Αυγ 08, 2016 Κινηματογράφος 0
Το νέο κινηματογραφικό project του Richard Linklater μετά το αριστουργηματικό «Boyhood» και το γυρισμένο στην Ελλάδα «Before midnight» είναι ένα νεανικό κολεγιακό φιλμ, καθώς και το πνευματικό σίκουελ της ταινίας ορόσημο των 90s, «Dazed and confused». O δημοφιλής σκηνοθέτης με την αυθεντική ματιά παρακολουθεί το σαββατοκύριακο μίας παρέας νεαρών καθώς ανακαλύπτουν τον κόσμο και κυρίως τον εαυτό τους κάπου στο Τέξας του 1980.
Νοσταλγικό και άτυπα φιλοσοφημένο, το «Everybody wants some» είναι μία περιπλάνηση στο παρελθόν με συνοδοιπόρο τον Richard Linklater, ένα φρέσκο και ταλαντούχο καστ και ένα ροκ σάουντρακ που…σκοτώνει και αναστατώνει.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Blake Jenner (Glee), o Tyler Hoechlin (Teen Wolf), ο Austin Amelio (The Walking Dead, Knight of Cups), η Zoey Deutsch (Dirty Grandpa) και ο Wyatt Russell (22 Jump Street), γιος της Goldie Hawn και του Kurt Russell.
Τέξας, δεκαετία του ’80. Εν μέσω παγκόσμιων αλλαγών, μία παρέα πρωτοετών κολεγιόπαιδων που παίζει μπέιζμπολ έρχεται σε επαφή με τις γνωστές κλίκες του αμερικάνικου πανεπιστημίου, τα ατελείωτα πάρτι και το ίδιο το αμερικάνικο όνειρο.
Διάρκεια: 116’
Στις 18 Αυγούστου στους κινηματογράφους από τη Feelgood.
Το καλύτερο Σαββατοκύριακο της ζωής τους!
Το άτυπο αυτό σίκουελ του «Dazed and confused» διαδραματίζεται σε ένα κολλέγιο του Τέξας τη δεκαετία του ’80. Είναι μια -συγκαλυμμένα- πανέξυπνη κωμωδία που παρακολουθεί μια παρέα καθώς βρίσκει τον δρόμο της ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη μιας ενηλικίωσης χωρίς επίβλεψη. Ετοιμαστείτε λοιπόν για το καλύτερο σαββατοκύριακο…της ζωής τους!
Τον Σεπτέμβριο του 1980 ο κόσμος είναι σε μεταβατικό στάδιο. Ο πρώην ηθοποιός και κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Ronald Reagan, είναι ο αντίπαλος του προέδρου Jimmy Carter. Στην Ανατολική Ευρώπη οι εργάτες στήνουν σωματεία, αποδυναμώνοντας το καταπιεστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Στο Southeast Texas State University, ένας πρωτοετής, ο Jake Bradford (Blake Jenner), κάνει τα πρώτα του βήματα προς την ενηλικίωση.
«Είναι αρκετά αυτοβιογραφική ταινία» ομολογεί ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Richard Linklater. «Αναπολώντας το παρελθόν, νιώθω ότι είχε πλάκα το κολλέγιο, όχι μόνο για μένα, αλλά και γιατί ήταν μια πολιτισμικά ενδιαφέρουσα στιγμή. Βρισκόμασταν ακόμα στα τέλη του ’70. Αυτό που τώρα κάποιοι θεωρούν αρχές του ’80, «έσκασε» το ’82 με ’83.
Μόλις φτάνει στην εστία της ομάδας μπέιζμπολ, τον Jake υποδέχονται ο Glenn McReynolds (Tyler Hoechlin) και ο συγκάτοικος του, Roper (Ryan Guzman). «O McReynolds και ο Roper θεωρούν δική τους ευθύνη να σκληραγωγήσουν τους νεοφερμένους» λέει ο Hoechlin, εξηγώντας την πασιφανή εχθρικότητα του χαρακτήρα που υποδύεται. «Στο λύκειο, ο Jake ήταν διάσημος αθλητής» λέει ο Jenner. «Είναι συνηθισμένος να το σέβονται, αλλά γρήγορα μαθαίνει ότι κάτι τέτοιο δε σημαίνει τίποτα στο κολέγιο».
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα καθώς ο Jake είναι pitcher (ρίπτης) στο μπέιζμπολ, μία θέση που ο McReynolds θεωρεί παράταιρη και την οποία χαρακτηρίζει ως αναγκαίο κακό, γνώμη που μοιράζεται με ένα μάτσο τύπους όπως ο Willoughby (Wyatt Russell), που είναι λάτρης της μαριχουάνας, ο Jay Niles (Juston Street), μία κινούμενη βόμβα με παραισθήσεις που πιστεύει ότι είναι η μετενσάρκωση του διάσημου παίχτη του μπέιζμπολ Nolan Ryan, ο Nesbit (Austin Amelio), ένας παρορμητικός τζογαδόρος και ο Billy Autry (Will Brittain) που μασάει καπνό και που οι συγκάτοικοι του τού αποδίδουν τα λιγότερο κολακευτικά παρατσούκλια του κόσμου.
Το αντίπαλο δέος είναι ο χαρισματικός και γρήγορος στην ομιλία Finnegan (Glen Powell). «Κάνει φάρσες, αλλά δεν είναι κακός. Πρόκειται για ιεροτελεστία» λέει ο Powell. O Finn προστατεύει τους πρωτοετείς, καθοδηγώντας τους σε αυτόν τον λαμπρό καινούριο κόσμο χωρίς περιορισμούς. «Ο Finn έχει δύο μεγάλες αγάπες» λέει ο Powell. «Το μπέιζμπολ και το σεξ. Όταν παίζει μπέιζμπολ, σκέφτεται το σεξ. Και όταν κάνει σεξ, σκέφτεται το μπέιζμπολ».
Η ξενάγηση ξεκινάει με μια επίσκεψη στους κοιτώνες των κοριτσιών, όπου ο Jake τραβάει την προσοχή της Beverly (Zoey Deutch), μίας πρωτοετούς στις θεατρικές σπουδές. «Η Beverly έχει όλα όσα λείπουν από τον Jake», λέει η Deutch. «Είναι μία ηθοποιός που δεν κατέχει τίποτα από τον κόσμο των αθλημάτων. Ο Jake δεν ξέρει τίποτα για το θέατρο. Όμως, υπάρχει μία έλξη και έχουν μπροστά τους ένα Σαββατοκύριακο για να την εξερευνήσουν πριν αρχίσουν τα μαθήματα και η ρουτίνα».
Η αντίστροφη μέτρηση μέχρι την πρώτη μέρα του σχολείου έχει αρχίσει και τα αγόρια πέφτουν με τα μούτρα σε ό,τι έχει να τους προσφέρει το 1980. Την πρώτη νύχτα, η παρέα σκάει στην πόλη με τα κολλητά τζιν και τα πουκάμισα από πολυεστέρα για να χορέψουν μέχρι το πρωί στην τοπική ντίσκο και να καταλήξουν σε ένα βλαχόμπαρο. Πριν τελειώσει το Σαββατοκύριακο, ο Jake και η παρέα του έχουν χτυπηθεί με Van Halen και Cheap Trick και έχουν επιβιώσει από το πρώτο τους χοροπηδητό σε συναυλία πανκ.
«Το 1980, οι άντρες συνήθιζαν να πηγαίνουν σε μέρη και να ανέχονται μουσική που δεν τους άρεσε, φτάνει να είχε γυναίκες» λέει ο Guzman. «Αυτό μάλλον έχει αλλάξει». Η αναζήτηση της απόλαυσης και το ταξίδι τους αιχμαλωτίζει όλη τη γκάμα της ποπ μουσικής σε μια εποχή που η ντίσκο, η φανκ και η κάντρι μάχονταν για την πρωτοκαθεδρία.
«Έχω μια προσωπική σύνδεση με το κάθε τραγούδι στην ταινία» επισημαίνει ο Linklater. «Ήθελα να μοιραστώ το αίσθημα του πώς ήταν να ακούς αυτά τα τραγούδια απ’το ραδιόφωνο, να τα χορεύεις σε ντίσκο ή κάντρι μπαρ, ή στο σπίτι σου ή στο αυτοκίνητο. Η ντίσκο ακόμα υπήρχε (έσβησε μετά από ένα χρόνο), η κάντρι ήταν ξαφνικά στη μόδα σε μέρη που μέχρι τότε δεν ακουγόταν, το μέταλ ήταν στα πάνω του, η πανκ και το νιου γουέιβ ήταν οι νέες και συναρπαστικές εναλλακτικές, και τα πρώιμα παραδείγματα αυτού που θα γνωρίζαμε ως χιπ χοπ αργότερα μόλις ξεπετάγονταν. Ήταν μια ενδιαφέρουσα μουσική στιγμή, με τόσους πολλούς καλλιτέχνες στο ζενίθ τους και τόσα διαφορετικά είδη να μοιράζονται τη σκηνή».
Ένα συγκεκριμένο τραγούδι έχει ενσωματώσει απόλυτα το πνεύμα του Linklater. «Το «Everybody wants some», των Van Halen, είναι ένα τραγούδι που πιάνει το χιούμορ του να είσαι δεκαοχτώ. Όταν είσαι νέος και παθιασμένος, θες να τα έχεις όλα. Υποθέτεις ότι είναι αυτονόητο δικαίωμα σου, γιατί είσαι πολύ νέος για να ξέρεις τι συμβαίνει πραγματικά».
Το 1993, ο Richard Linklater απέδωσε τη πεμπτουσία του κολλεγίου μιας κωμόπολης στη δεκαετία του ’70 στο «Dazed and confused». «Αυτή είναι μια ταινία που θα έκανα πριν από καιρό» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. «Είναι ωραίο να γυμνάζεις πάλι αυτούς του μύες και να χρησιμοποιείς πάλι αυτό το κομμάτι του εγκεφάλου, αλλά με περισσότερη εμπειρία».
Όπως είχε κάνει και στο «Dazed and confused» έτσι κι εδώ ο Linklater συγκέντρωσε μια ομάδα από νέους και σχετικά άγνωστους ηθοποιούς για την ταινία. «Έχει τόση πλάκα να δουλεύεις με τη νέα γενιά ηθοποιών» εξηγεί ο Linklater. «Και στις δύο ταινίες, επιλέγω αυτόν που νιώθω ότι θα είναι ο καλύτερος ηθοποιός για τον ρόλο, ανεξάρτητα απ’την εμπειρία και το πόσο γνωστός είναι».
Ενώ μπορεί να δείτε οικεία πρόσωπα στην ομάδα, το «Everybody wants some!!» είναι η πρώτη ταινία για πολλούς απ’τους ηθοποιούς. Ο Temple Baker, που υποδύεται τον Tyrone Plummer, δεν έχει ξαναπαίξει απ’τη σχολική παράσταση του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας».
«Άκουσα για τις οντισιόν από κάτι φίλους. Με σκέφτηκαν γιατί μου άρεσαν οι ταινίες και το μπέιζμπολ», θυμάται ο Baker που εκείνη την περίοδο φοιτούσε στο Vanderbilt University. «Όταν πήρα το ρόλο, χρειάστηκε να συνεννοηθώ με πολλούς πρυτάνεις για να διακόψω προσωρινά τις σπουδές μου, καθώς ήμουν λίγο πριν την αποφοίτηση. Η όλη εμπειρία ήταν σουρεαλιστική και είμαι σίγουρος ότι νόμιζαν ότι είναι φάρσα».
«Ο Rick λέει ότι το μεγαλύτερο ταλέντο βρίσκεται στο casting», θυμάται ο Powell. «Θυμάμαι ότι στις οντισιόν διασταυρώθηκα με μερικά μεγάλα ονόματα για τον ρόλο του Plummer, αλλά ο Temple έδωσε κάτι ξεχωριστό και ο Rick το αναγνώρισε αμέσως».
Σε αντιστοιχία με τα κινηματογραφικά τους ισοδύναμα, οι ηθοποιοί συγκεντρώθηκαν στο Austin για πρόβες τον Σεπτέμβρη του 2014, ένα μήνα πριν το γύρισμα. Για τις επόμενες τρεις εβδομάδες, οι ηθοποιοί αναπαρήγαγαν την εμπειρία του κολλεγίου στο ράντσο του Linklater στο Τέξας, παίζοντας μπέιζμπολ, κάνοντας πρόβες και δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ τους για να αποδώσουν καλύτερα τις σχέσεις των χαρακτήρων στην ταινία.
«Για να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα ήθελα να αισθάνονται άνετα μεταξύ τους και να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον» εξηγεί ο Linklater. «Δεν το θεωρώ ένα επαγγελματικό περιβάλλον. Είναι και αυτοί δημιουργικοί άνθρωποι και ήθελα να τους δώσω χώρο για να παίξουν με το υλικό, να σπρώξουν τα όρια τους και να καταλάβουν ποιοι είναι οι χαρακτήρες».
«Τις πρώτες τρεις μέρες, μαθαίνεις ό,τι χρειάζεσαι για τους άλλους» λέει ο Wyatt Russell. «Δημιουργείς δεσμούς σε μικρό διάστημα γιατί δουλεύεις για τον ίδιο στόχο». «Γνωρίζοντας ότι όλοι προσπαθούσαμε για την καλύτερη παραγωγή, δεν το ένιωσα ποτέ σαν δουλειά» λέει ο Ryan Guzman. «Φτάσαμε όλοι σε άλλα ερμηνευτικά όρια και περάσαμε πολύ ωραία». «O Rick επενδύει σε κάθε ηθοποιό, όσο μικρός και αν είναι ο ρόλος», λέει ο Forrest Vickery, που υποδύεται τον ληθαργικό συγκάτοικο Coma.
Το στυλ και η συμπεριφορά του Linklater έκανε εντύπωση στον J. Quinton Johnson, που υποδύεται τον συγκάτοικο του Finn και τη φωνή της λογικής Dale Douglas. «Ως σκηνοθέτης-σεναριογράφος, είναι μοναδικός. Χρειάζεται να είσαι ταπεινός για να πάρεις αυτούς του γεμάτους αποχρώσεις διαλόγους και να τους παραδώσεις σε δώδεκα τύπους».
«Η πραγματική ζωή δεν έχει κατακλυσμικά περιστατικά», επισημαίνει ο Powell. «Οι ταινίες του Rick είναι πολύ προσγειωμένες στην πραγματική ζωή. Δεν είναι μία ιστορία για ένα έπαθλο. Προσπαθεί να αιχμαλωτίσει την ουσία του χρόνου και του χώρου. Δεν είναι φορτωμένη με υπερβολική πλοκή. Έχει να κάνει με αυτούς τους τύπους που ζουν σε ένα σπίτι και τους απασχολεί πώς θα περάσουν ένα συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο».
Η ταινία είχε αυτοβιογραφικά στοιχεία για κάποιους ηθοποιούς, όπως τον Tanner Kalina που υποδύεται τον Brumley, έναν πρωτοετή που επηρεάζεται πολύ εύκολα. Για την ερμηνεία βασίστηκε στη νεαρότερη εκδοχή του εαυτού του. «Στην πραγματικότητα, παίζω τον εαυτό μου. Ήμουν ένας αμέτοχος γκαφατζής, που προσπαθούσα να δω πού ταιριάζω».
«Οι πρόβες έκαναν μεγάλη διαφορά» θυμάται ο Hoechlin. «Είχαμε την ευκαιρία να ανατρέξουμε σε σκηνές ξανά και ξανά, όπως σε ένα θεατρικό, αλλά επειδή μας ενθάρρυνε να είμαστε δημιουργικοί και να τις κάνουμε δικές μας, δεν ήταν ποτέ βαρετό. Ανακαλύπταμε καινούρια πράγματα συνεχώς».
Για να αποφευχθούν οι αναχρονισμοί, ο Linklater ανέθεσε στους ηθοποιούς να ψάξουν τη συγκεκριμένη εποχή. Όταν μάλιστα είχαν αμφιβολίες, όλοι οι ηθοποιοί έλεγαν «να ρωτήσω τον Rick».
«Η μνήμη του είναι απίθανη», λέει ο Hoechlin. «Μπορεί να πετούσαμε μια ιδέα και μας έλεγε ότι τότε δεν έλεγαν αυτή τη φράση, ή ότι ήταν της μόδας δύο χρόνια πριν. Μπορούσε να θυμάται πράγματα με ακρίβεια μήνα».
«Έτσι προέκυψε η φράση Ricipedia», συμπληρώνει ο Guzman.
«Δεν ήθελα να έχουμε αναφορές απ’το μέλλον με τρόπο που θα μπορούσε να φανεί ειρωνικός», λέει ο σκηνοθέτης. «Ήθελα να νιώθω ότι ρίξαμε μία κάμερα το 1980 και κάναμε γύρισμα τις ζωές τους».
Για να αναπαραστήσει το συγκεκριμένο παράθυρο στον χρόνο, ο Linklater συνεργάστηκε με το σχεδιαστή παραγωγής Bruce Curtis. «Όταν κάνεις ένα έργο εποχής, προσπαθείς να έχεις τα πάντα όπως ακριβώς ήταν. Οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές», λέει ο Curtis. «Μετά από πέντε ταινίες με τον Rick, με έχει εκπαιδεύσει να δίνω σημασία στην κακογουστιά: η επίπλωση, τα πατώματα και οι τοίχοι παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόδοση της εποχής. Έχει εξαιρετική μνήμη και συνεργαζόμαστε για να ενσαρκώσουμε ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του».
Ο υπεύθυνος φροντιστηρίου Leilal Dallal είχε αναλάβει να εντοπίσει τα πάντα απ’το στερεοφωνικό εποχής μέχρι τα γάντια του μπέιζμπολ. «Το 1980 ήταν περίεργη χρονιά. Είναι πολλά τα πράγματα που νομίζεις ότι κυκλοφορούσαν τότε, αλλά δεν υπήρχαν τελικά πριν το ’81 ή το ’82, ειδικά στην τεχνολογία. Είναι καλύτερα να εστιάζεις στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γιατί ρεαλιστικά, δεν γίνεται να έχουν όλοι το πιο μοντέρνο αντικείμενο».
Παρόλο που τα μαγαζιά με τα αντικείμενο από δεύτερο χέρι έχουν πολλά απομεινάρια από εκείνη την περίοδο, η πρόκληση του Dallal ήταν να βρει αντικείμενα που φαίνονταν καινούρια ή ελαφρώς χρησιμοποιημένα. «Τελικά χρησιμοποιήσαμε γάντια μπέιζμπολ που είχαν αποκατασταθεί και ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί βρήκαμε ραδιοφωνάκια, ακουστικά και ηχεία της Pioneer σε άψογη κατάσταση». Δεδομένου ότι κάποιες σκηνές ήταν πολύ… ζωντανές και γεμάτες ενέργεια, κάθε παλιό αντικείμενο της ταινίας έπρεπε να έχει ένα αντίγραφο. «Τα πράγματα σπάνε» εξηγεί ο Dallal. «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα».
Πριν καταλήξουν στις προπονήσεις μπέιζμπολ ή στις αναγνώσεις του σεναρίου, κάθε μέρα ξεκινούσε με ώρες χορού. Η διδασκαλία χορού ήταν ευθύνη της Andrea Ariel.
«Το 1980 ήταν πολύ συγκεκριμένο, οπότε η δουλειά μου ήταν να είμαι πιστή σε εκείνη την εποχή. Όλοι οι ηθοποιοί δούλεψαν πολύ σκληρά για να μάθουν τις κινήσεις, αλλά όταν χαλάρωναν και αυτοσχεδίαζαν, έκαναν κινήσεις που δεν υπήρχαν ακόμα τότε. Το κλειδί ήταν να τους βοηθήσω να βρουν την κίνηση που τους έβγαινε φυσικά, αλλά που δεν ήταν παράταιρη».
Η Ariel χρησιμοποίησε το τηλεοπτικό πρόγραμμα Soul Train ως σημείο αναφοράς για να μάθουν οι ηθοποιοί τις χορευτικές κινήσεις. «Όταν βλέπεις υλικό από εκείνη την εποχή, βλέπεις ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τη λεκάνη τους πιο ελεύθερα και έμπαιναν στο κέφι με άλλο τρόπο απ’ό,τι σήμερα. Ήταν μια σεξουαλική και πολιτισμική επανάσταση και ο χορός τους ήταν πολύ εορταστικός».
Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του γυρίσματος, η Ariel δούλεψε πολύ εντατικά με τους ηθοποιούς ώστε να αισθάνονται άνετα με τις κινήσεις. «Ο Rick ήταν φανταστικός γιατί τους έδωσε χρόνο να μάθουν τα βήματα και την ίδια στιγμή εκείνοι δένονταν μέσα απ’την εμπειρία».
«Είμαι απαίσιος χορευτής» εξομολογείται ο Baker. «Είμαι ενθουσιώδης, αλλά δεν έχω ταλέντο». Αναγνωρίζει ότι η Ariel τον βοήθησε να αναπτύξει τις ικανότητες του. «Η Andrea είναι από τους πιο καλούς και ενεργητικούς ανθρώπους που ξέρω. Ήταν πιο δύσκολο από αυτό που περίμενα, αλλά νομίζω ότι κατέκτησα τη ντίσκο. Το έκανε να έχει πλάκα».
Ενώ η χορογραφία έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους να επεκτείνουν το εύρος των ικανοτήτων τους, για άλλους ήταν κάτι που ήρθε πολύ φυσικά. «Έχω κάνει σπουδές στο μιούζικαλ, οπότε μου φάνηκε πιο εύκολο» σχολιάζει ο Johnson. «Αλλά ποτέ μου δεν έχω παίξει μπέιζμπολ στο επίπεδο των υπολοίπων. Τους συμβουλευόμουν σχετικά με το άθλημα. Και εκείνοι σχετικά με τον χορό. Η ανταλλαγή πληροφοριών ήταν ωραία».
Μετά από εβδομάδες προβών ανάμεσα στα αγόρια της παρέας, ήρθε η ώρα να εμφανιστούν τα κορίτσια. «Τα πράγματα σοβάρεψαν» λέει ο Jenner. «Κάναμε και λίγο επίδειξη. Αφού μπαίναμε στο κλίμα, μετά γινόταν της τρελής. Ήμασταν όλοι καταϊδρωμένοι και νομίζω ότι αυτό πότισε το σενάριο με γνησιότητα».
«Ήταν όλοι τους πολύ αφοσιωμένοι» θυμάται η Ariel. «Και όλα ταίριαξαν όταν μπήκαν στον χώρο οι γυναίκες. Μέχρι το τέλος της μέρας έμοιαζε με πραγματική ντίσκο το 1980».
Η απουσία των γυναικών είχε ένα αξιοσημείωτο εφέ στους άντρες. «Δεν το καταλαβαίναμε, μέχρι που εμφανίστηκαν» εξηγεί ο Powell. «Ο κύριος που με μεγάλωσε η μαμά μου για να είμαι, είχε πάει περίπατο». Κάποιες μέρες, η Deutch ήταν η μόνη γυναίκα ηθοποιός στο γύρισμα. «Έπρεπε να εγκλιματιστώ» θυμάται. «Έπρεπε να σκεφτώ όσα περισσότερα βρώμικα αστεία μπορούσα και να πίνω πολλή μπύρα. Είναι στερεότυπο, αλλά εντελώς ακριβές. Μετά από αυτό, ήμουν μία από εκείνους».
Εκτός γυρισμάτων, οι ηθοποιοί προκαλούσαν τα βλέμματα. «Πηγαίναμε για φαγητό όλοι μαζί και οι σερβιτόρες μας κοίταζαν έτσι που κυκλοφορούσαμε με τα μουστάκια σε στυλ Burt Reynolds» θυμάται ο Powell. «Ρωτούσαν αν είμαστε από κάποιο κλαμπ. Της είπα ότι δεν έχει πέσει και πολύ έξω».
«Σε εκείνη τη φάση, ήμασταν πια οικογένεια» λέει ο Vickery. «Άμα βάλεις τόσους πολλούς εικοσάχρονους μαζί, κανονικά έχεις κοκορομαχίες, αλλά η όλη εμπειρία ήταν απίστευτα ομαλή».
Ο Linklater συνοψίζει: «Οι αθλητικές αναφορές δεν έχουν τέλος με αυτή την ταινία, οπότε θα πω ότι είχαμε μία σπουδαία ομάδα και ότι νομίζω ότι θα σκοράρουμε. Δεν βλέπω την ώρα να αρχίσει το πρωτάθλημα».
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Richard Linklater
Παίζουν: Will Brittain, Zoey Deutch, Ryan Guzman, Tyler Hoechlin, Blake Jenner, J. Quinton Johnson, Glen Powell, Wyatt Russell
Παραγωγοί: Megan Ellison, Richard Linklater, Ginger Sledge
Executive producers: Sean Daniel, Stephen Feder, John Sloss
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Shane F. Kelly
Σχεδιασμός Παραγωγής: Bruce Curtis
Κοστούμια: Kari Perkins
Μοντάζ: Sandra Adair
Casting directors: Justine Baddeley, Vicky Boone, Kim Davis-Wagner
Διανομή: Feelgood
Διάρκεια: 116΄
Έξοδος στις αίθουσες: 18/8/2016.
Γιάννης Φραγκούλης
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη