Απρ 17, 2025 Κινηματογράφος 0
Πανίδα: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Η ταινία της Στρατούλας Θεοδωράτου, «Πανίδα», είναι μια δουλειά που αξίζει να την προσέξουμε, να την μελετήσουμε προσεχτικά για να κατανοήσουμε τις δομές της. Την είδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την είδα ξανά για να την «φρεσκάρω» στην μνήμη μου. Τα ίδια συναισθήματα που έφερε και τις δύο φορές. Το αξιοπρόσεχτο είναι ότι τα πρώτα πλάνα, όταν την είδα για δεύτερη φορά, μου έφεραν την ταινία ολόκληρη στο μυαλό μου. Άρα η ταινία είχε «φωλιάσει» για τα καλά στο ασυνείδητό μου. Και αυτό λέει πολλά για την ταινία.
Τέσσερις άνθρωποι βρίσκονται τυχαία μαζί. Αρχίζει μια διαμάχη που φέρνει στην επιφάνεια παλιά τραύματα. Η ζωή, ο έρωτας, η πολιτική, οι κοινωνικές αναταράξεις είναι στοιχεία που ξεπηδούν και φτιάχνουν ένα ιδιότυπο οικοσύστημα. Η αφορμή είναι μια διαδήλωση, οι φασαρίες με ασφαλίτες και ΜΑΤ, οι διαδηλωτές είναι το «σκηνικό» για να δομηθεί αυτό το σύστημα που μπορούμε να το ονομάσουμε «ελληνική κοινωνία». Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά τους. Ας πούμε, όμως, ότι μια ταινία σαν αυτή είναι μια πρόκληση για έναν κριτικό κινηματογράφου: αναμετράται τόσο με τα αξιακά στοιχεία της ταινίας όσο και με αυτά που βρίσκονται στο ασυνείδητό του, θα πρέπει να τα βάλει όλα σε μια σειρά για να φτιάξει το κριτικό του σημείωμα. Αυτό δεν είναι μια εύκολη υπόθεση!
Η ταινία ξεκινά με μια διαδήλωση. Εμφανίζεται μια φωτογράφος που «καλύπτει» φωτογραφικά αυτή την διαδήλωση. Αν και έχει, κρεμασμένη στο χέρι της, μια μάσκα προστασίας για τα δακρυγόνα, δουλεύει απροστάτευτη, μπαίνει μέσα στην διαδήλωση, συγκρούεται με ΜΑΤ και με τον κόσμο ή τους ασφαλίτες. Μέχρι να συναντήσει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που τρώει από τα σκουπίδια. Η αναγνώρισή του στην αστυνομία και η επαφή με τους δικούς του έπονται. Από εκεί ξεκινά η ταινία. Ή έτσι νομίζουμε με την πρώτη ματιά. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Στην ταινία υπάρχουν αφηγηματικά στοιχεία που, στην αρχή, είναι τοποθετημένα σε μια «λογική» σειρά. Στη συνέχεια αυτή η λογική χάνεται. Αυτό που αναστατώνει την αφηγηματική συνάρτηση είναι η επέμβαση της φύσης, ο άνεμος που ορμά στο διαμέρισμα, και οι φασαρίες, σε αρκετά σημεία βρίσκονται μέσα στο αφηγηματικό πεδίο με την βία που αυτές έχουν. Είναι ένα συνηθισμένο μοτίβο στον κινηματογράφο. Αντί να υπάρχει μια αφηγηματική ανατροπή έχουμε κάτι εξωαφηγηματικό που αναστατώνει τον εσωτερικό αφηγηματικό κόσμο, όπως στις «Διακοπές του Ιλό», για παράδειγμα.
Αυτές οι εξωαφηγηματικές ανατροπές εισάγουν τις αναταράξεις στην αφήγηση που θα έρθουν στην συνέχεια. Η φωτογράφος, ο γιος του ηλικιωμένου, η γυναίκα του και ο πατέρας του είναι πρόσωπα που είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους. Σχέσεις, φαινομενικά, ασύνδετες, αλλά ουσιαστικά συνυφασμένες τόσο που παράγουν το νόημά τους. Δεν θα προδώσω την πλοκή της ταινίας για να αφήσω την έκπληξη στους θεατές. Θα προσπαθήσω, όμως, να μπω στον πυρήνα της κινηματογραφικής αφήγησης.
Με το «Κοντό, στενό και μαύρο» (1996), ταινία μικρού μήκους, γνωρίσαμε την Στρατούλα Θοεδωράτου στο Φεστιβάλ της Δράμας. Ακολούθησαν 10 ταινίες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής, ανάμεσά τους 3 μικρού μήκους, για να φτάσουμε στην «Πανίδα». Η παραγωγή ταινιών μικρού μήκους, ανάμεσα στις μεγάλου μήκους, δείχνει ότι η δημιουργός τους ψάχνεται, όσον αφορά στην κινηματογραφική φόρμα. Και έτσι είναι. Αυτό που βλέπουμε ξανά στην δουλειά της Στρατούλας Θεοδωράτου είναι ότι ερευνά, εστιάζει και το βλέμμα της φωλιάζει στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, δομώντας, με αυτό τον τρόπο, τον δικό της αφηγηματικό κόσμο.
Στην «Πανίδα» αυτό είναι εμφανέστατο. Η κάμερα είναι το μάτι ενός ερευνητή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα υποκειμενικό πλάνο μιας ιδεολογικής αναζήτησης. Οι χαρακτήρες ενσαρκώνουν, πολύ πετυχημένα, τα πρόσωπα που, όσο η ταινία εξελίσσεται, φτιάχνουν το δικό τους οικοσύστημα. Εδώ καταλαβαίνουμε ότι ο όρος «πανίδα» έχει διττή έννοια: την οικολογική, αναφερόμενη σε μια οικολογική καταστροφή, και την κοινωνική, μιλώντας για την κοινωνική αποσάθρωση. Τα μπέρδεψα ξανά!
Στην βιολογία μια καταστροφή ενός οικοσυστήματος μπορεί να είναι η αρχή για μια νέα βιολογική αλυσίδα. Η ζωή δημιουργεί ξανά τις δικές της αλληλουχίες και φτιάχνει ένα νέο οικοσύστημα, μια νέα πανίδα. Στην κοινωνία συμβαίνει σχεδόν το ίδιο πράγμα. Αν στην φύση μιλάμε για έμβια όντα, στην κοινωνία αναφερόμαστε σε ανθρώπους και σε αυτά που τους περιβάλλουν, έτσι όπως ορίζει η οικολογία το περιβάλλον. Εκτός των άλλων, αυτή η διαδικασία (process) είναι η βασική θεώρηση, πρώτα, των αρχαίων υλιστών φιλοσόφων και, μετά, του Χέγκελ και του Μαρξ. Αυτή η διαλεκτική είναι εμφανής σε αυτή την ταινία. Δομείται από το μοντάζ που είναι δομημένο έτσι που ακολουθεί την αϊζενσταϊνική του θεώρηση, στο ιδεολογικό μοντάζ.
Οι σχέσεις αυτών των τεσσάρων ανθρώπων ξετυλίγονται με απλό και εποικοδομητικό τρόπο. Τα κομβικά σημεία μας πηγαίνουν από το ένα πεδίο στο άλλο. Στην αρχή, στον αφηγηματικό κόσμο της ταινίας, επικρατεί μια σχετική αναρχία. Αυτό μπορεί να μας ξαφνιάζει. Η απάντηση στο ερώτημα -«Τι λέει τώρα;»- έρχεται μόνη της. Γρήγορα η αφήγηση μας οδηγεί σε αφηγηματικά τοπία που μας δείχνουν μέρη της κοινωνίας που μας είναι λίγο ή πολύ γνώριμα. Ο θεατής αρχίζει να ταυτίζεται και, προοδευτικά, γίνεται αναγνώστης του φιλμικού κειμένου, εμπλέκεται σε αυτό, φτιάχνει την δική του αφήγηση.
Οι ανατροπές είναι απαραίτητες για να υπάρχει ένας ρυθμός στην κινηματογραφική αφήγηση. Η σκηνοθέτης το ξέρει πολύ καλά και το εφαρμόζει. Η έλξη -και ερωτική- των δύο από τους πρωταγωνιστές δίνει την θέση της στην απώθηση. Αυτό υπάρχει σε όλη την ταινία, σχεδόν μέχρι το τέλος. Αυτό όμως το «έλα και φύγε» ξεδιπλώνει ένα ηθικά μολυσματικό τοπίο σε αυτή την «οικογένεια». Αυτό είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, τουλάχιστον όσον αφορά στην νεότερη ιστορία της που γνωρίζουμε κάπως καλύτερα. Σκάνδαλα, συγκρούσεις, καταστροφή του περιβάλλοντος, φόνοι, μπίζνες, έρωτες είναι η κινητήριος δύναμη που εξελίσσει την ελληνική κοινωνία. Αυτές οι συγκρούσεις είναι η μητέρα της ανάπτυξης μιας κοινωνίας που δεν υπηρετεί καθόλου τον άνθρωπο, για να παραφράσουμε λίγο τον Ηράκλειτο.
Στο τέλος είναι όλα ξεκάθαρα. Μένει μόνο μια αμφιβολία: Τι από όλα αυτά, στην αφήγηση της ταινίας, ήταν πραγματικότητα και τι φαντασίωση; Η φωτογράφος και ο άντρας ήταν σε σχέση, παντρεμένοι ή όχι; Ο πατέρας του πέθανε και πως; Ποια μυστήρια δύναμη «κανόνισε» την ζωή τους; Αγαπιούνται ή μισιούνται; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα. Η ταινία τα αφήνει αναπάντητα. Αυτό είναι υπέροχο γιατί δίνει την σκυτάλη στον θεατή να φτιάξει την δική του αφήγηση. Έτσι η ταινία λειτουργεί άψογα. Εικόνα σου είμαι, κοινωνία και σου μοιάζω, είναι σαν να λέει η σκηνοθέτρια. Και έτσι είναι!
Η Έλενα Μαυρίδου είναι εξαιρετική σε μια γυναίκα που δεν είναι ερωτεύσιμη με την πρώτη ματιά, προοδευτικά την αγαπάς βλέποντας το πάθος της για να λάμψει η αλήθεια, για το όραμά της για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, ενσαρκώνει καταπληκτικά αυτό τον χαρακτήρα. Ο Γιώργος Μωρόγιαννης, στον ρόλο του πατέρα, παίζει τον άνθρωπο που έχει προβλήματα με την μνήμη του, με ένα σαθρό παρελθόν, τόσο όσο για να συνδέσει τους χαρακτήρες, να δομήσει την αφήγηση, κινούμενος σε μια απόλυτα ρεαλιστική αφηγηματική γραμμή, η βία τον τρομοκρατεί, σαν να φέρνει κάτι από το παρελθόν στο αποδομημένο μνημονικό του. Η Ηλέκτρα Νικολούζου είναι η σύζυγος που απόλυτα ρεαλιστικά αποδίδει τον σύγχρονο μάνατζερ, την απατημένη (;) σύζυγο, το αφοσιωμένο πιόνι σε μια απάνθρωπη κοινωνία, χωρίς να νοιάζεται για αυτό.
Ο Αντώνης Μυριαγκός ενσαρκώνει τον σύζυγο που ζει σε ένα διεφθαρμένο σύστημα, το δέχεται, αδιαφορεί του αρέσει η φωτογράφος και, συγχρόνως, την απεχθάνεται. Έλκεται από το παρελθόν της -και τους- και, συγχρόνως, το μισεί. Έχει απόσταση από τον πατέρα του, είναι αποξενωμένος σα να μισεί και να απωθεί αυτόν τον μικρόκοσμο στον οποί ζει. Αυτοί οι δύο χαρακτήρες φτιάχνουν έναν απόλυτα ρεαλιστικό κόσμο και συγχρόνως φανταστικό.
Παίζουν τόσο καλά που δεν καταλαβαίνεις ποιο είναι ρεαλιστικό και ποιο φανταστικό. Η απάντηση είναι στα χέρια του θεατή που θα πρέπει να συνεχίσει την ανάπτυξη της αφήγησης. Με αυτό τον τρόπο η ταινία είναι ζωντανή και μετά το πέρας της προβολής της. Και για πολύ καιρό στο ασυνείδητο του θεατή, δημιουργώντας άλλους αφηγηματικούς κόσμους, στην συνέχεια, όταν στοιχεία της πραγματικότητας εγκαλούν αυτά που βρίσκονται στην δεξαμενή του ασυνειδήτου, κατά Γιουνγκ.
Η «Πανίδα» είναι η χαρά ενός κριτικού κινηματογράφου. Έχει να γράψει, να απολαύσει την δική του δημιουργία. Να κονταροχτυπηθεί με τα αφηγηματικά στοιχεία της ταινίας. Να ανακαλύψει τα κρυμμένα «μυστικά» της. Να δομήσει την δική του αφήγηση. Να κοινωνήσει, τελικά, το μήνυμά της. Μόλις η ταινία τελειώσει έχει την ανάγκη να γράψει για αυτή.
ΠΑΝΙΔΑ
(FAUNA)
Σκηνοθεσία: Στρατούλα Θεοδωράτου
Σενάριο: Στρατούλα Θεοδωράτου
Φωτογραφία: Διονύσης Ευθυμιόπουλος
Μοντάζ: Νίκος Βαβούρης
Μουσική: The Stroryville Ragtimers
Ήχος: Λευτέρης Καμπαλώνης
Σκηνικά: Αλεξία Θεοδωράκη
Κοστούμια: Μάγδα Καλλορίτη, Στρατούλα Θεοδωράτου
Παραγωγοί: Στρατούλα Θεοδωράτου
Ηθοποιοί: Έλενα Μαυρίδου (φωτογράφος, Άννα), Αντώνης Μυριαγκός (σύζυγος, αρχιτέκτονας, Παύλος), Γιώργος Μωρόγιαννης (πατέρας, Λάμπρος), Ηλέκτρα Νικολούζου (σύζυγος του αρχιτέκτονα, Ντορέτα)
Χώρα παραγωγής: Ελλάδα
Έτος παραγωγής: 2024
Γλώσσα: ελληνικά
Χρώμα: έγχρωμη
Διάρκεια: 110΄
Εταιρεία διανομής: Στρατούλα Θεοδωράτου
Ημερομηνία εξόδου στις αίθουσες: 10/4/2025
Για περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά δείτε εδώ.
Διαβάστε τις κριτικές κινηματογράφου που έχουμε δημοσιεύσει
Διαβάστε τις κριτικές στο site της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου
Απρ 14, 2025 0
Απρ 13, 2025 0
Απρ 07, 2025 0
Μαρ 26, 2025 0
Απρ 18, 2025 0
Απρ 15, 2025 0
Απρ 15, 2025 0
Ιούν 09, 2017 138
Οκτ 12, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Νοέ 13, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Μαρ 08, 2014 2
Απρ 18, 2025 0
Απρ 15, 2025 0
Απρ 15, 2025 0
Απρ 14, 2025 0
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη