Ιούν 07, 2019 Κινηματογράφος 0
του Γιάννη Φραγκούλη
To αριστούργημα του Georg Wilhelm Pabst με την αξεπέραστη Louise Brooks. «Μακάρι να μπορούσα να αλλάξω τη ζωή μου. Είμαι τόσο θλιμμένη.». Σε επετειακή επανέκδοση, στις 13 Ιουνίου 2019, από τη New Star.
Αφού μένει έγκυος από έναν φαρμακοποιό, βοηθό του πατέρα της, αλλά αρνείται να τον παντρευτεί, μία νεαρή γυναίκα διώχνεται από το σπίτι της και στέλνεται σε ένα αναμορφωτηριο θηλέων. Η Θιμιάν Χένινγκ (Louise Brooks), η αθώα, αφελής κόρη του φαρμακοποιού Ρόμπερτ Χένινγκ (Josef Rovenský), νιώθει αμηχανία όταν η οικονόμος, Ελισάβετ (Sybille Schmitz), αναχωρεί ξαφνικά. Αποδεικνύεται ότι ο πατέρας της άφησε την Ελισάβετ έγκυο. Το σώμα της Ελισάβετ μεταφέρεται στο φαρμακείο αργότερα εκείνη την ημέρα, φερόμενη ότι αυτοκτόνησε.
Ο βοηθός του πατέρα της Θιμιάν, Μάινερτ (Fritz Rasp), υπόσχεται να της εξηγήσει τα πάντα αργά εκείνη τη νύχτα, αλλά αντ’αυτού την εκμεταλλεύεται και την αφήνει επίσης έγκυο. Αν και η Θιμιάν αρνείται να ονομάσει τον πατέρα του μωρού, οι συγγενείς το μαθαίνουν από το ημερολόγιό της και αποφασίζουν ότι η καλύτερη λύση είναι να παντρευτεί το Μάινερτ. Όταν εκείνη αρνείται επειδή δεν τον αγαπάει, δίνουν το μωρό σε μια μαία και την στείλουν σ’ένα αυστηρό αναμορφωτήριο θηλέων που διοικέιται από μια τυραννική γυναίκα (Valeska Gert) και τον ψηλό, φαλακρό βοηθό της (Andrews Engelmann).
Εν τω μεταξύ, ο φίλος της Θιμιάν, κόμης Οσντόρφ (André Roanne), απομακρύνεται και αποχωρίζεται από τον πλούσιο θείο του, επίσης κόμη Οσντόρφ (Arnold Korff), αφού αποδεικνύεται ότι αποτυγχάνει στα πάντα. Η Θιμιάν ικετεύει τον φίλο της να πείσει τον πατέρα της να την πάρει πίσω, αλλά εκείνος έχει παντρευτεί τη νέα του οικονόμο, τη Μέτα (Franziska Kinz), κι εκείνη δε θέλει κανένα αντίπαλο στην αγάπη του.
Επαναστατώντας ενάντια στην αυστηρή πειθαρχία του αναμορφωτηρίου και η Θιμιάν και η φίλη της Έρικα (Edith Meinhard) δραπετεύουν με τη βοήθεια του Οσντόρφ. Όταν η Θιμιάν πηγαίνει να δει το μωρό της, της ανακοινώνουν ότι το παιδί έχει πεθάνει. Μετά από μία μεγάλη περιπλάνηση στους δρόμους, επανασυνδέεται με την Έρικα, η οποίος εργάζεται σε ένα πορνείο. Αν και χωρίς εμπειρία η Thymian γίνεται και αυτή πόρνη, ακολουθώντας τη φίλη της. Και η ιστορία συνεχίζει να γίνεται ακόμα πιο τραγική, χωρίς όμως, να μπορεί να αγγίξει, ουσιαστικά, τη Θιμιάν η οποία παραμένει ένα μοναδικό και πανέμορφο πλάσμα.
Η ταινία του 1929 με την Louise Brooks, «Το ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού», βασίζεται σε ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο που δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1905.
Αν και λίγα είναι γνωστά, το βιβλίο έκανε λογοτεχνική αίσθηση στις αρχές του 20ου αιώνα. Ξεσήκωσε θύελα αντιδράσεων και συζητήσεων μετά την έκδοσή του. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20, είχε πουλήσει περισσότερα από 1.200.000 αντίτυπα -και συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των bestselling βιβλίων της εποχής του.
Ήταν -όπως πολλοί πίστευαν- το πραγματικό ημερολόγιο μιας νεαρής γυναίκας που αναγκάστηκε λόγω των περιστάσεων να ακολουθήσει το δρόμο της πορνείας; Ή ένα εντυπωσιακό και έξυπνα ψεύτικο, ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα αυτού του είδους; Αυτή η αμφισβητούμενη δουλειά -ένα έργο ασυνήθιστης ιστορικής σημασίας καθώς και λογοτεχνικής πολυπλοκότητας- ενέπνευσε μία συνέχεια, ένα παιχνίδι, μία παρωδία, μία ακολουθία από μιμητές και δύο σιωπηλές ταινίες. Η καλύτερη μεταφορά του, όμως, είναι αυτή του Georg Wilhelm Pabst με πρωταγωνίστρια τη Louise Brooks.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες στο Χόλυγουντ δεν αντιλαμβάνονται τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των ηθοποιών. Ο Pabst όχι μόνο τις αντιλαμβανόταν, αλλά και τις χρησιμοποιούσε για να αντλήσει ενέργεια κατά το γύρισμα.
Ο Roger Ebert για τη Louise Brooks
Με το να μην ενεργεί, με το «δεν κάνει τίποτα», η Louise Brooks έγινε μία από τις πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές ηθοποιούς, προβάλλοντας μία παρουσία που είναι καταπληκτική. Μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν από ταινίες, ίσως είναι αλήθεια ότι η Brooks είναι μία ηθοποιός που ακόμα, μέχρι σήμερα, εμπνέει βαθιά αγάπη. Είναι τόσο απλη, τόσο άμεση, τόσο αδύναμη. Παρακολουθώντας την τέταρτη εμφάνισή της στο «The show-off» (1926), την παρακολούθησα να «κλέβει» χωρίς κόπο την κάθε σκηνή στην οποία βρισκόταν. Οι άλλοι ήταν εκεί μπροστά από την κάμερα. Εκείνη ήταν πραγματικά μέσα στη σκηνή.
Δεν εννοώ ότι η Brooks «δεν ενεργούσε» ή ότι ήταν ξύλινη ή ρομποτική. Δεν μπορούσες να την αμφισβητήσεις όταν εξέφραζε θλίψη, ευτυχία, ενθουσιασμό, φόβο. Αλλά είχε εναν απίστευτο βαθμό εσωτερικότητας. Στη μέση μιας ευχάριστης σκηνής, οι άλλοι θα μπορούσαν να είναι απλά χαρούμενοι, αλλά η δικη της αντίδρασή θα ήταν περισσότερο εξεταστική και αναγνωριστική. Η δουλειά της ως ηθοποιού δεν ήταν να μας οδηγήσει στη σωστή αντίδραση. Ήταν να παρατηρεί η ίδια την πραγματικότητά της.
Ο Άδωνης Κύρου στο «Amour-eroticisme au cinema», 1957
«H Louise Brooks ήταν η μόνη γυναίκα που είχε την ευχέρεια να μεταμορφώνεται -όποια κι αν ήταν η ταινία… Η ζωηρή της ομορφιά, ο απόλυτα μοναδικός τρόπος ερμηνείας της (δεν ξέρω μεγαλύτερη τραγωδό στην οθόνη) την προδιέθεταν για το υψηλότερο επίπεδο. Καμία γυναίκα δεν άσκησε περισσότερη μαγεία, καμία δεν είχε την ιδιοφυία της όταν έπαιζε. Ωστόσο εξαφανίστηκε το 1931 με ένα τρόπο τελείως ανεξήγητο, στην ηλικία των 24».
Εάν υπήρχε ποτέ ένα πρόσωπο που θα μπορούσατε να πούμε -χωρίς δισταγμό- πως η κάμερα αγάπησε, είναι το θεϊκό πρόσωπο της Louise Brooks. Αφού εγκατέλειψε το Χόλιγουντ το 1928, η Brooks πήγε στη Γερμανία και συνεργάτηκε με τον σκηνοθέτη Georg Wilhelm Pabst ως Lulu στην κλασική γερμανική σιωπηλή ταινία «Pandora’s box» (1929). Η μοναδική εμφάνιση και το ύφος της Brooks καταγράφηκε έξοχα στην ταινία από τον Pabst, ενώ το «Κουτί της Πανδώρας» στιγμάτισε την προσωπικότητα της επί της οθόνης και την καθιέρωσε στην ιστορία του κινηματογράφου. Το χαρακτηριστικό της καρέ, η σεξουαλική της αυτοπεποίθηση και μοναδική της στάση, αποτυπώθηκαν σε γενιές κινηματογραφόφιλων που μετέπειτα στήριξαν ταινίες με ισχυρές, ανεξάρτητες γυναίκες, από την Άννα Καρίνα στο «Vivre sa vie» (1962), του Jean-Luc Godard, και την Melanie Griffith στο «Something wild», του Jonathan Demme, έως την Uma Thurman στο «Pulp fiction», του Quentin Tarantino (1994). Η Brooks είναι γνωστή κυρίως για το ρόλο της στο «Κουτί της Πανδώρας», αλλά αυτό που πολλοί άνθρωποι ίσως δεν γνωρίζουν είναι ότι γρήγορα συνεργάστηκε με τον Pabst σε αυτή τη συνέχεια, τη μόνη άλλη ταινία που έκαναν μαζί.
Στο «Ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού», η Brooks παίζει την αθώα νεαρή κόρη ενός φαρμακοποιού (Josef Rovensky) Θιμιάν Χένινγκ, η οποία παρασύρεται από τον αδίστακτο βοηθό του πατέρα της Μάινερτ (Fritz Rasp) και μένει έγκυος. Διαβάζοντας το ημερολόγιο της Θιμιάν, η οικογένειά της ανακαλύπτει ότι ο Μάινερτ είναι ο πατέρας του μωρού, αλλά ούτε η Θιμιάν ούτε η Μάινερτ θέλουν να παντρευτούν ο ένας τον άλλον. Η Θιμιάν αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι της, να μεταφέρει το μωρό της σε μία μαία και στη συνέχεια στέλνεται σε ίδρυμα αναμορφώσεως θηλέων, όπου ο διευθυντής του σχολείου (Andrews Engelmann) και η σύζυγός του (Valeska Gert) υποβάλλουν τα κορίτσια σε αδυσώπητα βασανιστήρια. Η Θιμιάν αγωνίζεται ενάντια σε αυτό το καταπιεστικό καθεστώς και δραπετεύει από το σχολείο με την φίλη της Έρικα (Edith Meinhard). Ανακαλύπτοντας ότι το μωρό της πέθανε, η Θιμιάν περιπλανιέται στους δρόμους σε απόγνωση, μέχρι που τελικά ξαναβρίσκει την Έρικα, η οποία εργάζεται σε ένα πορνείο.
Η Θιμιάν καταλήγει να εργάζεται και εκείνη στο πορνείο, όπου αρχίζει να ξαναχτίζει τη ζωή της και αρχίζει να ξανακερδίσει την αυτοεκτίμησή της. Η ταινία αφορά τόσο τις κοινωνικές συνθήκες που ζει η Θιμιάν όσο και τον κόσμο που βλέπει γύρω της, όπως το αντιλαμβάνεται η ίδια η Θιμιάν. Ένα μεγάλο μέρος του «Ημερολογίου ενός χαμένου κοριτσιού» έχει κινηματογραφηθεί πιο ρεαλιστικά από τον εξπρεσιονισμό του «Κουτιού της Πανδώρας» -αν και, όπως επισημαίνει ο Tom Milne, ο Pabst χρησιμοποιεί και τα δύο στυλ στο «Ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού», με τις αρχικές σκηνές στο φαρμακείο που παρουσιάζονται με τρόπο κοινωνικού ρεαλισμού και τις σκηνές στο ίδρυμα χρησιμοποιώντας τεχνικες και αποδόσεις εξπρεσιονισμού.
Το «Ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού» είναι ένα αναπόφευκτο κατηγορητήριο της κοινωνίας της εποχής και ενώ μεγάλο μέρος της ταινίας το μεταφέρει με επιτυχία αυτό οπτικά, προς το τέλος της ταινίας μεταφέρονται όλα πιο πολύ με έναν βαρύ ηθικοπλαστισμό. Ωστόσο, η σκηνοθετική δεξιότητα του Pabst είναι εμφανής σε όλο την ταινία: τα κοντινά πλάνα και η καθυστέρησή του στη δράση τραβούν το θεατή προς το δράμα και τον κάνουν να ταυτίζεται με τη Θιμιάν καθ’όλη την ταινία. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην εξαιρετική σκηνή του καφέ, όπου η Θιμιάν και ο πατέρας της -που δεν έχουν δει ο ένας τον άλλον για καιρό- ανταλλάσσουν μακρά, θλιβερά βλέμματα μέσα σ’ένα γεμάτο δωμάτιο. Με τη στυβαρή σκηνοθεσία του Pabst και τη λεπτή, αλλά εκφραστική απόδοση της Brooks, το «Ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού», είναι πολύ περισσότερο από μία υποσημείωση στη σταδιοδρομία του ταλαντούχου σκηνοθέτη και της εξαιρετικης πρωταγωνήστριάς του και σίγουρα χρήζει επανεκτίμησης.
Ο Georg Wilhelm Pabst γεννήθηκε το 1885 στο Ράντνιτζ της πρώην Τσεχοσλοβακίας και πέθανε το 1967 στη Βιέννη. Δούλεψε ως σκηνογράφος και θεατρικός ηθοποιός πριν ξεκινήσει τη σκηνοθετική του καριέρα. Το 1921, εμφανίστηκε στην ταινία του Carl Froelich, «Im Banne der Kralle», και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στις επόμενες δύο ταινίες του ίδιου. Το ντεμπούτο το ως σκηνοθέτης το έκανε με την ταινία «Τhe treasure», το 1923.
Η κριτική του ματιά απέναντι στους αστούς και στην ηθική εκείνης της εποχής είναι εμφανής στις επόμενες ταινίες του, «The street of Sorrow» (1925), «Το κουτί της Πανδώρας» (1929) και στο «Diary of a lost girl». Τη δεκαετία του ’20 και του ’30, ο Pabst ήταν μαζί με το Lang και το Μουρνάου οι κορυφαίοι Γερμανοί σκηνοθέτες, εκπρόσωποι του Εξπρεσιονισμού.
«The treasure» (Der Schatz) (1923)
«Δράματα στον οίκο ανοχής» (Die freudlose Gasse) (1925)
«Secrets of the soul» (Geheimnisse einer Seele) (1926)
«Ο έρως της Ιωάννας Νέι» (Die Liebe der Jeanne Ney) (1927)
«Όταν τα νιάτα διψούν» (Abwege) (1928)
«Το κουτί της Πανδώρας» (Die Büchse der Pandora) (1929)
«Diary of a lost girl» (Tagebuch einer Verlorenen) (1929)
«Η λευκή κόλαση του Πιτζ Παλού» (Die weiße Hölle vom Piz Palü) (1929)
«Στο Δυτικό Μέτωπο» (Westfront 1918) (1930)
«Η όπερα της πεντάρας» (Die 3-Groschen-Oper) (1931)
«Συντροφικότητα» (Kameradschaft )(1931)
«Ατλαντίς» (L’Atlantide) (1932)
«Δον Κιχώτης» (Don Quichotte) (1933)
«Έρως σε όλα τα πατώματα» (Du haut en bas) (1933)
«A modern hero» (1934)
«Θεσσαλονίκη, η φωλιά των κατασκόπων» (Mademoiselle Docteur) (1937)
«Το δράμα της Σαγκάης» (Le drame de Shanghaï) (1938)
«Η αγωνία των κοριτσιών» (Jeunes filles en détresse) (1939)
«Ο αγώνας μιας γυναίκας» (Komödianten) (1941)
«Paracelsus» (1943)
«Der Fall Molander» (1945)
«The trial» (Der Prozeß) (1948)
«Η φωνή της σιωπής» (La voce del silenzio) (1953)
«Η κατηγορούμενη σιωπά» (Das Bekenntnis der Ina Kahr) (1954)
«Οι τελευταίες στιγμές του Χίτλερ» (Der letzte Akt) (1955)
«20 Ιούλη 1944: εξέγερση ενάντια στον Χίτλερ» (Es geschah am 20. Juli) (1955)
«Τριαντάφυλλα για την Μπετίνα» (Rosen für Bettina) (1956)
Η γεννημένη το 1906 στο Κάνσας των Η.Π.Α. Louise Brooks ήταν αρχικά χορεύτρια. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Μπρόντγουεϊ, στα μπαλέτα Ziegfeld Follies και δεν άργησε να μεταπηδήσει στο Χόλυγουντ, όπου έπαιξε σε διάφορες ανάλαφρες ταινίες. Την καριέρα της ωστόσο τη χρωστάει κυρίως στην Ευρώπη, στη Γερμανία με τις ταινίες του Pabst «Pandora’s box» και «Diary of a lost girl» -ο ρόλος της στην πρώτη ταινία ως Λούλου είναι και αυτός που την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή- και στη Γαλλία με την ταινία του Augusto Genina, βασισμένη σε μία ιδέα του René Clair, «Prix de beauté». Το 1938 τερμάτισε την καριέρα της σε ηλικία 32 μόλις ετών και αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και τη συγγραφή. Είχε ξεχαστεί για καιρό μέχρι που το 1955 την ανακάλυψε ο ιστορικός κινηματογράφου James Card να ζει φτωχικά στη Ν. Υόρκη και την ανέσυρε στην επιφάνεια ξανά. Ο Henri Langlois, ο πολύ γνωστός επικεφαλής της Cinématheque Française, στο Παρίσι, την περιέγραψε σαν «το πνεύμα της κινηματογραφικής διαδικασίας» και «κάποια που μόλις τη δει κανείς, δεν μπορεί να την ξεχάσει». Η εικόνα της ως η νέα μοντέρνα γυναίκα της εποχής, με το χαρακτηριστικό καρέ ήταν απόλυτα επιδραστική στην εποχής της και παραμένει ακόμα και σήμερα ως ένα βαθμό τέτοια. Πέθανε το 1985 στη Ν. Υόρκη.
«A Girl in Every Port» (1928)
«Die Büchse der Pandora» / Pandora’s box (1929)
«The canary murder case» (1929)
«Tagebuch einer Verlorenen» / Diary of a lost girl (1929)
«Prix de beauté» (Miss Europe) (1930)
«It pays to advertise» (1931)
«Empty saddles» (1936)
«Overland stage raiders» (1938)
«Κατέβηκα στην αποβάθρα του σταθμού για να συναντήσω τον κύριο Pabst και έγινα ηθοποιός», λέει η Louise Brooks. Η εξαφάνιση της Louise Brooks από τα κινηματογραφικά στούντιο δεν ήταν εντελώς ανεξήγητη. Κρίθηκε γρήγορα ανεπιθύμητη λόγω του αντικονφορμισμού και της μαχητικοτητάς της.
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη