Οκτ 07, 2018 Κινηματογράφος 0
του Γιάννη Φραγκούλη
Έχοντας δει όλες τις ταινίες που διαγωνίστηκαν στο 41ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας -ακόμα και αυτή που την τελευταία στιγμή αποσύρθηκε- μπορούμε να κάνουμε ένα πλήρη κριτικό απολογισμό που αφορά σε αυτές τις ταινίες, με στόχο να αποτυπώσουμε τις τάσεις, τους προβληματισμούς και τις αισθητικές γραμμές, όπως διαφάνηκαν σε αυτή τη διοργάνωση του Φεστιβάλ. Ελπίζουμε να κάνουμε μία στιγμιαία τομογραφία του ελληνικού κινηματογράφου, έτσι όπως φάνηκε μέσα από τις παραγωγές που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ της Δράμας. Οι ταινίες αναφέρονται ανά τάσεις ή θεματικές και η αναφορά τους δεν ακολουθεί αξιολογική σειρά. Η κριτική των ταινιών θα γίνει στα επόμενα κείμενα.
Μπορούμε να πούμε ότι δύο ήταν οι πρωτεύουσες τάσεις που φάνηκαν στην προβληματική που οι ελληνικές ταινίες μετέφεραν στους θεατές τους. Το ευχάριστο είναι ότι, μετά από αρκετά χρόνια, οι Έλληνες και οι ξένοι κινηματογραφιστές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είδαν την ελληνική πραγματικότητα, με τη δική τους οπτική ματιά, την εξέτασαν και οι δημιουργίες τους έχουν να κάνουν με τα μείζονα θέματα που προβληματίζουν την ελληνική κοινωνία. Ξεφύγαμε, σε γενικές γραμμές, από γλυκανάλατα θέματα, όπως οι ερωτικές απογοητεύσεις και οι μικροπαρεξηγήσεις των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα.
Όχι ότι αυτά τα θέματα δεν αξίζει να τα θίξουμε, αλλά δεν είναι τα πρωτεύοντα σήμερα, είναι, θα λέγαμε, οι απόρροια αυτών των προβληματισμών που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία. Τα δύο θέματα, λοιπόν, που απασχόλησαν τους κινηματογραφιστές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα -χρησιμοποιούμαι τη λέξη «δραστηριοποιούνται» γιατί εκτός από Έλληνες είχαμε την ευτυχή συγκυρία να δούμε δουλειές ξένων σκηνοθετών, οι οποίοι, όμως, ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε γα Έλληνες κινηματογραφιστές, αλλά για αυτούς που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας- αυτά τα θέματα είναι δύο: η έλλειψη επικοινωνίας και η βία όπως εγγράφεται στον ελληνικό και διεθνή χώρο. Το θέμα της μετανάστευσης των προσφύγων απασχόλησε ελάχιστα την προβληματική αυτών των κινηματογραφιστών.
Αυτές τις τάσεις θα λάβουμε υπόψη μας και θα προσπαθήσουμε να δούμε την αισθητική και την αφήγηση όπως φάνηκε, ως κινηματογραφική παραγωγή, μέσα από τις ταινίες που παρήχθησαν από το 2017 και μετά στην Ελλάδα. Με χαρά διαπιστώσαμε ότι το επίπεδο ήταν υψηλό, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η χρονιά είναι ένα έτος καλής «σοδειάς», κάτι που εγείρει ένα άλλο θέμα: τι θα κάνουμε με αυτούς τους κινηματογραφιστές που παρουσίασαν καλές δουλειές σε αυτή τη διοργάνωση του Φεστιβάλ; Τον προβληματισμό σε αυτό το ερώτημα θα διατυπώσουμε στο τέλος αυτού του κειμένου.
Ο άνθρωπος δε θέλει και δεν μπορεί να επικοινωνήσει με το συνάνθρωπό του. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτόν τον αναγνωρίζει σαν τον Άλλον, κατά τη λακανική θεώρηση, δηλαδή μία άλλη προσωπικότητα που έχει κάποια στοιχεία αυτού του ανθρώπου που έχει μπροστά του ή σε αυτόν που αναφέρεται, αλλά και πιο πολλά από τον ίδιο τον εαυτό του, αυτά που με μία νευρωσική και παραληρηματική διαδικασία μεταφέρονται και δομούν μία νέα, μία άλλη προσωπικότητα, έναν Άλλον.
Αυτό φάνηκε πεντακάθαρα στις ταινίες που αναφέρονταν στο θέμα της επικοινωνίας. Θα αναφέρουμε κάποια παραδείγματα για να μπορέσουμε να σκιαγραφήσουμε την αφήγηση των κινηματογραφιστών, ως ένα ενιαίο σώμα, ένα συνολικό corpus, δηλαδή.
Η ταινία «Muffin», του Daniel Bolda, έχει ακριβώς αυτή την προβληματική. Ο άντρας είναι αποφασισμένος να δώσει κάποιο μέλος από το σώμα του για να αποκτήσει αυτό που πραγματικά θέλει. Είναι όμως σίγουρος; Αυτή η ερώτηση του πατέρα του είναι και αυτή που θα βασανίσει τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, όταν θα αντιληφθεί την ουτοπία του. Μία παρόμοια ουτοπική κατάσταση δημιουργούν δύο άνθρωποι, μέσα από την επικοινωνία και τον έρωτα που θα γευτούν, στην ταινία «3-0 στο 89΄», του Boris Stout. Εδώ όμως η ουτοπία ίσα-ίσα που φαίνεται, αυτό που είναι έκδηλο όμως είναι τα σημάδια στον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων, χωρίς αυτά να μπορούν να παράξουν λόγο και να έχουμε μία αφήγηση. Μία πιο επιφανειακή αναφορά αυτού του θέματος έχουμε και στην ταινία «Open up», της Katia Kornilova.
Την απουσία της επικοινωνίας μεταξύ γονιών και παιδιών θα δούμε στην ταινία «Ave Eva», της Oliwia Twardowska, όμως η σκηνοθέτης δεν μπαίνει μέσα στο θέμα για να το διερευνήσει, ειδικά όταν έχουμε το θέμα του έρωτα όπως τον αντιλαμβάνεται ένα μικρό παιδί, μετά από μία φευγαλέα ματιά της ερωτικής πράξης, χωρίς να γίνει αντιληπτή η παρουσία του. Η έλλειψη επικοινωνίας και η βία που τελικά παράγεται αποτυπώνεται στην ταινία «Hippo», του Θεοφύλακτου Αργυρού, μία προβληματική που θα την κρατήσουμε για να τη θυμηθούμε όταν θα ερευνήσουμε το θέμα της βίας που αυτή η ταινία αποτυπώνει έντονα.
Το υποσχόμενο και το ονειρευμένο, η απόσταση μεταξύ τους και η τελική απόφαση για την πορεία της ζωής του ανθρώπου φαίνεται στην ταινία «Δεσμοί», του Ανδρόνικου-Κωνσταντίνου Δημόπουλου, όμως αυτή η θεώρησή του είναι αρκετά περιγραφική και όχι ερευνητική. Επίσης απλοϊκή είναι η προσέγγιση του Γιάννη Ζαφείρη, στην ταινία «Springtime rest», όπου οι φοβίες του άντρα κάθε άλλο παρά φανερές είναι, πολύ περισσότερο τα αίτιά τους και, ακόμη, οι συνέπειές τους, στην αναζήτηση της επικοινωνίας με τη γιαγιά του. Με τον πλέον απλοϊκό τρόπο, με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, η ταινία «Shapes of mine», του Γιώργου Καψανάκη, μιλά για τις διαρρηγμένες σχέσεις μέσα σε ένα ζευγάρι. Η κωμωδία δε στοχεύει πουθενά και η σάτιρα χάνει το νόημά της.
Κάπως άτολμα ο Αλέξης Κουάντας, στην ταινία «Let’s talk about love», θα προσπαθήσει να μιλήσει για τον έρωτα, κυρίως όμως για την απώλειά του, άρα για το θάνατο ως απώλεια, ως το φόβο του ευνουχισμού. Αντίθετα ο Ανδρέας Ιούδας Μαριανός, στην ταινία «Το τηλεφώνημα», μας μιλά με πολύ απλό τρόπο για το μεγάλο έλλειμμα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, για το πώς αυτή η απομόνωση μπορεί να καταστρέψει τόσο πολύ τον άνθρωπο για να τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο μελοδραματισμός γίνεται ρεαλισμός μέσα από απλές και αδρές υποκριτικές που ταιριάζουν απόλυτα με το ύφος και το λόγο της ταινίας. Όμως αυτό το μελοδραματικό στοιχείο στην ταινία «Grief (a place none of us know until we reach it)», της Αλεξάνδρας Ματθαίου, γίνεται κωμικό και δεν μπορεί να φτάσει στη σάτιρα, μέσα από μία δοκιμασία μάνας και κόρης, όταν προσπαθούν να βρουν ένα μέρος να θάψουν την τέφρα του πεθαμένου πατέρα.
Και τι γίνεται όταν η έλλειψη επικοινωνίας εγγράφεται στο ερωτικό πεδίο; Η Ελένη Μητροπούλου, στην ταινία «Όταν ήμουν στο λύκειο, ήμουν ερωτευμένος με την Άννα», αναλαμβάνει να μας αφηγηθεί αυτό το πολύ γνωστό θέμα, με τρόπο προσωπικό, βιωματικό, αναπολώντας και φωτίζοντας τα τώρα με τα φώτα του παρελθόντος, δημιουργώντας μία σκοτεινή αφήγηση που ταιριάζει στην εποχή μας. Κάπως παρόμοιο είναι το θέμα του Ευθύμη Μιχελουδάκη, η ταινία «Μόλλυ 6 με 8» μιλά για αυτές τις παλιές εποχές, με ρομαντική διάθεση, εστιάζει στις αναστολές των νέων, στη φοβία που δημιουργούν οι ηθικές απαγορεύσεις του κατεστημένου, σε αυτό που μένει σα στίγμα και βαραίνει τόσο που σε οδηγεί σε άλλο στόχο από αυτόν που έχεις διαλέξει, μέχρι να βγει, σαν παράπονο, σα μία ανεκπλήρωτη υστερία.
Με γλυκό τρόπο η Αμερίσσα Μπάστα, στην ταινία «Ομπρέλα», περιγράφει τη δύσκολη επικοινωνία ενός ζευγαριού, σε προχωρημένη ηλικία, αφήνοντας στο τέλος το στοιχείο της ανατροπής, αυτό που τους φέρνει λύπη και αβάσταχτο πόνο, το θάνατο, τον οποίο όμως αντέχουν με αξιοπρέπεια. Για το επικείμενο θάνατο μιας γυναίκας, στην ταινία «Παρεμπιπτόντως», του Κωνσταντίνου Οικονόμου, μαθαίνουμε, μαζί με τους δικούς της, σε μία τηλεφωνική επικοινωνία μιας τηλεφωνήτριας από εταιρεία έρευνας, η αφήγηση αν και είναι στρωτή και αυξάνει την έντασή της προοδευτικά, δεν μπορεί να μας αγγίξει τόσο στο τέλος έτσι ώστε να εμπλακούμε σε αυτή και να μπούμε στον κόσμο της.
Ο Αλκιβιάδης Παπαδόπουλος, στην ταινία του «Έξοδος», μας δείχνει με νατουραλιστικό τρόπο την έλλειψη επικοινωνίας σε ένα ζευγάρι, όμως η αφήγηση είναι τόσο αποσπασματική που δε μας δίνει τα στοιχεία ενός δρόμου για την έκβαση αυτής της ερωτικής αφήγησης, η οποία εδράζεται λίγο πριν την οριστικοποίησή της, το γάμο. Η Βαγγελιώ Σούμελη, με την ταινία «Tropical dreams» μας αφηγείται το πρόβλημα που παρουσιάζεται σε μία γυναίκα, η οποία δεν μπορεί να επικοινωνήσει την εργασιακή κατάστασή της, ούσα μετανάστρια, επειδή δεν είναι περήφανη για αυτήν. Εκεί όμως τελειώνει η αφήγηση της ταινίας. Ο Χρήστος Τάτσης περιγράφει το πρόβλημα επικοινωνίας και συνοχής μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον μιας γυναίκας, στη μέρα των γενεθλίων της, στην ταινία του «Εντροπία», οι σχέσεις δοκιμάζονται, η αφήγηση όμως σταματά εδώ. Το σχόλιο για το θέμα επικοινωνίας στην ταινία του Θάνου Τοπούζη, «You should know beter» θα το εξετάσουμε στο τομέα της εγγραφής της βίας.
Ένα άλλο θέμα που εντάσσεται σε αυτό της έλλειψης επικοινωνίας, είναι η ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα, τα social media. Σε αυτό το θέμα είχαμε κάποιες ταινίες που έθεταν τον προβληματισμό τους με βαθύ ή με ρηχό τρόπο. Ας αναφέρουμε κάποια παραδείγματα.
Η ταινία «Yawth», των Λήδα Βαρτζίωτη και Δημήτρη Τσακαλέα, αναφέρεται σε αυτό το θέμα. Η πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται με «αντικειμενικό» τρόπο και έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από τον κάθε άνθρωπο, έχει μία τεράστια διαφορά. Το θέμα όμως διαπραγματεύεται πολύ επιφανειακά, το ίδιο συμβαίνει στην ταινία «Σελφίτιδα», της Πέγκυ Ζούτη, όπου αυτή η διαγνωσμένη παραβατική συμπεριφορά, η σελφίτιδα, περιγράφεται εντελώς αποσπασματικά, δεν μπαίνει στον κόπο να δει αυτή τη συμπεριφορά σα μία συνέπεια της έλλειψης επικοινωνίας, σαν το υποκατάστατο της πραγματικής επικοινωνιας, εστιάζοντας έτσι ακριβώς στο θέμα και θίγοντάς το με λεπτομέρειες, κάτι που θα απέδιδε σε αυτή τη συμπεριφορά τις πραγματικές της διαστάσεις.
Το θέμα κραυγαλέο, η κινηματογράφηση άκρως σκληρή, σε οδηγούν στην αγανάκτηση και στον προβληματισμό για τη δημοσιογραφία, έτσι όπως μας σερβίρεται στην οθόνη του υπολογιστή μας. Η ταινία «Fake news», του Δημήτρη Κατσιμίρη, καταφέρνει να τεντώσει τα νεύρα μας, δεν οδηγεί όμως στη διαμόρφωση μιας ιδεολογικής θέσης, όπως στις ταινίες του Μάικ Λι, του Κέν Λόουτς ή του δικού μας του Γιάννη Οικονομίδη. Στην ταινία «Έκτορας Μαλό-η τελευταία μέρα της χρονιάς», της Ζακλίν Λέντζου, θα δούμε ένα πολύ όμορφο εικαστικό τοπίο που περιγράφει την πλήρη αποκοπή του ανθρώπου από το περιβάλλον του, υπονοώντας όλα τα ψυχικά προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.
Ο Βασίλης Σταυρόπουλος, μέσα σε1΄ κατάφερε να μιλήσει για την κοινωνική συμπεριφορά της αποστασιοποίησης από ένα γεγονός, όπως είναι μία επικείμενη αυτοκτονία, στην ταινία «Live». Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε μόνο ως ένα γουστόζικο κινηματογραφικό παιχνίδι. Την ταινία «Check in», του Κωνσταντίνου Στραγαλινού, θα εντάξουμε στο θέμα της επικοινωνίας που έχει να κάνει με τα κοινωνικά δίκτυα, όμως θα την εξετάσουμε στον τομέα της εγγραφή της βίας.
Η βία, έτσι όπως υπάρχει στο κοινωνικό πεδίο, τη βλέπουμε στις ταινίες που παρουσιάστηκαν στο 41ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Μάλιστα, τόσο στη λεκτική όσο και στη σωματική της μορφή, μορφές τέτοιας βίας υπάρχουν σε αυτές τις ταινίες. Θα δούμε αυτές τις αφηγήσεις σε κάποια παραδείγματα.
Ξεκινώντας από την ταινία «Muffin», του Daniel Bolda, εδώ έχουμε την έλλειψη επικοινωνίας, όπως προαναφέραμε, η οποία οδηγεί αυτό τον άντρα σε μία επιλογή, στην αρχή όμορφη, αργότερα όμως καταστροφική για τον ίδιο. Είναι μία διαδικασία χωρίς επιστροφή, ακολουθώντας την ολοκληρωτική λογική μιας οργάνωσης που θα μπορούσε να ήταν μια κυβερνητική οργάνωση ή η ίδια η κυβέρνηση, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, όμως η αντίσταση αυτού του ανθρώπου εδράζει στο Εγώ του, όχι στο συλλογικό Εμείς, κάτι το οποίο άλλες ταινίες αναζητούν, και δεν έχει ιδεολογικό υπόβαθρο.
Στην ταινία «The penal colony», των Μάνου Τσιζέκ και Lindsey Aliksanyan, περιγράφεται με νατουραλιστικό τρόπο η βία, τόσο σωματική όσο και ψυχολογική, του κράτους. Ξαναβρίσκουμε τη θεώρηση του Νίκου Πουλαντζά, βλέπουμε τη θέληση του κράτους να πνίξει την οποιαδήποτε αντίσταση, το απάνθρωπο πρόσωπο των φυλακών, σε ένα παράδειγμα στη Ρωσία του Πούτιν, κάτι όμως που δεν είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες. Κάτι τέτοιο μας δείχνει ο Δημήτρης Γκότσης, στην ταινία «Τέταρτος τοίχος», η αφήγησή της απλώνεται στον παγκόσμιο ιστό και περιγράφει αυτή τη βία με ωμό τρόπο, υπονοώντας τις ρίζες της δράσης και κάνοντας έκκληση για ουσιαστική αντίδραση.
Διαφορετική είναι η περίπτωση της βίας όπως εγγράφεται ανάμεσα στα δύο φύλα. Υπήρξαν αρκετές ταινίες που είχαν να κάνουν με το βιασμό γυναικών. Είναι ένα θέμα που σχετίζεται, στα πρώτα βήματα της γέννησής του, με την απουσία επικοινωνίας και την συνεπακόλουθη αποξένωση του ανθρώπου, στη συνέχεια όμως η γενετήσια ορμή μετατρέπεται σε ένα έντονο κύμα βίας, όπως ο θεός του έρωτα, στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Όμως στην ταινία «Open up», της Katia Kornilova, έχουμε μία απόλυτα νατουραλιστική περιγραφή του φαινομένου, χωρίς βαθιά ανάλυση, και, κατ’επέκταση, με έντονες σεναριακές ελλείψεις, οι οποίες οδήγησαν σε παρεξήγηση της θεώρησής της, όπως θα δούμε στην κριτική της ταινίας.
Αντίθετα στην ταινία «Sisters», της Lyuba Kryvokhyzha, υπάρχει η απαιτούμενη ανάλυση των χαρακτήρων, όμως και εδώ η σεναριακή δομή δε φτάνει στον πυρήνα του θέματος, μένει στην ωμή περιγραφή της βίας και έχουμε, τουλάχιστον, το ανοιχτό τέλος που σώζει κάπως την ταινία. Ο βιασμός, στην ταινία «Calling», της Άρτεμις Αναστασιάδου, είναι το αποτέλεσμα μιας επαφής της γυναίκας με τον άντρα, αυτή η αφήγηση όμως αφήνει ανοιχτά τα ψυχολογικά θέματα που θα υπάρξουν τόσο στην ίδια τη γυναίκα όσο και στο διανοητικά υστερημένο γιο της. Η πράξη καταγγελίας στην αστυνομία είναι ένα ενεργητικό συμβάν που αφορά στη γυναίκα.
Ο Χάρης Αγιώτης, στην ταινία «Quidnunc», περιγράφει ένα φαινόμενο βίας. Εδώ όμως έχουμε ένα ενδιαφέρον θέμα: το ερωτικό παιχνίδι απαιτεί τη βία, σε ελεγχόμενη μορφή, κάτι που παρεξηγείται από τη γυναίκα που έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και αποφασίζει να εξασκήσει βία, ως αμυντική επιβολή, όπως θα φανεί στο τέλος, μετά από τη σεναριακή ανατροπή. Η βία εκφράζεται μετά από την απελπισία ενός άντρα, στην προσπάθειά του να βρει κάποια λεφτά για να επιβιώσει, στην ταινία «Φλεγύας», του Δημήτρη Άντζου. Μία παραβολή της επιβολής της βίας από άνθρωπο σε άνθρωπο και της αντίστασης που θα μπορούσε να έρθει υπάρχει στην ταινία «Natron», των Άρη Απαρτιάν και Σοφίας Αβραμίδου, αλλά σε μία απλοϊκή μορφή.
Πολύ ενδιαφέρουσα η θεώρηση του Θεοφύλακτου Αργυρού, στην ταινία «Hippo». Μιλήσαμε για το έλλειμμα επικοινωνίας, όμως αυτή η αλλοτρίωση και αποξένωση, η ποσότητα βίας που θα γευτεί ο κεντρικός χαρακτήρας, λόγω της ιδιαίτερης εμφάνισής του, θα μεταλλαχθεί σε μία άλλη μορφή βίας, άλλογη αυτή τη φορά, που αλλάζει ριζικά την κοινωνία. Η βία που έχει τις πηγές της στην αλλοτρίωση και την απελπισία περιγράφεται στην ταινία «Deathcar», του Ανδρέα Βακαλιού, αλλά πολύ απλοϊκά και άκρως σχηματικά, έτσι ώστε ούτε περιγράφει ούτε αναλύει αυτό το φαινόμενο.
Με συμβολικό τρόπο δείχνει τη βία στην καθημερινότητά μας ο Νίκος Μαθιός, με την ταινία «Διάβαση». Μία όμορφη κοπέλα, καθηλωμένη σε ένα καροτσάκι, ζει σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, στο φαντασιακό της. Η επιστροφή στην πραγματικότητα είναι οδυνηρή: αδιαφορία, αποξένωση, αυτή και οι άλλοι. Ο συμβολισμός λειτουργεί και αναδιπλώνει το μέγεθος του προβλήματος. Ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, στην ταινία «Ο αδελφός μου», περιγράφει ένα βίαιο περιστατικό με ανάποδο τρόπο, όπως στο «Irreversible», εδώ η βία, εκ μέρους της κοινωνίας, εκδηλώνεται με την αδιαφορία και αυτό εξοργίζει το δρων πρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο θέλει να βάλει μέσα, σε αυτό το βίαιο περιστατικό, το θεατή και εν μέρει το καταφέρνει. Με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο, πάντως άτολμο, ο Κωνσταντίνος Πατσαλίδης, με την ταινία «30», μας φέρνει στο χιλιοειπωμένο θέμα της τούρκικης επίθεσης στην Κύπρο. Η αφήγησή του, μέσα από τα μάτια μιας μάνας που ερευνά την τύχη του γιου της στο μέτωπο, δε φέρνει κάτι καινούργιο.
Ο Αλέξανδρος Σικαλιάς, με την ταινία «Η φάμπρικα», αφηγείται μία βίαιη κατάσταση σε ένα εργοστάσιο. Κλεψιές, απειλές και μία απόφαση που θα πρέπει να παρθεί. Η αφήγηση λειτουργεί εντελώς αναφορικά, χωρίς να φτάνει σε ένα «συμπέρασμα», όπως θα έκανε ένα απλό ρεπορτάζ. Αντίθετα ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, στην ταινία «Όλα για όλα», περιγράφει με πολύ όμορφο τρόπο τον υπόκοσμο, στην αρχή νατουραλιστικά και μετά μπαίνοντας βαθιά στο ψυχολογικό πεδίο. Προσεγμένη δουλειά που αξίζει την προσοχή μας. Ο Κωνσταντίνος Στραγαλινός, με την ταινία «Check in», αναφέρεται στη βία που προκύπτει από τη μοναξιά ενός νέου ανθρώπου, την ενόχληση της μητέρας του και, αργότερα, της καθηγήτριάς του. Η αφήγηση είναι αναφορική, δεν μπαίνει μέσα στους χαρακτήρες, άρα δεν μπορούμε να δούμε αυτή την παθογένεια, να δούμε αυτό το ψυχολογικό πρόβλημα, σε όλες του τις διαστάσεις.
Τέλος, δύο ακόμη εγγραφές της βίας. Η πρώτη είναι του Διονύσιου Χρονόπουλου, με την ταινία «Τεμπέλης», όπου η ιστορία της βίας σε μία νεανική συμμορία περιγράφεται με ρεαλιστικό τρόπο, επηρεασμένο από τις σχετικές αμερικάνικες παραγωγές, χωρίς να μιλά για τις αιτίες της, μόνο για τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις της, αφήνοντας αυτό το όμορφο κινηματογραφικό σχόλιο ημιτελές. Η δεύτερη είναι του Μάριου Ψαρά, στο ντοκιμαντέρ «The green line». Εδώ έχουμε ένα τόλμημα, το σχόλιο στο κυπριακό θέμα και την επίλυσή του, το 2003, με τον απλό τρόπο που ορίζει η διπλωματία της οικονομίας. Ο σκηνοθέτης καταγράφει τις συμπεριφορές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και μας αφήνει να συμπεράνουμε την ποσότητα της βίας που υπάρχει ακόμη, κάτω από την πρόχειρη λύση που προέκυψε χωρίς την επεξεργασία μέσα στην κοινωνία και στις δύο πλευρές. Καλή τοποθέτηση και ψυχολογική ανάλυση για ένα θέμα που ακόμα είναι ανοιχτό.
Σε αυτή την κατηγορία δε θα βρούμε πολλές ταινίες. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος μπορούν να λυθούν, έστω κατά ένα μέρος τους αν συμπράξουν. Αυτό θα το δούμε στην ταινία «Άρια», της Μυρσίνης Αριστείδου, όπου οι δύο κοπέλες, η Ελληνίδα και η μετανάστρια, θα συμπράξουν για να δώσουν κάποια λύση στα θέματά τους, σε μία ρηχή όμως αφήγηση.
Η Εύη Καραμπάτσου επανέρχεται με ένα νέο ντοκιμαντέρ, το «La ultima hija», στο οποίο έκανε τη σκηνοθεσία, την παραγωγή και την κινηματογράφηση. Κάνει το πορτρέτο μιας γυναίκας που αντιστέκεται στην τιμωρία των γυναικών που αναγκάζονται να κακοποιήσουν τα παιδιά τους, λόγω ανέχειας. Σε αυτή την ταινία η βία και η αλληλεγγύη πάνε μαζί και δημιουργούν ένα κίνημα αντίστασης και αντίδρασης που φιλοδοξεί να φέρει κάτι καινούργιο στην κοινωνία, μέσα από την αμφισβήτηση της απάνθρωπης λογικής. Με προσεγμένη σκηνοθεσία και πολλή ευαισθησία, βάζει το χέρι ακριβώς μέσα στην πληγή.
Με νατουραλιστικό τρόπο η Αναστασία Κρατίδη, με την ταινία «Βασιλεία», μας περιγράφει το πρόβλημα αυτής της νέας γυναίκας που δεν έχει τον τρόπο να συντηρηθεί, αν και δουλεύει. Το θέμα περιγράφεται με απλό και ρεαλιστικό τρόπο, δεν αφήνει όμως αυτές τις αιχμές από όπου θα πιαστεί η φαντασία μας για να δημιουργήσει το δικό της έργο. Αντίθετα, το ταξικό θέμα είναι πολύ έντονο στην ταινία «37 μέρες», της Νικολέτας Λεούση, όμως η ανάλυσή της είναι ρηχή και φτάνει στο όριο της κωμωδίας όταν το θέμα κρύβει μέσα του μεγάλη ποσότητα τραγικότητας. Η σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να αναδείξει το θείο δράμα της ηρωίδας.
Στο φαντασιακό εγγράφεται η αφήγηση της ταινίας «Newstria», του Κώστα Σταματόπουλου. Ένα καράβι, σα μία κιβωτό του Νώε, πάει προς τη γη της επαγγελίας, αυτό όμως είναι μία ουτοπία και ως τέτοια είναι μία καταδίκη για όσους βρίσκονται σε αυτό, μία καταδίκη που οδηγεί στο θάνατο. Πολύ γρήγορα το φαντασιακό παίρνει τη μορφή του πραγματολογικού, η ταινία μας μιλά για την αντίδραση στο κατεστημένο, την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, δεν καταναλώνεται σε φτηνές μαρξιστικές θεωρήσεις. Αφήνει το θεατή να σχηματίσει την άποψή του. Και εκεί μας κρατά, σα αφήγηση. Ο Σήφης Στάμου αναφέρεται στον εργασιακό μεσαίωνα, στην ταινία του «Άγγελος Νομάς», περιγράφοντας με αναφορικό τρόπο αυτό το πρόβλημα. Θα θέλαμε μία λύση του δράματος, ως μία έκβαση σε αυτό το κοινωνικό και ψυχολογικό θέμα.
Ο Κώστας Τατάρογλου, με την ταινία «Versus», μέσα από την ιστορία ενός άντρα και μιας ζητιάνας, βάζει το θέμα των αλλαγών στη ζωή ενός ανθρώπου και, τελικά, την αλλαγή των ρόλων. Περιγραφική, δεν ακουμπά τον πυρήνα του θέματος, όμως, με μινιμαλιστικό τρόπο θα θέσει το θέμα της αλληλεγγύης. Τη βία που βιώνει μία γυναίκα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, ακόμα όταν αυτή θεωρείται ότι παρέχει ελευθερία, εξετάζει ο Θάνος Τοπούζης στην ταινία «You should know beter», αλλά με τρόπο απλοϊκό και τελικά ανώδυνο για το σύστημα. Η ταινία του Δημήτρη Τσαλαπάτη, «Νάρκη», θα μιλήσει για το φόβο του ανθρώπου μπροστά στις επιλογές του, όμως δεν καταφέρνει να στοχεύσει σωστά και δεν μπορεί να περιγράψει το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις. Ο Μιχάλης Χαπέσιης, από την Κύπρο, με την ταινία «Μόνο αγάπη», μας δίνει ένα καλό δείγμα τόσο αποσπασματικής αφήγησης που δεν καταφέρνει να μιλήσει ευθέως, δεν μπορεί να εκφράσει λόγο.
Η αφήγηση του Παναγιώτη Χαραμή είναι καλά δομημένη. Η ταινία του «Άβανος» περιγράφει με απλό τρόπο τις συνθήκες βίας σε μία άρρωστη κοινωνία, τις αντιδράσεις, οι οποίες είναι δικαιολογημένες, βγάζει, με απλό τρόπο την ένταση μέσα από αυτό το ψυχολογικό τοπίο, αναδεικνύει τις υστερίες και τα αίτιά τους, είναι, τελικά μία τομογραφία της ψυχικά άρρωστης κοινωνίας, ιδωμένης μέσα από ακραίες καταστάσεις.
Σε φιλμ νουάρ εξελίσσεται η αφήγηση της ταινίας «Συλλέκτης», του Θοδωρή Βουρνά, όμως αυτές οι μορφές αστυνομικές αφήγησης δεν οδηγούν σε ένα ψυχολογικό πεδίο, όπως θα περιμέναμε, απλώς υπονοούν αυτό το κοινωνικό πεδίο.
Στο μεταφυσικό πεδίο εδράζει η δράση της ταινίας «Πολυέλαιος», του Αντώνη Γλαρού, όπου όμως υπάρχουν και αφηγηματικά στοιχεία που αναφέρονται σε ταμπού που καθορίζουν συμπεριφορές στην ελληνική κοινωνία. Η ταινία ελίσσεται πολύ όμορφα ανάμεσα σε αυτά τα ετερόκλητα, αφηγηματικά, στοιχεία, δημιουργώντας ένα σχεδόν ονειρικό τοπίο που περιγράφει και καταγγέλλει τα ταμπού και τις φοβίες.
Ο χώρος της πορνείας περιγράφεται στην ταινία-ντοκιμαντέρ, «Ρίτα», του Γιώργου Δανόπουλου, μία αναφορά σε μία πόρνη που εξιστορεί τη ζωή της και, μέσα από αυτή, το κοινωνικό χώρο που περιβάλλει αυτό το επάγγελμα. Η αφήγησή της είναι περιγραφική για να μην εκβιάσει τα συναισθήματα του κοινού, υπονοεί και αφήνει παράθυρο τόσο στην ψυχολογική ένταση όσο και στην καταγγελία.
Στην προσωπογραφία εδράζει η ταινία της Αναστασίας Μελιά Ελευθερίου, «En partie», εδώ έχουμε ένα πειραματισμό με την κινηματογραφική φόρμα, στην προσπάθεια να περιγράψει ένα χαμένο επάγγελμα που γίνεται από μία γυναίκα. Η εικόνα έχει δύναμη και αφηγείται, χωρίς να ανατρέξει στη βοήθεια του λόγου. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με αυτό που θα ονομάζαμε «καθαρό κινηματογράφο». Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε για την ταινία «Ο ήχος του Βλαδιβοστόκ», όπου η εικόνα συμπληρώνει τη μουσική και το αντίστροφο, βρίσκονται σε μία απόλυτη συμμετρία, περιγράφουν αυτό που θα ονομάζαμε πραγματικότητα, με τα παραγόμενα συναισθήματα και όχι με νοήματα.
Στο Νίκο Καμπέρη θα έπρεπε να πει κάποιος ότι ο κινηματογράφος δεν είναι ένα οπτικοακουστικό βοήθημα, αλλά μία αφήγηση που θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ολοκληρωθεί, η ταινία του «Ο ευρωπαίος πολίτης» απλά δεν είχε αφήγηση και να φανταστεί κανείς ότι είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας! Στην κατηγορία της κωμωδίας μπορείς να κατατάξεις την ταινία «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν», του Βασίλη Κεκάτου, η οποία, όμως, δεν τα καταφέρνει να κερδίσει το χώρο της σάτιρας. Το ίδιο ισχύει για την ταινία «Πέρα από τ’αστέρια», της Στελάνας Κλήρη, η δυσαρέσκεια της κοπέλας και η ακατανόηση του αγοριού, σε συνδυασμό με τα σχετικά ασύνδετα αφηγηματικά στοιχεία, δημιουργούν μία άχρωμη κομεντί που σε αφήνει αμήχανο.
Μόνο σαν κινηματογραφικό παιχνίδι μπορούμε να εκλάβουμε την ταινία «Sunday 11.00-12.00», του Στέλιου Κουκουβιτάκη, όπου ένα ζευγάρι δέχεται επίθεση κατά τη διάρκεια της νυχτερινής του βόλτας, ο άντρας σκοτώνει αυτούς που επιτίθενται και μπαίνει στη φυλακή. Το θέμα είναι πολύ απλοϊκό για να πιάσει το εύρος του κοινωνικού πεδίου. Ακόμη μία αμήχανη ταινία, η «Βουρβουρού», της Κορίνας Λογοθέτη, όπου τα παιδιά παίζουν με τον παππού τους, μέχρι, σχεδόν, να τον τελειώσουν. Γλυκιά ταινία που στοχεύει και μένει στο ρομαντισμό της. Παρόμοιο το θέμα στην «Τυφλόμυγα», της Δέσποινας Μαυρίδου, ο αποδομημένος λόγος δε βρίσκει το στόχο του, το ρομαντικό δεν μπορεί να μιλήσει για το πραγματολογικό, η αφήγηση είναι μετέωρη.
Ένα αινιγματικό θέμα στην ταινία «Beyond good and evil (The exuberantly painful process of teething)», του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου. Ένας νεαρός και ο μέντοράς του συζητούν, ο νεαρός είναι βαμπίρ, η συζήτηση έχει κάποια ένταση, στο τέλος αυτός ο νέος βγαίνει από το μπαρ, σχετικά προβληματισμένος. Μία αφήγηση όπου απλά δεν γίνεται τίποτε. Τους προβληματισμούς και ενδεχομένως τις ενοχές του γιου προς τη μητέρα περιγράφει ο Ρωμανός Παπαϊωάννου, στην ταινία «Η γυναίκα στο δωμάτιο», αλλά αυτή η περιγραφή δεν μπορεί να μας βάλει μέσα στον ψυχισμό του άντρα, πολύ περισσότερο στο ψυχολογικό του αδιέξοδο.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πειραματική την ταινία «The sound», του Antony Petrou. Μία γυναίκα ακούει έναν ήχο που την αναστατώνει. Τον ακούει μόνο αυτή από την οικογένειά της. Είναι ψυχικά διαταραγμένη ή έχει κάποιο πρόβλημα στην ακοή της; Η απάντηση είναι δύσκολη. Η ταινία απλά μας ξεναγεί και περιμένει τις δικές μας απαντήσεις και αντιδράσεις. Η ταινία του Γιάννη Στεφανάκι, «Η στιγμή», γεμάτη με δικά του έργα ζωγραφικής, τον ίδιο το εαυτό του να περιηγείται σε αυτό τον κόσμο, σε μία ταινία ανιμέισιον, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε μόνο ως εικαστική προβολή του. Ενδιαφέρον ως προβληματισμός και εν μέρει ως εικαστική δημιουργία έχει η ταινία «Ντάνια», της Μάρσια Τζιβάρα, το σχόλιο της για το μέλλον της ανθρωπότητας δεν ολοκληρώνεται. Ένα ακόμη κινηματογραφικό παιχνίδι, χωρίς πολλές αξιώσεις, ένα σχόλιο για τη ζωή, αλλά αφελές, έκανε ο Κωστής Χαραμουντάνης, με την ταινία «Κιόκου πριν έρθει το καλοκαίρι».
Διαβάζοντας προσεχτικά αυτό το κείμενο μπορούμε να καταλήξουμε κάπου. Από τις 67 ελληνικές ταινίες που συμμετείχαν στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Δράμας μπορούμε να ξεχωρίσουμε αρκετές. Γνωρίζοντας ότι είναι σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής -κάποιες, λίγες, ταινίες που έχουν παραχθεί δεν έχουν υποβάλλει συμμετοχή σε αυτό το Φεστιβάλ- μπορούμε να αποτυπώσουμε μία εικόνα της ελληνικής κινηματογραφίας, έτσι όπως εξελίσσεται και έτσι όπως διαμορφώνονται οι τάσεις στην αφήγηση των ταινιών.
Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι φέτος ήταν περισσότερες οι ταινίες που μπορούμε να κρατήσουμε στα υπόψη μας, απ’ότι άλλες χρονιές. Κατά συνέπεια, είχαμε φέτος μία εξαιρετική χρονιά που έφερε στο προσκήνιο νέους σκηνοθέτες, οι οποίοι μας έδειξαν τις δυνατότητές τους, βάσει των οποίων ελπίζουμε σε μία ανανέωση της εθνικής μας κινηματογραφίας. Λαμβάνουμε υπόψη μας ότι υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες που θα μπορούσαν όμως, προοδεύοντος του χρόνου, να τις διορθώσουμε, μέσα από μία συλλογική δουλειά. Ο αριθμός όμως των σκηνοθετών που αναδείχθηκαν μας θέτει το εξής ερώτημα: Μπορεί ο μηχανισμός διοίκησης της εθνικής κινηματογραφίας να βοηθήσει στην ανανέωσή της, το Υπουργείο Πολιτισμού και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου; Αυτό θα είναι ένα στοίχημα αν αφήσουν αυτοί που βάζουν τροχοπέδη σε αυτή την εξέλιξη και δεν είναι άλλοι από τις παλιές και μεσαίες «φρουρές» σκηνοθετών, όπως και οι εταιρείες παραγωγής και διανομής που προτιμούν να βαδίζουν στην πεπατημένη, αν αφήσουν αυτή η εξέλιξη να ολοκληρωθει. Ο καιρός θα δείξει αν θα έχουμε ακόμη μία χαμένη φουρνιά, όπως συνέβη και άλλες φορές, μετά από την παρουσία τους στη Δράμα.
Το κυριότερο πρόβλημα ήταν η ανάπτυξη των χαρακτήρων. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις είχε γίνει τέτοια ανάλυση των χαρακτήρων, ανάλογη με αυτή που κάνεις ένας ψυχαναλυτής, για να μπορέσει ο σκηνοθέτης να βασιστεί σε μία αυστηρά δομημένη μορφή χαρακτήρα, σύμφωνα με τη σχολή και το είδος του κινηματογράφου που η ταινία ακολουθεί. Κατά συνέπεια, τα σενάρια δεν είχαν αυτή την ακρίβεια που βρίσκουμε σε ταινίες από άλλες χώρες. Άρα εκεί θα πρέπει να δώσουμε την πρώτη προσοχή μας, στην απαραίτητη εκπαίδευση των σεναριογράφων και των σκηνοθετών.
Τα δύο πολύ μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τους Έλληνες δημιουργούς ήταν η βία και η έλλειψη επικοινωνίας. Είναι αυτονόητο ότι το ένα συνδέεται με το άλλο, σε μία αμφίδρομη σχέση. Αυτό αναδεικνύεται σε κάποιες ταινίες που δεν μπορείς να τις κατατάξεις στη μία ή στην άλλη τάση μόνο. Είναι αυτονόητο ότι η βία απασχολεί τους Έλληνες δημιουργούς τόσο πολύ, είτε αυτή τη βρίσκουμε με την κρατική της μορφή είτε με την καθημερινή, από τους συμπολίτες μας. Μέσα σε αυτή τη βία μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής τάσεις: το βιασμό, τη βία που φέρνει η σπασμένη ταυτότητα, σε συνάρτηση με τις τάσεις του διαδικτύου, την κρατική βία, τέλος αυτή που εμφανίζεται μέσα στην εκπαίδευση.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Ο βιασμός είναι το αποτέλεσμα της σπασμένης ταυτότητας του άντρα, της αδυναμίας να βρει και να κυνηγήσει το ταίρι του, να ταυτιστεί. Φτάνουμε ξανά στο θέμα της επικοινωνίας, της αδυναμίας πρόσληψης στοιχείων της πραγματικότητας, στην απουσία της διαπροσωπικής επαφής. Το ψυχολογικό τραύμα του άντρα εγγράφεται εκεί και δημιουργεί ένα άλλο, μεγαλύτερο, στη γυναίκα, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να το θεραπεύσει. Τελικά ο κοινωνικός ιστός διασπάται και η κοινωνία αποσαρθρώνεται. Δυστυχώς στις ταινίες που είδαμε αυτή η ανάπτυξη δε φαίνεται και οι σεναριακές δομές είτε είναι απλοϊκές είτε δε στοχεύουν στο θέμα τους.
Στη βία που εμφανίζεται μέσα από την ενασχόληση με το διαδίκτυο έχουμε καλύτερα δείγματα, όχι όμως σε όλες τις ταινίες. Εδώ, στο σύνολο αυτών των παραγωγών, θα βρούμε την υπερβολή. Η κρατική βία, αντίθετα, απεικονίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ίσως η ενασχόληση των ίδιων των δημιουργών με τα κοινωνικά δρώμενα, η εμπλοκή τους σε στιγμές κρατικής βίας, τους βοήθησε να κάνουν μία πιο προσεχτική ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Η λύση είναι να βγούμε από αυτό το χάος παλεύοντας μόνοι μας; Κάποιες ταινίες απάντησαν αρνητικά και τοποθετήθηκαν υποστηρίζοντας τη μαζική δράση, όχι το μοναχικό αγώνα. Δυστυχώς ήταν η μειοψηφία των παραγωγών. Σε κάποιες άλλες ταινίες, όλα αυτά τα θέματα υπάρχουν σε στοιχεία που είτε συγκροτούν μία αυστηρά δομημένη σύνθεση είτε μία αποσπασματική ανάπτυξη. Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι το σενάριο είναι το μεγάλο πρόβλημα, ειδικά η ανάπτυξή του. Ξέροντας ότι οι αυστηρά δομημένες σεναριακές μορφές θα μας δώσουν αυτά τα στοιχεία για να έχουμε μία καλή σκηνοθεσία και ένα αφηγηματικά λειτουργικό και ακριβές μοντάζ, θέτουμε αυτό το θέμα ως το πρώτο προς επίλυση.
Η σκηνοθεσία, στις περισσότερες περιπτώσεις, μας έδειξε ότι έχει τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και να μας δώσει καλά αποτελέσματα, αν είχε την καλή πρώτη ύλη, το σενάριο, για να μπορέσει να δουλέψει με ακρίβεια. Είδαμε ότι οι δημιουργοί κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο μέσο τους, ως σκηνοθεσία, αν διακρίνουμε την τάση ανάπτυξης αυτών των σεναριακών δομών που υπήρχαν. Αυτό που κυριάρχησε στη σκηνοθετική προσέγγιση είναι η απαισιοδοξία, κάτι που είναι φυσικό αφού η ίδια η κοινωνία δεν προσφέρει αυτές τις δομές για να έχουμε μία αισιόδοξη τάση που θα έρχεται από τη λύση κάποιων προβλημάτων.
Τεχνικά, δεν μπορούμε παρά να είμαστε αρκετά ικανοποιημένοι από την κινηματογράφηση, την ηχοληψία, το μοντάζ. Όμως δεν μπορούμε να είμαστε και τόσο αισιόδοξοι διότι δε μας αφήνει η συνολική ανάπτυξη των περισσότερων ταινιών ικανοποιημένους.
Ο αναγνώστης αυτού του κειμένου μπορεί να διακρίνει ποιες ταινίες ξεχωρίσαμε, ποιοι σκηνοθέτες ανεδείχθησαν, ποιες δουλειές και ποιους δημιουργούς θα πρέπει να σημειώσουμε, για να περιμένουμε τη δουλειά τους τα επόμενα χρόνια, αν το επιτρέψουν οι δομές παραγωγής στον κρατικό και ιδιωτικό τομέα, όπως προαναφέραμε. Όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εμφάνιση δημιουργών από άλλες χώρες έδωσε μία ώθηση στην ελληνική κινηματογραφία, αφού πρέπει να τους εντάξουμε σε αυτή, αφού τόσο το θέμα τους είναι καθαρά ελληνικό όσο και η εργασία τους έχει γίνει στην Ελλάδα. Ίσως αυτή η συνύπαρξη Ελλήνων και ξένων δημιουργών μας δώσει μία ώθηση στην εθνική μας κινηματογραφία, μέσω ενός υγιούς συναγωνισμού που ελπίζουμε να υπάρξει.
Περιμένουμε να δούμε, τις επόμενες χρονιές, τα δείγματα των νέων εργασιών για να διαπιστώσουμε αν η ελληνική κινηματογραφία είναι μία βαλτωμένη υπόθεση, με κάποιες εξάρσεις ανά χρονιές, και αν το κινηματογραφικό κατεστημένο αφήνει να αναπτυχθεί το νέο και δεν θα το πνίξει.
Σεπ 14, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 07, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη