Στο σύντομο «πρόλογο» του έργου (στ. 1-39), που είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια», το δεύτερο είναι οι «Χοηφόρες» και το τρίτο οι «Ευμενίδες», ένας φύλακας ανεβασμένος στη στέγη του παλατιού των Μυκηνών διεκτραγωδεί τα βάσανά του, να κρατά σκοπιά, για να μηνύσει στη γυναίκα του βασιλιά Αγαμέμνονα, που βρίσκεται στην πανελλήνια εκστρατεία εναντίον της μικρασιατικής Τροίας, τη φωτεινή σηματοδοσία-ένδειξη ότι κυριεύτηκε η Τροία. Εκεί, που μονολογώντας ασκεί κριτική για την κακοδιοίκηση το παλατιού, κάνοντας υπαινιγμό στην ερωτική σχέση της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας, με τον ξάδελφο του άντρα της Αίγισθο, βλέπει φωτεινή σηματοδοσία και γεμάτος χαρά φωνάζει να ακουστεί το μήνυμά του˙ προεξοφλεί τραγούδια και χορούς, με την επιστροφή πια του Αγαμέμνονα και τελειώνει το μονόλογό του κάνοντας υπαινιγμό για όσα έκτροπα γίνονται μέσα στο παλάτι.
Στην «πάροδο» (στ. 40-257) ο χορός των γερόντων σημειώνει ότι αυτός είναι ο δέκατος χρόνος από τότε που υπό την ηγεσία των Ατρειδών, των αδελφών Αγαμέμνονα και Μενελάου, ξεκίνησε η μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Τροίας, για τιμωρία του παραβάτη του δίκαιου της φιλοξενίας Αλέξανδρου-Πάρη, γιου του τρωαδίτη βασιλιά Πρίαμου. Ελεεινολογεί την προσωπική θέση του, που είναι μια αναγκαστική καθήλωση των γερατειών. Απευθύνεται στη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα ζητώντας να του εξηγήσει γιατί είναι αναμμένοι οι βωμοί της πόλης και να καθησυχάσει τις έγνοιές του. Με αισιόδοξη διάθεση ψάλλει το τραγούδι της τρωικής εκστρατείας. Θυμάται και αναδιηγείται το ξεκίνημα της εκστρατείας, όπου ρόλο άμεσα και έμμεσα υπαινικτικό παίζει ο μάντης Κάλχαντας˙ αυτός προβάλλει την ανάγκη να θυσιαστεί η κόρη του Αγαμέμνονα Ιφιγένεια, για να δοθεί στους Έλληνες άνεμος ευνοϊκός για την εκστρατεία τους και η βασιλοπούλα οδηγείται από τον πατέρα της στο βωμό της θυσίας. Το χορικό της «παρόδου» τελειώνει με τη δυσοίωνη προοπτική ότι η θυσία του νεαρού κοριτσιού δε θα μείνει χωρίς ανταπόδοση, κατά τον υπαινιγμό του μάντη Κάλχαντα.
Στο πρώτο «επεισόδιο» (στ. 258-354), ο χορός ρωτά διακριτικά την Κλυταιμνήστρα, δείχνοντάς της σεβασμό, αν μπορεί να τον ενημερώσει. Όταν εκείνη, δείχνοντας ενθουσιασμό, τον πληροφορεί ότι η Τροία κυριεύτηκε, ο χορός ζητά αποδείξεις για τη βασιμότητα της πληροφορίας. Η Κλυταιμνήστρα, μιλώντας διεξοδικά, δείχνει ότι η πληροφορία είναι σίγουρη αφού η συμφωνημένη με τον Αγαμέμνονα φωτεινή σηματοδοσία πραγματοποιήθηκε, και στη συνέχεια, δίνοντας μια νοερή εικόνα της δυστυχίας των νικημένων και της ευτυχίας των νικητών, διατυπώνει απόψεις σχετικά με τη δεοντολογία της συμπεριφοράς των νικητών, μετά τη νίκη τους. Ο χορός κλείνει το επεισόδιο επαινώντας το συνετό λόγο της Κλυταιμνήστρας και δηλώνει ότι θα χαιρετήσει με ευγνωμοσύνη τους θεούς.
Στο πρώτο «στάσιμο» (στ. 355-487), με σύστημα στροφών και αντιστροφών και με επωδό, αναπτύσσει υμνητικό τραγούδι στην παντοδυναμία του προστάτη της φιλοξενίας Δία˙ ο πρώτος από τους θεούς νοιάζεται για τα ανθρώπινα, τιμωρεί όποιον «κλοτσάει τον τρανό βωμό της Δίκης» ˙ έτσι τιμώρησε τον παραβάτη της φιλοξενίας, Πάρη. Αναφέρεται, στη συνέχεια, στην εκούσια απαγωγή της βασίλισσας της Σπάρτης και στη στάση του Μενέλαου, μετά την εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του, μια στάση που προσδιορίζεται από την έκπληξη και τις ψευδαισθήσεις του. Έπειτα ξανοίγει τον πανελλήνιο θρήνο για το πλήθος των παλικαριών που γυρνούν στον τόπο τους σε νεκρικές υδρίες˙ στα σπίτια τους απομένει μονάχα το μοιρολόι για τη δόξα τους και ο καημός πως σκοτώθηκαν «για μιας ξένης γυναίκας τη χάρη». Ο χορός τελειώνοντας το χορικό εκφράζει τη λαχτάρα του για ειρηνική ζωή: δε θέλει ούτε την ελευθερία άλλων να στερεί ούτε τη δική του ελευθερία να χάνει˙ και θέλει να ζει σε ευτυχία που δεν προκαλεί το φθόνο της θεότητας. Το χορικό κλείνει με δυσπιστία του χορού για την αξιοπιστία της ενημέρωσης που του έκανε η Κλυταιμνήστρα˙ οι γέροντες δε θέλουν να αφήσουν τα συναισθήματα που φέρνει το σίγουρο, κατά τη βασίλισσα, μήνυμα, να αντιστραφούν με το ενδεχόμενο να είναι αβάσιμη η πληροφορία˙ η επιφύλαξή τους αυτή βασίζεται στη θέση τους ότι «στη γυναικεία δύναμη ταιριάζει να παινεύει κάτι, πριν φανερωθεί».
Στο δεύτερο «επεισόδιο» (στ. 489-680) ο χορός βλέπει να έρχεται από την ακτή ένας κήρυκας. Αυτός μπαίνει στη σκηνή, είναι ενθουσιασμένος που, χωρίς να το ελπίζει, γύρισε στον τόπο του, χαιρετίζει το Δία και άλλους θεούς και προαναγγέλλει τη σύντομη επιστροφή του Αγαμέμνονα˙ βλέπει ευτυχισμένη την επιστροφή αυτή, μιλάει για την τρωική δόξα του αρχιστράτηγου και προτρέπει όλους να τον καλωσορίσουν. Ύστερα από ένα σύντομο διάλογο ανάμεσα στο χορό, που είναι υπαινικτικός και στον αγγελιαφόρο, ο τελευταίος αναφέρεται στις ταλαιπωρίες του ελληνικού στρατού στη δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας, θέλει να τις ξεχάσει και προβάλλει την ελληνική καύχηση για το μεγάλο κατόρθωμα. Η Κλυταιμνήστρα παριστάνει τη χαρούμενη για την επιστροφή του άντρα της, λέει πως ετοιμάζεται να τον καλοδεχτεί και τονίζει ότι στο διάστημα της απουσίας του έμεινε πιστή σ’αυτόν. Όταν η Κλυταιμνήστρα φεύγει, ο χορός ρωτά τον αγγελιαφόρο για την τύχη του Μενέλαου˙ εκείνος δεν έχει να πει τίποτε το συγκεκριμένο γι’άυτόν και απλώς αφηγείται την τρικυμία που ξέσπασε κατά την αναχώρηση των Ελλήνων από την Τροία και διασκόρπισε τον ελληνικό στόλο˙ τελειώνει την αφήγησή του αφήνοντας μια αβέβαιη ελπίδα για την επιστροφή του βασιλιά της Σπάρτης.
Στο δεύτερο «στάσιμο» (στ. 681-781) ο χορός μιλά για την Ελένη, που εκούσια ακολούθησε τον Πάρη, αυτόν που έγινε αιτία της καταστροφής της πατρίδας του Τροίας, και κλείνει το χορικό με γνωμολογικές παρατηρήσεις για την ευτυχία, την ασέβεια, την αλαζονεία και τη θεϊκή Δίκη.
Στο τρίτο «επεισόδιο» (στ. 782-974), ο χορός χαιρετίζει τον Αγαμέμνονα, που φτάνει πάνω σε άρμα και, με πολλή παρρησία, εξομολογείται ότι είχε πολλές επιφυλάξεις για την εκστρατεία του, αλλ’ότι το τελικό αποτέλεσμά της το δέχεται με ανεπιφύλακτη ευχαρίστηση και τονίζει ότι τώρα μπορεί να κρίνει το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία των πολιτών για το κράτος, όσο εκείνος απουσίαζε. Ο Αγαμέμνονας χαιρετίζει τους θεούς και την πόλη του, μιλά για την καταστροφή της Τροίας και, κάνοντας ειδική κολακευτική μνεία για τον Οδυσσέα, τονίζει την εμπειρία του από υποκριτικές στάσεις ανθρώπων.
Στο σημείο αυτό έρχεται η Κλυταιμνήστρα˙ απευθύνεται στους γέροντες του χορού και μιλάει για τις δικές της στεναχώριες, όσον καιρό έλειπε ο άντρας της˙ στη συνέχεια απευθύνεται στον Αγαμέμνονα, του δικαιολογεί την απουσία του γιου τους, Ορέστη, μιλά για την αδιάκοπη έγνοια που είχε για τον άντρα της και του ζητά να κατέβει από το άρμα, ενώ δίνει διαταγή στις δούλες να στρώσουν χαλί, για να περάσει από πάνω του ο Αγαμέμνονας και να μπει στο παλάτι. Ο βασιλιάς με σεμνότητα αρνείται να δεχτεί τέτοιες τιμές, αλλ’ύστερα από διαλογική συζήτηση με την Κλυταιμνήστρα υποχωρεί παρακαλώντας να μην προκαλέσει το φθόνο των θεών και ζητά απ’αυτήν να οδηγήσει στο παλάτι την κόρη του βασιλιά της Τροίας, Κασσάνδρα, που έχει μαζί του στο άρμα, ως λάφυρο πολέμου. Το «επεισόδιο» κλείνει με υπαινικτικά λόγια της Κλυταιμνήστρας που ζητά από το Δία να δώσει τέλος σ’ότι εύχεται.
Στο τρίτο «στάσιμο» (στ. 975-1034), ο χορός εκφράζει τα απροσδιόριστα, αλλά σαφώς απαισιόδοξα, προαισθήματά του και εύχεται οι φόβοι του να μην επαληθευτούν.
Στο τέταρτο «επεισόδιο» (στ. 1035-1406) η Κλυταιμνήστρα επίμονα ζητά από την Κασσάνδρα να κατεβεί από το άρμα διατυπώνοντας υπαινιγμούς˙ ο χορός ενισχύει την επιμονή της Κλυταιμνήστρας συστήνοντας ρεαλισμό στην Κασσάνδρα που, για λίγη ώρα, στέκεται αμίλητη. Όταν όμως η Κλυταιμνήστρα μπαίνει στο παλάτι, η Κασσάνδρα αναλύεται σε θρήνο, «κομμό», κατά τον αρχαίο όρο, και επικαλείται το θεό Απόλλωνα˙ ο χορός στην αρχή εντυπωσιάζεται από το απροσδόκητο αυτό θρηνολόγημα, στη συνέχεια θυμάται τη μαντική φήμη της Κασσάνδρας, που στο μεταξύ κάνει υπαινιγμούς για φονικά που έγιναν ή θα γίνουν στο παλάτι, αρχίζει να φοβάται τους υπαινιγμούς της τρωαδίτισσας σκλάβας, νομίζει πάντως ότι η δυσάρεστη παραίσθησή της είναι απόρροια της καταστροφής της πατρίδας της και τελικά βρίσκεται σε αμήχανη κατάσταση. Στη συνέχεια του μεταξύ τους διαλόγου, όπου ο χορός εντυπωσιάζεται με ότι δείχνει να ξέρει η Κασσάνδρα για το παλάτι των Μυκηνών, η τρωαδίτισσα αποκαλύπτει τη σχέση της με τον Απόλλωνα και την αναξιοπιστία της μαντικής ικανότητάς της, ως τιμωρία από το θεό, επειδή δεν του ανταποκρίθηκε ερωτικά. Πιο πέρα η Κασσάνδρα είναι απροκάλυπτη: πρώτα μιλά για μια «γυναίκα ενός άντρα φόνισσα» κι ύστερα για τον επικείμενο θάνατο του Αγαμέμνονα και για το δικό της θάνατο, για τον οποίο κατηγορεί τον Απόλλωνα, και τελικά δηλώνει ότι είναι πρόθυμη να αντιμετωπίσει το θάνατο.
Ο χορός θαυμάζει την τόλμη της. Η Κασσάνδρα εύχεται όποιος πάρει εκδίκηση για τον επικείμενο φόνο του Αγαμέμνονα, να εκδικηθεί και το δικό της φόνο και μπαίνει μέσα στο παλάτι κατεβαίνοντας από το άρμα. Ο χορός επισημαίνει ότι ύστερα από αυτά, κανένας θνητός δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έζησε χωρίς συμφορές. Στο σημείο αυτό ακούγεται μέσα από το παλάτι η φωνή του Αγαμέμνονα που το σκοτώνουν. Τα μέλη το χορού, ακούγοντας τις σπαραχτικές φωνές του βασιλιά, δείχνουν την αμηχανία τους προτείνοντας διάφορους τρόπους ενέργειας. Βγαίνει τότε από το παλάτι η Κλυταιμνήστρα για να διακηρύξει απερίφραστα ότι η ίδια σκότωσε τον Αγαμέμνονα και προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη της. Ο χορός νιώθει αποτροπιασμό.
Στο τέταρτο «στάσιμο» (στ. 1407-1577), ο χορός τονίζει ότι η πράξη της βασίλισσας είναι μισητή από τους πολίτες και θα της στοιχίσει την εξορία. Στο διάλογο που ακολουθεί η Κλυταιμνήστρα θυμίζει τη θυσία της Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα˙ ο χορός της απαντά με σκληρούς χαρακτηρισμούς˙ η Κλυταιμνήστρα τονίζει ότι δε φοβάται όσο την παραστέκει ο εραστής της, ο Αίγισθος˙ ο χορός κακολογεί την Ελένη που στάθηκε αιτία όλων των κακών˙ η Κλυταιμνήστρα υπερασπίζεται την αδελφή της˙ ο χορός ελεεινολογεί τη μοίρα του σφαγμένου από τη γυναίκα του Αγαμέμνονα˙ η Κλυταιμνήστρα λέει ότι με το χέρι της λειτούργησε ο εκδικητής θεός του εγκλήματος˙ ο χορός δε δέχεται την ερμηνεία αυτή και περιέρχεται σε αμηχανία καθώς η Κλυταιμνήστρα φτάνει ως το χλευασμό του Αγαμέμνονα. Το «στάσιμο» κλείνει με την ευχή της Κλυταιμνήστρας να μη βρει πια άλλο κακό το παλάτι των Μυκηνών.
Στην «έξοδο» (στ. 1578-1673) εμφανίζεται ο Αίγισθος που, μιλώντας στο χορό, θυμίζει τα κακά που συσσώρευσε το παρελθόν στο συγγενικό χώρο τους και καμαρώνει για τη συμμετοχή του στο φόνο του Αγαμέμνονα. Ο χορός κακίζει τη στάση του και προλέγει ότι τον περιμένει δημόσιος λιθοβολισμός. Σε απάντηση ο Αίγισθος απειλεί τους γέροντες. Ο χορός στέκεται απτόητος και έτοιμος να αντιμετρηθεί με το σφετεριστή του θρόνου, ελπίζοντας να έρθει ο Ορέστης, εκδικητής του φόνου. Το αδιέξοδο αυτό έρχεται να διαλύσει η Κλυταιμνήστρα που στο τέλος του έργου τονίζει ότι μαζί με τον Αίγισθο, έχοντας την εξουσία, δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν από τις αντιδράσεις των γερόντων.
Θεόδωρος Μαυρόπουλος
(πηγή το βιλίο «Αισχύλος Αγαμέμνων», εκδ. Ζήτρος. )
Μαρ 27, 2020 0
Ιαν 25, 2017 0
Ιαν 25, 2017 0
Νοέ 01, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη