Οκτ 23, 2017 Κινηματογράφος 0
του Γιάννη Φραγκούλη
Στις 26/10/2017 στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μετά την ανάγνωση αυτής της κριτικής μπορείτε να διαβάσετε τις κριτικές των άλλων κριτικών κινηματογράφου που παρατίθενται μετά από αυτό το κείμενο.
Ο φόνος της μητέρας ενός παιδιού, αφού έχουν ναρκώσει αυτό και τον πατέρα του, μας οδηγεί σε εξωφρενικές καταστάσεις που αλλάζουν ριζικά την ήσυχη και ασφαλή περιοχή, σε αυτή την αμερικάνικη πόλη. Βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, αυτή η ταινία του George Clooney είναι εντελώς άνιση.
Είναι πειρασμός να κρίνεις την ταινία «Suburbicon», του Gorge Clooney, όντας δύο ταινίες που ποτέ δεν ενώνονται σε μία, κάτι που μερικώς είναι σωστό. Αλλά αυτό μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι κάποιο άλλο έργο θα μπορούσε να λειτουργήσει με αυτή την ομάδα, κάτι που είναι λάθος. Η αστοχία από τη οποία ξεκινάμε, μία καταστροφή του ρυθμού από την αρχή μέχρι το τέλος, μένοντας στη μαύρη κωμωδία, κάτι που ανήκει στους αδελφούς Coen, οι οποίοι έγραψαν το πρωτότυπο σενάριο, ή στην οικογένεια που ζει μέρες σκοτεινές και καταστρέφεται, στην Αμερική των λευκών. Η ταινία μοιάζει να αιωρείται στον κενό όταν ο Oscar Isaac εμφανίζεται στην οθόνη, η ταινία πάσχει από πνευματώδεις διαλόγους, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και οπτικά καλλιτεχνικά στοιχεία. Είναι ένα επίπεδο έργο που αναφέρεται σε ένα όμορφο περιβάλλον, μιας γειτονιάς που δίνει το όνομά της στην ταινία.
Δύο ιστορίες που ολοκληρώνουν το σενάριο αλλά ποτέ δεν διαπλέκονται στο σενάριο του George Clooney και του Grant Heslov που ανέπτυξαν ένα σενάριο, το οποίο δημιουργήθηκε από το Joel Coen και τον Ethan Coen, κατά συνέπεια θα πρέπει να δούμε αυτές τις ιστορίες ξεχωριστά. Στην πρώτη, βλέπουμε ότι θέλει ο κόσμος να θυμηθεί τα πρόσφατα γεγονότα στη Charleottesville και αλλού, μία οικογένεια μετακομίζει στη Suburbicon και αμέσως βιώνει την αντίδραση. Βασισμένη σε πραγματική ιστορία που έγινε στη Levittown, το 1957, η μισή ταινία σου δίνει την εντύπωση ότι έχει αναπτυχθεί βάσει μιας μανιέρας. Δε μαθαίνουμε ποτέ τα κεντρικά πρόσωπα, βλέπουμε όμως τις συνήθειές τους, τους νυχτερινούς περιπάτους. Συνήθειες που μας φέρνουν σε βίαιες συμπεριφορές και, μετά, σε αναπόφευκτες τραγικές καταστάσεις.
Αν στη μία οικογένεια τα πράγματα δεν πηγαίνουν τόσο καλά, σε αυτή που μένει στη διπλανή πόρτα δεν είναι το ίδιο. Εδώ θα δούμε την ιδεολογική θέση του Clooney όσον αφορά στο ρατσισμό, δίνοντας μεγαλύτερο τόνο με μία εγκληματική πράξη. Έτσι όμως η ταινία παίρνει μία άλλη τροπή. Ενώ όλα ήταν υποσχόμενα, σύμφωνα με τις υποσχέσεις των πωλητών, να κυλήσουν αρμονικά, ξαφνικά, σε μία νύκτα, όλα ανατρέπονται, γίνεται ένας φόνος, προϊόν μιας εγκληματικής πράξης και μιας εισβολής στην ήσυχη οικογενειακή εστία. Ο πατέρας και ο γιος επιζούν, αφού έχουν ναρκωθεί από τους εισβολείς. Η μητέρα έχει δολοφονηθεί. Αμέσως μετά αρχίζουν οι συμπλοκές, οι εισβολές στην εργασία του πατέρα, η έρευνα και η εκδίκηση.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μέρους των Coen και αυτό του Clooney και του Heslov, είναι σαφής και ξεκάθαρη. Μπορούμε να δούμε μία μαύρη κωμωδία, της οποίας το χιούμορ δεν έχει να κάνει με τη «Fago» και τη «Burn after reading». Στις κωμωδίες αυτού του είδους θα πρέπει το μοντάζ να υπερτονίσει, ο Clooney όμως, ως σκηνοθέτης, δεν κατέχει πώς να δημιουργήσει αυτό το ρυθμό. Μας σοκάρει που χάνει το χιούμορ της, κυρίως λόγω της καθοδηγούμενης και στοχευόμενης σκηνοθετικής γραμμής, σε κάθε σημείο, αλλά και από τις υποκριτικές των Damon και Moore που δεν έχουν σκεφτεί να θεμελιώσουν έναν τόνο ή να δομήσουν ένα χαρακτήρα. Είναι χωρίς ζωή. Ίσως δεν έχουν κάτι να προτείνουν, ένα σχόλιο για την Αμερική των λευκών και της μεσαίας τάξης. Είναι πιθανόν, αλλά δεν πρέπει να ισχύει για όλες τις σεναριακές δομές. Μόνο ο Isaac και ο Fleshler, κατά κάποιο τρόπο, δίνουν λίγη ενέργεια. Φαίνεται σα να έχουν έρθει από μία καλύτερη, πιο χιουμοριστική και ενδιαφέρουσα ταινία.
Ένας μέρος του προβλήματος του ρυθμού, του τόνου, είναι οι χαρακτήρες που δεν έχουν συνάφεια ο ένας με τον άλλον, κάτι που οι Coen το χρησιμοποιούν, αλλά με άλλες σκηνοθετικές οδηγίες, με περάσματα στην υποκριτική που είναι δύσκολα να γίνουν. Ο Γκάρντνερ δεν είναι ένας αξιομνημόνευτος αντιήρωας, ελίσσεται άσχημα. Καταλαβαίνουμε ότι οι Cloney και Heslov προσπαθούν να διηγηθούν την ιστορία μέσα από τα μάτια του Νίκι, όμως αυτό δε λειτουργεί πάντα καλά. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που μαθαίνει ότι οι γονείς του δεν είναι τέλειοι και ότι οι γείτονές του είναι ρατσιστές. Χωρίς χιούμορ και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, για να κρατήσουν τη γραμμή της διασκέδασης, είναι δύσκολο να πετύχει αυτή η ταινία τους σκοπούς της. Είναι αδύνατο να ισορροπήσει, είναι μία κωμωδία που δε φέρνει γέλιο και ένα δράμα που δεν έχει βάθος.
Η ταινία αρχίζει με ένα αισθητικό αποτέλεσμα αρκετά καλό, το οποίο αναπαριστά με επιτυχία της ΗΠΑ του 1950, όμως στη συνέχεια βρισκόμαστε ανάμεσα στην παρωδία και στο ρεαλισμό. Ακόμα και η δουλειά του πολύ καλού, σε άλλες εργασίες, Robert Elswit, στη φωτογραφία, φαίνεται να είναι χωρίς έμπνευση. Όλα καταλήγουν στις σκηνοθετικές οδηγίες που δεν μπορούν να δώσουν μία σαφή και προσδιορισμένη αφηγηματική γραμμή. Έτσι, από τις δύο διαφορετικές ιστορίες που συνυπάρχουν καταλήγουμε στην έλλειψη μιας ολοκληρωμένης αφήγησης.
Βάζει το μαχαίρι ως το κόκαλο, δεν αφήνει κανένα άλλοθι άγνοιας ή καλής πρόθεσης στη γενιά των επιφανειακά χαζοχαρούμενων μα πλήρως διεφθαρμένων ’50s και, φέρνοντάς τα σε μετωπική σύγκρουση με το μέλλον τους, κλείνει το μάτι στον πολιτικοκοινωνικό «εμφύλιο» που βιώνει αυτήν τη στιγμή η χώρα του… Περισσότερα
Το Suburbicon δεν είναι τίποτε άλλο από το νόμιμο παρακράτος που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Πόλεμο, με τα προάστια που ξεφύτρωσαν σαν δηλητηριώδη μανιτάρια και ισοπέδωσαν, αντί να αναδείξουν, τη μεσαία τάξη. Στην κοιλιά τους έβραζαν οι κοινωνικές διακρίσεις και από τα σπλάχνα τους εξερράγησαν οι διαφορές, ασχέτως τού αν οι ιστορικές συμπλοκές πραγματοποιήθηκαν στα μητροπολιτικά κέντρα… Περισσότερα
Υπό τα σκηνοθετικά ηνία των αδερφών Κοέν, το «Suburbicon» ενδεχομένως να ήταν περισσότερο κυνικό, πιο στοχευμένα σαρκαστικό, πιο εγκεφαλικά ειρωνικό. Στα χέρια του Τζορτζ Κλούνεϊ όμως παραμένει ένα καλογυαλισμένο φιλμ καθαρών προθέσεων, που αφήνει μεν την λάμψη του να θολώσει την ουσία του αλλά δεν αφήνει ποτέ τον θεατή να βαρεθεί ή να μην περάσει έστω καλά. Οπως και η ίδια η πόλη του Suburbicon, το φιλμ προσφέρει απλόχερη διασκέδαση αλλά δυστυχώς στερείται κρίσιμων ουσιαστικών υποδομών… Περισσότερα
Ο Clooney ζωγραφίζει ένα κωμικό πορτρέτο της λευκής προαστιακής ζωής και το πως τόσες παράνομες πράξεις περνούν απαρατήρητες, διότι κανείς δεν θέλει να αμαυρωθεί η εικόνα του τέλειου τρόπου ζωής τους. Αυτό είναι το Suburbicon, ένα σκοτεινό και συνάμα κωμικό «χτύπημα» στην προαστιακή ζωή και τα μυστικά εκείνων που ζουν εκεί… Περισσότερα
Βιτριολικό χιούμορ, γκροτέσκες καταστάσεις, χαρακτήρες από το…διάστημα, σκηνοθεσία που κεντάει για μια ταινία που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σοβαρή -και άκρως πολιτική- από ότι δείχνει με την πρώτη ματιά… Περισσότερα
Το all star cast της ταινίας με προεξάρχοντες τους Ματ Ντέιμον και Τζούλιαν Μουρ, υιοθετούν μεν το στυλιζαρισμένο ύφος που αρμόζει στην πόλη του Suburbicon, αλλά δεν έχουν πολλές ευκαιρίες από το σενάριο να εξελίξουν τους ήρωες τους.
Όμως τελικά, παρά τις επιμέρους αδυναμίες, ο Κλούνεϊ δεν φοβάται να επιτεθεί ευθέως στον ρατσισμό, καταγγέλλοντας ανοιχτά ανάλογες πολιτικές, αν και μερικές φορές οι πολιτικές του θέσεις υπερτερούν της ιστορίας του, που από μόνη της είναι αρκετά σαφής ως προς τις προθέσεις της… Περισσότερα
Αφηγούμενος συχνά τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, το οποίο αποδεικνύεται απείρως πιο έξυπνο από όλους τους ενήλικες, γίνεται μια προσπάθεια από τον Κλούνεϊ να καλυφθεί αυτή η αδυναμία της ταινίας του, καθώς ο πιτσιρικάς προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του puzzle της παράξενης συμπεριφοράς του πατέρα του. Το βέβαιον, πάντως, είναι πως οι χιτσκοκικές αναφορές με την Μουρ να εμφανίζεται σε διπλό ρολό ξανθιάς και μελαχρινής (καταλάβατε, έτσι;), καλό θα ήταν να είχαν αποφευχθεί, μιας και η μαύρη κωμωδία απέχει πλήρως από τα χαρακτηριστικά της διακωμώδησης. Ήταν αρκετά «μπηχτή» αυτό;.. Περισσότερα
Μέσα σε μια εκπάγλου καλλονής αναπαράσταση της αμερικανικής αισθητικής του ’50 (που μεταφέρεται και σε κινηματογραφικές αναφορές, από τον Χίτσκοκ ως τον Μπίλι Γουάιλντερ), με βοήθεια ένα ονειρεμένο καστ, ο Κλούνεϊ μεταφέρει στην οθόνη το σενάριο των αδελφών Κοέν, αφήνοντας να φανεί η ειρωνεία κι η καυστικότητά του, μην καταφέρνοντας όμως ποτέ να το απογειώσει σε κάτι περισσότερο από μια όμορφη, πρώτου επιπέδου, ανώδυνη πολιτική κωμωδία, όπου, τελικά, όλα είναι όντως… άσπρο-μαύρο… Περισσότερα
Όχι τόσο συμπαγές και με την ακριβή αίσθηση της κοινωνιολογικής ισορροπίας, όσο το “Good night and good luck”, το φιλμ του 56χρονου σταρ καταφέρνει να ενσωματώσει πικρόχολο, κατάμαυρο χιούμορ σε νόρμες και δομές ενός θρίλερ και να αναδείξει με μαεστρία τα κακώς κείμενα της “καλώς καμωμένης” αμερικανικής κοινωνίας των late 50s, χωρίς να παραλείπει παράλληλα να διασκεδάζει και να προβληματίζει. Προσθέστε φυσικά και την δεδομένη ικανότητα του Κλούνεϊ να σκηνοθετεί τους συναδέρφους του και να αναδεικνύει την δυναμική τους εναρμονίζοντας την με τα ζητούμενα του σεναρίου και συνολικά έχετε ένα ίσως περισσότερο καλογυαλισμένο από ότι θα έπρεπε, αλλά ατόφιο ψυχαγωγικό με σκεπτόμενο υπόβαθρο, σινεμά… Περισσότερα
Πολύ καλός σε ρόλο-αστραπή ο Οσκαρ Αϊζακ που υποδύεται έναν καπάτσο ασφαλιστή που θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Ντέιμον και σε ακόμη δυσκολότερη τον ίδιο τον εαυτό του. Θα ήθελα να δω τον Αϊζακ υποψήφιο για το Οσκαρ β’ ρόλου, είναι το καλύτερο στοιχείο αυτής της ενδιαφέρουσας αποτυχίας… Περισσότερα
Κινηματογραφική απόλαυση η έκτη σκηνοθετική δουλειά του George Clooney, ένα έξυπνο, ευχάριστο αλλά και γεμάτο νοήματα φιλμ, που μπορεί να χάνει την ισορροπία του λίγο ανάμεσα στα είδη στα οποία ανήκει-δραματική περιπέτεια ή κατάμαυρη κομεντί- αλλά ως συλλογική δουλειά κρίνεται απόλυτα επιτυχημένη… Περισσότερα
Ο άνευ συστάσεων οσκαροβραβευμένος Τζόρτζ Κλούνεϊ, σκηνοθετεί την γραφίδα των Αδελφών Κοέν – επίσης άνευ συστάσεων –προσφέροντας ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ χαμηλών απαιτήσεων στις γνωστές φόρμες των Κοέν brothers συντροφιά με τους κοινωνικο-πολιτικούς κραδασμούς του Τζόρτζι boy-Κλούνεϊ. Τα ίδια και τα ίδια σε όμορφα σινε-μοτιβά(παλ χρωματισμούς, καλλιτεχνική φωτογραφία) χωρίς έμπνευση, χωρίς κάτι το καινούργιο… Περισσότερα
Η αλήθεια είναι πως αυτή η σύζευξη του μαύρου σαρκασμού των Κόεν με την πολιτικοποιημένη ματιά του Κλούνεϊ δεν λειτουργεί εντελώς. Η ταινία, βέβαια, έχει στυλ, ωραίους διαλόγους, καταπληκτική μουσική του μάγου Ντεσπλά, καθώς και μια αναπόδραστη συμπαγή μαυρίλα πίσω από την ροζ αγαθιάρικη βιτρίνα των φίφτις. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Κλούνεϊ δεν μας δείχνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο… Περισσότερα
Σίγουρα, τα ειρωνικά σχόλια και η καυστική ματιά της ταινίας θα έφταναν πιο βαθιά στο κόκαλο αν κάθονταν και στη σκηνοθετική καρέκλα οι μάστερ του είδους της μαύρης κωμωδίας, αδελφοί Coen, και η σύνδεση του sub-plot με την κύρια πλοκή θα μπορούσε να γίνει πιο αρμονικά, αποτελώντας οργανικό μέρος του φιλμ και όχι απλά ένα εύστοχο σχόλιο. Εντούτοις, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για ίσως το πιο εγκεφαλικό, ευφυές, κυνικά διασκεδαστικό φιλμ που έχουμε δει τελευταία και ότι ο George Clooney εξελίσσεται σε μια από τις πιο αιχμηρές πολιτικά φωνές του mainstream χολιγουντιανού σινεμά… Περισσότερα
Παρόλο που η ταινία εκτυλίσσεται στην περίοδο της αϊζενχαουερικής διακυβέρνησης, βλέπει κανείς την επιθυμία του Κλούνι να μιλήσει για το σήμερα, τα τείχη που άρχισαν να ανυψώνονται τόσο στην Αμερική (όσο και αλλού), την πολιτική του Τραμπ, και το ζοφερό μέλλον που έχει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη Αμερική. Πάντως, παρά τη μαύρη εικόνα που μας δίνει του Suburbicon (με άλλα λόγια της Αμερικής), ο Κλούνι αφήνει μια αχτίδα ελπίδας στη νεολαία, το μικρό γιο του λευκού ήρωα και το μικρό γιο της οικογένειας των μαύρων, που καταφέρνουν, παρά τα όσα κάνουν γύρω τους οι μεγάλοι, να βρουν τρόπο συνεννόησης και φιλίας. Στη δημιουργία της ατμόσφαιρας σημαντικό ρόλο παίζει και η μουσική του ελληνικής καταγωγής Γάλλου συνθέτη, Αλεξάντρ Ντεπλά… Περισσότερα
Σκηνοθεσία: George Clooney
Σενάριο: George Clooney, Grant Heslov, Ethan Coen, Joel Coen
Φωτογραφία: Robert Elswit
Μοντάζ: Stephen Mirrione
Μουσική: Alexandre Desplat
Παραγωγοί: George Clooney, Grant Heslov, Teddy Schwarzman, David Webb
Παίζουν: Matt Damon (Γκάρντνερ), Julianne Moore (Μάργκαρετ), Oscar Isaac (Ρότζερ), Jack Conley (Χάιταουερ), Noah Jupe (Νίκι), Glenn Fleshler (Ίρα), Sonia Gascón (έγκυος)
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ, Αγγλία
Έτος παραγωγής: 2017
Γλώσσα: αγγλικά
Διάρκεια: 104΄
Είδος: έγκλημα, δράμα, μυστήριο
Ημερομηνία εξόδου: 26/10/2017
Εταιρεία διανομής: Odeon.
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά: διαβάστε εδώ.
Για να βρείτε που παίζεται η ταινία πηγαίνετε εδώ.
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη