εταιρεία, για ένα χρόνο. Θεωρείται σήμερα ως το πρώτο concert album στην ιστορία του ροκ. Ψηφίστηκε το 2000 ως το σημαντικότερο έργο του ψυχεδελικού ροκ του αιώνα!
«L’opera des oiseaux». Όπερα εμπνευσμένη από τις «Όρνιθες», του Αριστοφάνη. Λιμπρέτο και στίχοι, στα γαλλικά, των Κώστα Φέρρη και Serge Ouaknine. Μουσική του Antoine Duhamel. Ανέβηκε στην Opera de Lyon. Προκάλεσε ένα άλλο σκάνδαλο. Θριαμβευτικό αυτή τη φορά. Ο διάσημος μουσικοκριτικός της Le Monde, Jacques Longchamps, έγραψε για την παράσταση: Η Μασονία του Μάη του ΄68 απέκτησε ήδη το «Μαγεμένο της αυλό».
Σ.τ.Φ.: Όλα καλά και άγια. Αλλά εκείνη η περιβόητη Ομάδα για ένα Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, τι απέγινε; Με το πραξικόπημα του 1967 πολλοί άλλαξαν επάγγελμα. Άλλοι έφυγαν για το εξωτερικό. 12 από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. 3-4 φυλακίστηκαν και στην πρώτη ευκαιρία έφυγαν επίσης στο εξωτερικό. 7-8 ασχολήθηκαν με τα διαφημιστικά σποτ που τότε άνθισαν. Άλλοι τόσοι ασχολούνται όπως-όπως με τη σκηνοθεσία, τηλεόραση ή εμπορικός κινηματογράφος. Οι 4 από αυτούς βρίσκουν τον τρόπο να κάνουν από μία σημαντική ταινία μεγάλου μήκους.
Τίποτε από όλα αυτά δε διέσπασε την Ομάδα. Συνέχιζε τις προσπάθειές της με συχνές επικοινωνίες και αλλεπάλληλα ταξίδια: Νίκος Καβουκίδης, Τάκης Χατζόπουλος, Δήμος Θέος, τέλος το 1971, Θόδωρος Αγγελόπουλος. Η καταστροφή ήρθε όταν 4 από τα στελέχη της Ομάδας, δύο κριτικοί και δύο σκηνοθέτες, αποδέχτηκαν την επιχορήγηση του Ιδρύματος Φορντ (Ford Foundation). Εξέδωσαν το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος. Δε νομίζω πως χρειάζεται να κάνουμε σήμερα μία αποτίμηση των λαθών και των ιδεολογικών παρεκτροπών. Άλλωστε, ο ίδιος ο Βασίλης Ραφαηλίδης, λίγο πριν το θάνατό του, έκανε μια γενναία αυτοκριτική για το περιστατικό αυτό. Όμως από τότε η Ομάδα διασπάστηκε εις τα εκ ων συνετέθη.
Μικρή παρένθεση στο Λονδίνο, το 1973, όπου θα γράψει με το Σταμάτη Σπανουδάκη το ανέκδοτο μιούζικαλ «B for Buddha». Θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1973. Μετά την αμνηστία που δόθηκε από τη χούντα. Θα ασχοληθεί αμέσως με διαφημιστικές ταινίες της Stefi Films. Αλλά και με την τηλεόραση που ως τότε οι αμιγείς κινηματογραφιστές σνόμπαραν. Γυρίζει το πρώτο σήριαλ που βασίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία: τους «Εμπόρους των εθνών», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την ίδια εποχή γράφει το λιμπρέτο και τους στίχους της σουίτας χορού ροκ, «Ακρίτας». Με μουσική των Σταύρου Λογαρίδη και Άρη Τασούλη.
Στον κινηματογράφο θα κάνει πλέον την πρώτη του σαφή εμφάνιση, ως στέλεχος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Πάλι με Παπαδιαμάντη, με τη «Φόνισσα», το 1974. Ίσως αυτό είναι το πιο γνωστό και το πιο σημαντικό μυθιστόρημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Σε αυτό ο Φέρρης συνεργάζεται με το Μάνο Κατράκη, ο οποίος είναι αφηγητής. Τη Μαρία Αλκαίου, η οποία παίρνει το Βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στη Θεσσαλονίκη, το 1974. Το Τάσο Ζωγράφο, στα σκηνικά και τα κοστούμια, μόνιμο σχεδόν συνεργάτη του από τα «Ματόκλαδα» ως το «Babylon». Το Σταύρο Χασάπη, στη φωτογραφία. Μαζί του θα κάνει και τις δύο επόμενες ταινίες του. Θα κερδίσει επίσης στο ίδιο Φεστιβάλ το Βραβείο σκηνοθεσίας.
Από το σήριαλ «Οι έμποροι των εθνών», ο Φέρρης διαμορφώνει μια άλλη πρόταση: Για πρώτη φορά η κινηματογραφική γραφή «εισβάλλει» στην τηλεόραση. Στη «Φόνισσα» έχουμε κάτι διαφορετικό. Ο σκηνοθέτης, επηρεασμένος φαίνεται από το γαλλικό κινηματογράφο, χρησιμοποιεί μεγάλα πλάνα-σεκάνς και την αντίστιξη της εικόνας με τη μουσική. Το μοντάζ δίνει μία άλλη σημασία. Λειτουργώντας ιδεολογικά, όπως ο Αϊζενστάιν είχε ορίσει. Αλλάζει το κείμενο, την ίδια την αφήγηση, τελικά. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με πρόταση του Δήμου Θέου, θα κάνει την ανατροπή της σειράς των φόνων. Για να προκύψει μία σταδιακή συνειδητοποίηση της Φραγκογιαννούς. Με αυτό τον τρόπο όλο το χωριό θα την κυνηγά στο τέλος. Η εξουσία θα είναι η ίδια η συντήρηση των κατεστημένων κανόνων συμπεριφοράς. Η πραγματικότητα αποδομείται για να πάρει τη μορφή που ο σκηνοθέτης θέλει.
Συνεχίζοντας τη δραστηριότητά του στα διαφημιστικά σποτ και στις εκπομπές για την τηλεόραση, ο Φέρρης προλαβαίνει σε ένα χρόνο μέσα να ολοκληρώσει την επόμενη ταινία του.
Ο «Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο» (1975). Αναδεικνύει την άλλη όψη του έργου του Κώστα Φέρρη που δεν είναι παρά η ίδια η πραγματικότητα. Τουλάχιστον αυτή που ένα λογοτεχνικό έργο ή μια σειρά δράσεων παρουσιάζει. Ως αντικείμενο παραμόρφωσης, αναδιαμόρφωσης και ανακατασκευής. Σε μία τελική σειρά δράσεων που δεν είναι παρά η έκφραση μιας ήδη νοητικής αντίληψης. Στη «Φόνισσα» εξασκεί ήδη μία εκλεπτυσμένη κινηματογραφική γλώσσα. Ο «Προμηθέας» είναι μία ευκαιρία να μιλήσει ο Φέρρης με ένα καθαρά φορμαλιστικό τρόπο. Οι αναφορές είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν με την πρώτη ανάγνωση. Ο θεατής-αναγνώστης του φιλμικού κειμένου θα χρειαστεί να ανατρέξει σε φιλοσοφικά κείμενα. Ξεκινώντας από διάφορα στοιχεία της ταινίας, για να αποσαφηνίσει τη φιλμική έννοια. Ο κινηματογράφος, με αυτό τον τρόπο, ιδεολογικοποιείται. Η αφήγηση ξανακερδίζει τη σχεδόν μυστικιστική της λειτουργία με το να ανακαλύπτεται, να αναιρείται και να επαναπροσδιορίζεται.
Σ.τ.Φ.: Τα «μονοπλάνα», όπως ονομάσαμε τα «πλάνα σεκάνς», οπωσδήποτε είναι εμπνευσμένα από τη γαλλική «nouvelle vague», αλλά από πολύ πιο παλιά. Ήδη από το 1958, η «Ομάδα» μελετάει με προσοχή τις παρατηρήσεις του Andre Bazin και των Cahiers du cinema. Σχεδιάζει να αξιοποιήσει τα διδάγματα του Chabrol, του Godard, του Alain Resnais και του Louis Malle. Αλλά η αντίστιξη της εικόνας με τη μουσική προέρχεται τόσο από τους Eisenstein-Prokofiev, όσο και από τον κινηματογράφο του Stanley Kubrick. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσω τη συγκλονιστική εντύπωση που μας έκανε η χρήση της μουσικής του Χατζιδάκι, στο «Δράκο», του Κούνδουρου.
Τέλος, στο «μοντάζ των έλξεων και των συγκρούσεων», του Eisenstein, ήρθε να προστεθεί η χρονική υπέρβαση που πρότειναν ο Jean Epstein και ο Jean Mitry. Σε ότι αφορά στον «Προμηθέα» όμως: Στην πηγή του βρίσκουμε τον Kubrick και τον Jordan Belson. Η φόρμα -σε δεύτερο πρόσωπο- είναι αποκλειστικά και μόνο πρωτογενής στην ιστορία του κινηματογράφου. Θα την ξαναβρούμε, κατά κάποιο τρόπο, στο «Oh Babylon».
Ουσιαστικά με αυτές τις δύο ταινίες αποκαλύπτεται ο τρόπος αφήγησης του Φέρρη. Χρειάζεται όμως ιδεολογική και θεωρητική υποστήριξη. Μεγάλο και ουσιαστικό ρόλο έπαιξαν τα εξειδικευμένα κινηματογραφικά περιοδικά εκείνης της εποχής. Κείμενα του Φέρρη ή κείμενα για το Φέρρη αποσαφηνίζουν το ιδεολογικό τοπίο. Ενημερώνουν το θεατή και του δίνουν στοιχεία έτσι ώστε να μπορεί να διαβάσει πιο εύκολα δυσνόητα, για αυτόν, κείμενα. Πριν από αυτή την ιδεολογική διαδικασία. Ουσιαστικά λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν πειραματικό κινηματογράφο. Υποστηρίζεται από θεωρητικούς και κριτικούς. Κάτι που δε συμβαίνει σήμερα, με την ίδια ένταση.
Οι επόμενες ταινίες του Κώστα Φέρρη ακολουθούν την ίδια αφηγηματική γραμμή. Τα «Δύο φεγγάρια τον Αύγουστο» (1978) μιλούν και πάλι για τη γραμματική της φιλμικής γλώσσας. Η όραση και η ακοή, το βλέμμα και ο ήχος. Αναδομούνται για να ορίσουν ξανά το γνωστικό πεδίο, για το οποίο η ταινία μιλά. Ο κόσμος της κατανάλωσης θα αποδομηθεί ξανά για να γεννήσει ένα άλλο κείμενο. Αυτό της ανασφάλειας, της αναζήτησης, της περιπέτειας που μόνο ο κινηματογράφος ξέρει να μας δείχνει στον οπτικοακουστικό πολιτισμό. Η αισθητική της ταινίας θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τις απόψεις του σκηνοθέτη. Κρύβονται επιμελημένα μέσα στα καρέ και τις σεκάνς, προκαλώντας το θεατή-αναγνώστη να τις ανακαλύψει. Η ταινία θα δώσει χώρο σε μεταθεάσεις, σε συζητήσεις και προβληματικές. Θα προεκτείνουν το φιλμικό κείμενο.
Η πιο «στρωτή», φαινομενικά, ταινία του Φέρρη είναι σίγουρα το «Ρεμπέτικο» (1983). Μια απλή ιστορία, σχεδόν βιογραφική. Άρα εύκολη στην αντίληψη και, ίσως, στην κατανάλωση από το θεατή. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Για όποιον ξέρει τις ιστορίες από τον κόσμο του ρεμπέτικου, τότε μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι αυτή η ιστορία που ο Φέρρης μας διηγείται. Και εδώ αποκλίσεις. Όπως και στη «Φόνισσα». Έχουν σα σκοπό να δυναμώσουν τα αφηγηματικά στοιχεία που θα κάνουν πιο αληθοφανή την ιστορία μας. Η δύναμη της αφήγησης κερδίζει. «Συγχωρεί» το σκηνοθέτη-δημιουργό της. Το κοινό αναγνωρίζει πρόσωπα και πράγματα. Κυρίως όμως αναγνωρίζει το κλίμα που ο σκηνοθέτης θέλει να μεταφέρει. Ένα μύθο γύρω από το ρεμπέτικο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ταινία είναι η πιο εμπορική και η πιο βραβευμένη του Φέρρη.
Σ.τ.Φ.: Να ξεκαθαρίσω δύο-τρία πράγματα. Η αποδόμηση και η αποκάλυψη των «μυστικών» της κινηματογραφικής αφήγησης είναι συστατικό στοιχείο των περισσότερών μου ταινιών. Από όλους στην «Ομάδα», μόνο ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος έμεινε -ως σήμερα- να επιμένει στο ρεαλισμό του κινηματογράφου. Στην πράξη πάνω, ανακαλύψαμε πως ο μόνος «ρεαλισμός» που μπορεί να υπάρξει είναι στο «εδώ και τώρα» του θεατή. Στη διάρκεια της προβολής της ταινίας. Το «Ρεμπέτικο» αποτελεί εξαίρεση. Όχι γιατί έχει μια «στρωτή αφήγηση», αλλά γιατί σε αυτή την ταινία επιχειρώ κυρίως την «αναγωγή τ
ου παραδειγματικού στο συνταγματικό». Αυτά δηλαδή που συμβαίνουν στην προσωπική ζωή των ηρώων, μοιάζουν με αυτά που συμβαίνουν στο κοινωνικό επίπεδο. Στο ιστορικό. Στο συμπαντικό. Κάθοδος στον Άδη. Είναι δηλαδή η κορύφωση ενός μυθικού κινηματογράφου στη θέση του απλά και μόνο αφηγηματικού. Του κινηματογράφου, δηλαδή, που δημιουργεί νέους μύθους στην καθημερινή μας ζωή. Συμπυκνώνει στα βασικά πρόσωπα όλη την περιπέτεια του Ανθρώπου και του Κόσμου που τον περιβάλλει. Όσο για τη στήριξη του «πειραματικού» ή μη κινηματογράφου από τους κριτικούς, αυτό ήταν φυσικό μια και όλοι ανήκαμε στην ίδια Ομάδα. Όμως η διάσπασή της και η υιοθέτηση από κάθε κριτικό της γενιάς μας μιας παρέας, των δικών του εις βάρος των άλλων, οδήγησε τα πράγματα σε πλήρη σύγχυση. Με αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό των επόμενων γενεών.
Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στο «Ρεμπέτικο» συγκλίνουν και οι δύο πλευρές του έργου του Φέρρη. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι στο έργο του υπάρχει το ποιητικό αίτιο. Οι κώδικες που αλλάζουν μέσα στην αφήγηση δημιουργούν μία νέα αφήγηση προωθώντας έτσι την εξέλιξη της κινηματογραφικής γλώσσας. Στο Φέρρη έχουμε μία χρήση, εξέλιξη και ανάπτυξη του συντακτικού και της γραμματικής του οπτικοακουστικού λόγου, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος. Όχι τη δημιουργία νέων γλωσσών. Δημιουργείται ένα ιδιόλεκτο. Ένας νέος τρόπος ανάγνωσης του «καθαρού κινηματογράφου», όπως θα λέγαμε του «καθαρού λόγου». Αυτού που πρέπει να ιδωθεί σαν ένα σημείο στο νέο κυματικό πεδίο που ήρθε για να αλλάξει το κινηματογραφικό τοπίο στην Ελλάδα. Ο Φέρρης και άλλοι σκηνοθέτες είναι υπεύθυνοι για το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Αλλά και για κάποιες θεμελιώδεις αλλαγές στην ελληνική τηλεόραση.
Οι κινηματογραφιστές συνέβαλλαν στη διαμόρφωση ενός κοινού έτοιμου να δεχτεί τις νέες προτάσεις. Αυτοί που είχαν την τύχη να έχουν τη θεωρητική υποστήριξη κριτικών, θεωρητικών και ιστορικών του κινηματογράφου. Κάτι που λειτούργησε σα μια πηγή παραγωγής θεωριών, αντικρουόμενων μεταξύ τους. Ο Φέρρης ήταν ένας από αυτούς τους πιονιέρους.
Σ.τ.Φ.: Με την απόσταση που μας χωρίζει από τις θερμές διαμάχες της εποχής εκείνης. Σήμερα μπορώ να πω, με ήσυχη τη συνείδησή μου, πως ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ευτύχησε να έχει εξίσου σημαντικούς κριτικούς. Όπως οι Μάριος Πλωρίτης, Αντώνης Μοσχοβάκης, Κώστας Σταματίου, Μαρία Παπαδοπούλου, Βασίλης Ραφαηλίδης. Ακόμα και η Ροζίτα Σώκου, που οι διαμάχες δεν άφησαν να αναγνωριστεί η αξία της, κ.ά. Ο φανατισμός ένθεν και ένθεν, σε τελική ανάλυση, δεν είναι αυτός που έβλαψε τους σκηνοθέτες. Ο καθένας από τη μεριά του ανταποκρίθηκε ανάλογα με το ταλέντο, τη γνώση και… το στομάχι που διέθετε. Η Ιστορία είναι αυτή που θα αποφασίσει ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα ξεχαστούν.
ΠΗΓΕΣ
Γιάννης Σολδάτος, «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», Ε΄ έκδοση αναθεωρημένη, εκδόσεις Αιγόκερως, τ. Α΄-ΣΤ΄.
Αλίντα Δημητρίου, «Λεξικό ελληνικών ταινιών μικρού μήκους (1932-1992)», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1993.
Διαβάστε τα άλλα άρθρα σε αυτή την ενότητα
Διαβάστε τη θεώρηση στο ρεμπέτικο
Φεβ 19, 2024 0
Δεκ 10, 2023 0
Ιαν 11, 2023 0
Ιαν 02, 2022 0
Δεκ 22, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Δεκ 22, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη