Το κάθε αντικείμενο, είτε βλέπουμε αυτό το ίδιο μπροστά μας είτε την οπτική αναπαράστασή του, σε φωτογραφία, σε ζωγραφική απεικόνιση ή σε γλυπτό, έχει ένα αναφερόμενο από πίσω του. Μπαίνουμε, λοιπόν, σε μία σημειωτική ανάλυση και, βάσει αυτής, μπορούμε να πούμε ότι ένα αντικείμενο έχει το σημαίνον και το σημαινόμενό του (Ferdinand de Saussure σ.σ. 97-100, Έκο σ.σ. 36-38), αυτή η θεώρηση θα εξηγηθεί κατόπιν, προς στιγμή θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι κάθε εικόνα, ενός αντικειμένου, έχει ως αναφερόμενο ένα μυθικό στοιχείο(1). Θα δούμε πως αυτό το μυθικό στοιχείο γίνεται, στην αρχή, σύμβολο.
Έχουμε από τη μία μεριά την πραγματικότητα και από την άλλη την Τέχνη. Για να φτάσουμε στο σύμβολο είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε από τη μίμηση(2). Στο κεφάλαιο, για το μύθο ως αφηγηματικό στοιχείο, αναφερθήκαμε στη μίμηση και, ειδικά, στην αριστοτελική άποψη. Είμαστε υποχρεωμένοι να επανέλθουμε, ρίχνοντας μία πιο προσεκτική ματιά σε αυτή τη θεώρηση. Δύο θεωρίες, η πλατωνική και η αριστοτελική συγκρούονται.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο κόσμος των φαινομένων αποτελεί μίμηση ή εικόνα των ιδεών του αγαθού. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το έργο Τέχνης θεωρείται απλή μίμηση της ιδέας και ως τέτοια δεν ταυτίζεται με το πραγματικό ον ή την αλήθεια, αλλά είναι ένα απλό φαινόμενο της τέλειας ιδέας και της αλήθειας της. Αυτής της τελευταίας κανένας δεν είναι δημιουργός. Όχι μόνο η Τέχνη, αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ζωή, ως σύνολο πράξεων και ενεργημάτων, είναι ένα απλό φαινόμενο: το αληθινό ον βρίσκεται αλλού, μακριά από το ον, την ενέργεια, του αισθητού κόσμου, του νου και της νοήσεως. Το θέμα εξηγείται, από τον ίδιο τον Πλάτωνα, προτείνοντας τη μίμηση ως μια πιθανή λύση στο ερώτημα της φανέρωσης και της υποστασιοποίησης(3) του όντος και όχι ως αντιγραφή του, στην οποία υποχρεωτικά καταλήγει η θεωρία της μίμησης, αν αποκοπεί από τον πλατωνικό μεταφυσικό ορίζοντα. Έτσι η μίμηση είναι μία στρατηγική αντιμετώπισης των μυθολογικών συνταγμάτων. Τελικά, ο Πλάτωνας, στη θεώρησή του για την Τέχνη, θα καταλήξει ότι αυτή είναι καταδικασμένη να κινείται ανάμεσα στην απλοϊκή θεωρία της μίμησης, στη λησμονιά του Είναι, και στην οντολογία του Αγαθού, στην αναγέννηση του Είναι (Γεράσης 1994 σ.σ. 46-52).
Με τον Αριστοτέλη φτάνουμε σε ένα άλλο σημείο. Έχουμε τη συμβολική συγκρότηση της συνείδησης, η οποία καθαίρεται, αλλά και ελέγχεται, συμβολικά. Από αυτή την αρχή θα φτάσουμε, μέσω της ψυχαναλυτικής θεωρίας, στη συμβολική και αναπαραστατική λειτουργία της ανθρώπινης ψυχής(4). Για την αναγκαιότητα του μύθου, όσον αφορά στην πράξη, έχουμε μιλήσει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο μύθο σαν αφηγηματικό στοιχείο. Εδώ μας ενδιαφέρει η ίδια η πράξη, ο Αριστοτέλης μιλά για τη μίμηση του μύθου, όχι ως γεγονότα, αλλά ως όφειλαν να έχουν γίνει, ως πιθανή και δυνάμει πραγματικότητα, δηλαδή κατά ένα ιδεατό τρόπο, προσεγγίζοντας την πλατωνική άποψη. Επειδή όμως ο άνθρωπος εξουσιοδοτείται να συγκροτήσει την πραγματικότητα σε μύθο, θα μείνει ελεύθερο το έδαφος για την αυθεντική δημιουργία, ανάμεσα στα άλλα και στην Τέχνη, σε όσους θα εισηγηθούν κάποια μορφή μύθων. Αυτή η θεώρηση είναι η πιο βασική για τη δυτική άποψη, για τη δραματουργία: εδώ βασίζεται η σύγχρονη αναπαράσταση εικόνων και η διαχείριση των μύθων(5). Φτάνουμε τελικά στους δύο πόλους, στη μίμηση των μύθων, άρα στη διαχείριση της πραγματικότητας, και στο μυστήριο της δημιουργίας, άρα στην προμηθεϊκή διερεύνηση της αλήθειας του όντος. Ο πρώτος πόλος διαχειρίζεται τα σύμβολα, μέσω μιας μυθοπλασίας της εικόνας, φτιάχνοντας ιδεολογίες, ιδεατές συστάσεις των πραγμάτων (Γεράσης 1994 σ.σ. 52-58.) Κάπως έτσι οριοθετούνται οι δύο απόψεις που κυριαρχούν στην οντολογία της εικόνας(6).
Είδαμε πως ξεκινάμε από ένα πραγματικό γεγονός ή φαινόμενο και φτάνουμε σε μία εικόνα. Κρατάμε, πάντως και την άλλη άποψη που μιλά, και στις δύο θεωρήσεις, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η οποία αναφέρεται στην αναγέννηση του Είναι. Αυτή την τελευταία θα τη δούμε στην ανάλυσή μας για τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Προς το παρόν θα πρέπει να παρακολουθήσουμε την πορεία από την εικόνα στο σημείο, μέσω του συμβόλου.
Η εικόνα, έτσι όπως τη διαπραγματευόμαστε, δεν είναι απαραίτητα αυτή ενός αντικειμένου, αλλά η εικονική αναπαράσταση, ή περιγραφή, ενός φαινομένου, κοινωνικού, ιστορικού ή πολιτιστικού. Η εικόνα γίνεται σύμβολο και σαν τέτοιο το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η αμφισημία, έχει, τουλάχιστον, δύο αντιτιθέμενες ερμηνείες, οι οποίες θα πρέπει να συνενωθούν για να δώσουν την πλήρη σημασία του.
Θα προχωρήσουμε λίγο παρά πέρα και θα πούμε ότι αυτό που μας εκπλήσσει στην έννοια της αμφισημίας «είναι η διαφορετική ποιότητα που προσάπτουμε σε καθεμιά από τις κατευθύνσεις της, γιατί κάθε σωματική κίνηση που εκτελεί ο άνθρωπος επηρεάζεται από ένα σημαντικό ποσοστό συγκίνησης και, κατά συνέπεια, κάθε ζώνη του χώρου στον οποίο κινείται φορτίζεται, μεταδοτικά, από την ίδια εντυπωσιακή ποιότητα, ανάλογα με την ευχαρίστηση ή το φόβο που προκαλεί, τα εμπόδια ή τις ευκολίες που εμπεριέχει» (Benoist σ. 54). Πολλά παραδείγματα συμβόλων, και των ερμηνειών τους, μπορεί να βρει κανείς, όπως και το προαναφερθέν απόσπασμα, στο βιβλίο του Benoist, ενώ υπάρχουν και άλλα εγχειρίδια που μιλούν για τη μεταμόρφωση (Benoist σ.σ. 52-100, Γιουνγκ σ.σ. 230-303, Γιουνγκ 1991 σ.σ. 132-202), όπου στο επίκεντρο είναι -φυσικά- ο άνθρωπος.
Προς το παρόν θα αναφέρουμε την άποψη του Peirce, την περίφημη τριχοτόμησή του, σύμφωνα με τον οποίο τα σημεία κατατάσσονται σε σύμβολα, αυθαίρετα συνδεόμενα με το αντικείμενό τους, σε εικόνες, παρόμοιες με το αντικείμενό τους, και σε δείκτες, που συνδέονται με το αντικείμενό τους. Όμως αυτή η τριχοτόμηση μας ικανοποιεί μόνο για να κάνουμε μία πρώτη θεώρηση του συμβόλου και μία πρώτη σύνδεσή του με το σημείο. Δεν μπορεί όμως να εξηγήσει τη διαδικασία παραγωγής των σημείων, μέσα από μία θεωρία των κωδίκων (Έκο σ. 271-272). Μπορούμε, τουλάχιστον, να σχηματίσουμε μία ιδέα για το αυθαίρετο που χαρακτηρίζει το σύμβολο, σχετικά με την εικόνα, και, κατά συνέπεια, να δούμε τη διαδικασία ένταξης του μυθικού στοιχείου σε ένα σημείο, κατόπιν σε μία σημειακή συνάρτηση, μέσω του συμβόλου.
Στην προσπάθειά μας να ορίσουμε αυτή τη διαδικασία της ένταξης ενός μυθικού στοιχείου σε μία σημειακή συνάρτηση, θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε τα είδη σχέσεων ανάμεσα στην εμφάνιση μιας έκφρασης και στο πρότυπό της. Ο Έκο αναγνωρίζει τρεις σχέσεις:
α. Τα σημεία των οποίων τα δείγματα μπορούν να αναπαράγονται απεριόριστα ανάλογα με τον τύπο τους.
β. Τα σημεία των οποίων τα δείγματα, παρότι παράγονται σύμφωνα με έναν τύπο, διαθέτουν ορισμένη ιδιότητα υλικής μοναδικότητας.
γ. Τα σημεία των οποίων το δείγμα αποτελεί τύπο ή σημεία στα οποία τύπος και δείγμα είναι ταυτόσημα (Έκο σ. 273).
Μας βάζει έτσι στη διαδικασία της παραγωγής της έκφρασης, κατά την οποία παίζει πολύ μεγάλη σημασία η διαφορετική φύση των διαφορετικών σημείων. Προς το παρόν θα αναφερθούμε μόνο στα διπλότυπα(7), στα αντίγραφα και στην ομοιότητα.
Το διπλοτυπικό αντίγραφο δεν είναι παρά ένα δείγμα που διαθέτει όλες τις ιδιότητες ενός άλλου δείγματος. Όταν διατηρείται ένας μεγάλος αριθμός από τα χαρακτηριστικά του δείγματος, τότε το αντίγραφο γίνεται ένα ακόμα υπόδειγμα του αντικειμένου και όχι μία εικόνα ή μία αναπαράστασή του. Είναι, λοιπόν, θέμα της διαδικασίας της παραγωγής, κατά την οποία μπορούμε να έχουμε ένα μερικό ή πιο πιστό αντίγραφο, ανάλογα με το κατά πόσο έχουμε αντιγράψει τις μηχανικές και λειτουργικές ιδιότητες του προτύπου αντικειμένου. Ενώ σε ένα αντικείμενο είναι εύκολο να παρατηρήσουμε αυτές τις αντιγραφές, στο ρηματικό λόγο είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουμε τις διακεκριμένες μονάδες του, άρα και το αντίγραφο, στο εικονικό σημείο είναι πιο δύσκολο, λόγω της πυκνότητας και της δυσκολίας να διακρίνουμε τις διαφορετικές μονάδες, άρα σε έναν πίνακα(8) (για παράδειγμα) μπορούμε πιο δύσκολα να βεβαιωθούμε για διπλοτυπία. Μπορούμε τότε να μιλήσουμε για αισθητικό κείμενο (Έκο σ.σ. 274-278), και να διακρίνουμε, λοιπόν, την πρώτη δυσκολία ταυτοποίησης των σχετικά διαφορετικών έργων Τέχνης, εξεταζόμενων από την άποψη του κειμένου(9).
Πιο απλά είναι τα πράγματα στα αντίγραφα. Εδώ ο τύπος απλώς υπαγορεύει τις ουσιαστικές ιδιότητες που είναι απαραίτητες για να έχουμε ένα καλό αντίγραφο, ανεξάρτητα από κάθε άλλο χαρακτηριστικό που μπορεί να διαθέτει. Μία εικονική αναπαράσταση μπορεί να είναι αντίγραφο μιας άλλης, λιγότερο ή περισσότερο πιστής σε αυτή. Μπορεί το σχήμα να είναι το ίδιο, όμως κάποια εικονικά σημεία μπορεί να είναι διαφορετικά, τόσο που να φτάνουμε στην επινόηση. Μπορούμε, λοιπόν, να έχουμε ένα λιγότερο πιστό αντίγραφο, μία επινόηση, μέχρι ένα πολύ πιστό αντίγραφο, οπότε φτάνουμε στην ομοιότητα. Ακόμη μια φορά τίθεται το θέμα της ταυτοποίησης των εικονικών κειμένων (Έκο 1988 σ.σ. 278-279). Όταν ασχοληθούμε με την ομοιότητα, τότε θα δούμε ότι οι έννοιες της διπλοτυπίας και της αντιγραφής θα επανέλθουν στο πλαίσιο της ταύτισης ενός εικονικού κειμένου που θα μας διευκολύνει στην ακριβή συμβολοποίησή του.
Φτάνουμε στο θέμα της ομοιότητας, θεμελιακής για την έννοια της εικόνας-συμβόλου, ξεκινώντας από ένα μυθικό στοιχείο και καταλήγοντας στο σημείο. Θα ξεκινήσουμε πάλι από τον Peirce, σύμφωνα με τον οποίο το σημείο είναι εικόνα όταν μπορεί να αναπαριστά το αντικείμενό του κυρίως κατά ομοίωση. Αν ξεπεράσουμε την απλή γεωμετρική ομοιότητα, η οποία για να διαπιστωθεί απαιτεί την ελάχιστη παιδεία, και συμφωνώντας ότι το «όμοιο» είναι θέμα θέσπισης κάποιας συμφωνίας, αν και εδώ μπορεί να υπάρχει μία κάποια υποκειμενικότητα, φτάνουμε στις ισομορφίες που δεν είναι ακριβώς μία ομοιότητα(10).
Το να μεταφράσουμε μια ιδέα, μία έννοια, σε γραφική αναπαράσταση απαιτεί να ακολουθήσουμε μία σύμβαση, η οποία ορίζει τον τρόπο που θα τεθεί και θα ερμηνευτεί μία αναλογία. Θα οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα αν αυτό το είδος ισομορφίας το ονομάσουμε «εικονισμό», καλύπτοντας έτσι μία μεγάλη γκάμα από διαφορετικά φαινόμενα, εικόνες, γραφικές αναπαραστάσεις, πίνακες κ.λπ. Ουσιαστικά πρέπει να βρούμε τα στοιχεία της υποκίνησης που υπάρχουν τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν μόνο όταν γίνουν συμβατικώς αποδεκτά και κωδικοποιηθούν. Ακόμα, κάθε αντιστοιχία που είναι αμφισήμαντη, ανάμεσα σε σημεία του χώρου, θα είναι ένας μετασχηματισμός. Κατά συνέπεια, η εικόνα μπορεί να γίνει μία αφηρημένη αναπαράσταση, φτάνοντας έτσι στην έννοια του συμβόλου και μετά του σημείου, μόνο όταν η ομοιότητα, η οποία είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής απόφασης, παραχθεί, μεταβληθεί και εκμαθηθεί, από ένα εκπαιδευμένο μάτι (Έκο σ.σ. 298-305).
Η διαδικασία παραγωγής: μυθικό στοιχείο-σύμβολο-σημείο δεν μπορεί να είναι αυθόρμητη και αυτονόητη μέσα στο πλαίσιο της επικοινωνίας σε μία κοινότητα. Αντίθετα, είναι το προϊόν της ιδεολογικής διεργασίας, με τα μέλη της κοινότητας, η οποία διαρκεί μεγάλο χρόνο, τόσο μεγαλύτερο όσο η απόσταση μυθικού στοιχείου-εικόνας είναι μεγαλύτερη ή όσο η απόσταση περιεχομένου-αφηρημένης αναπαράστασης είναι μεγάλη. Πάντως, με αυτό τον τρόπο περνάμε από το μυθικό στοιχείο σε συγκεκριμένες εικόνες, οι οποίες διατηρούν το αυθαίρετό τους χαρακτήρα, ακόμη μία εκδήλωση αμφισημίας, για να γίνουν καθημερινές παραστάσεις, γεμάτες νοήματα, λιγότερο ή περισσότερο προφανή, κωδικοποιώντας έτσι την καθημερινή μας ζωή. Το αντικείμενο έχει γίνει σύμβολο και μπορεί πλέον να του δοθεί ο λόγος(11)!
Για να είναι πιο κατανοητή η θεμελίωση, ο ορισμός και η λειτουργία του συμβόλου βλέπε τα κεφάλαια «Μια οντολογία του συμβόλου», «Αλεσάντρο Μποτιτσέλι», «Φράνσις Μπέικον», «Ένα παράδειγμα δομικής ανάλυσης: από τον Μποτιτσέλι στον Μπέικον» και «Η διαδρομή του μύθου στο φιλμικό έργο», σε αυτή την έκδοση.
Μαρ 21, 2021 0
Σεπ 11, 2019 0
Ιούν 10, 2019 0
Ιούν 12, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη