ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ
στο θέατρο
Η θεατρική πλευρά της Αλίκης Βουγιουκλάκη έχει ιδιαίτερη σημασία. Αν στον κινηματογράφο ήταν η εθνική σταρ, στο θέατρο ξεκίνησε την καριέρα της, πριν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και στο θέατρο τέλειωσε την καριέρα της, λίγο πριν να πεθάνει. Αν όμως ήταν η αγαπημένη ηθοποιός του κοινού, δεν ήταν η αγαπημένη των κριτικών, οι οποίοι έγραψαν ότι άρχισε να γίνεται ηθοποιός, με την έννοια της ολοκληρωμένης ηθοποιού, όταν έπαιξε στη «Μελωδία της ευτυχίας», η οποία όμως ήταν η τελευταία της παράσταση. Διαβάστε την ανάλυση για τη θεατρική πλευρά της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τη βιογραφία της και την ανάλυση της κινηματογραφικής της πλευρά, για μια ολοκληρωμένη άποψη.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη λάτρευε από μικρή την Μαίρη Πίκφορντ και την Γκρέτα Γκάρμπο. Έδωσε κρυφά εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε μια εποχή που το κοινωνικό κατεστημένο, με την ανάλογη νοοτροπία συνέδεε το επάγγελμα του ηθοποιού με αβέβαιο μέλλον και ένα προφίλ ανηθικότητας.
Το 1953, στο δεύτερο έτος της σχολής, παίζει το μικρό ρόλο της Λουιζόν στον « Κατά φαντασίαν ασθενή», του Μολιέρου, ενώ τον ίδιο χρόνο πήρε και το ρόλο της Ολυμπίας στις «Φουσκοθαλασσιές», του Δημήτρη Μπόγρη, μια ηθογραφική κομεντί. Το 1954 πριν τελειώσει την δραματική σχολή, την κάλεσε ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης εκείνης της εποχής Νίκος Χατζίσκος για να αντικαταστήσει την Άννα Σινοδινού, που αποχώρησε από το θίασο στο ρόλο της Ιουλιέτας. Για να παίξει το ρόλο χρειάστηκε να πάρει ειδική άδεια από τη σχολή της έχοντας μόνο τρεις μέρες για να προετοιμαστεί και να μάθει το ρόλο. Τότε για πρώτη φορά κοινό και κριτικοί χειροκρότησαν την προσπάθεια της.
Το 1954 η Αλίκη Βουγιουκλάκη κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με την ταινία « Το ποντικάκι» και ακολουθεί η πρώτη συνεργασία της με το θίασο Κοτοπούλη, το θίασο της Κατερίνας και τέλος με το θίασο του Κώστα Μουσούρη, ο οποίος την έκανε πρωταγωνίστρια διακρίνοντας σε αυτήν μια λαμπερή περσόνα ηθοποιού που η φύση της έδωσε, ένα στυλ ενός χαμογελαστού παιδιού συνδυασμένο με τη χάρη της σουμπρέτας, αν μιλήσουμε με θεατρικούς όρους, καλύπτοντας ένα κενό μιας ανέμελης και χαρούμενης φιγούρας στην ταλαιπωρημένη μεταπολεμική Ελλάδα του ’60, εξαιτίας των γνωστών κοινωνικοπολιτικών συνθηκών.
Έτσι άρχισε μια πολύ πετυχημένη συνεργασία της Αλίκης με τον Φιλοποίμενα Φίνο και την εταιρεία του, την θρυλική Φίνος Φιλμ με τις κωμωδίες του Αλέκου Σακελλάριου που διέκρινε αμέσως στο πρόσωπο της Αλίκης την πρωταγωνίστρια με τη λάμψη μιας μελλοντικής σταρ της οθόνης. Παράλληλα η Αλίκη κάνει δικό της θίασο το 1961 ανεβάζοντας την περίοδο 62-63 το έργο του Μπέρναρ Σω « Καίσαρ και Κλεοπάτρα» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και μουσική Μάνου Χατζηδάκι μια πολυδάπανη παραγωγή που έκανε μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ κάνει δύο έκτακτες εμφανίσεις στην παράσταση «Οδός Ονείρων» επίσης σε μουσική Μάνου Χατζηδάκη την ίδια περίοδο. Οι κριτικοί της εποχής έγραψαν ότι ήταν μια αξιόλογη πρώτη στροφή της ηθοποιού να ξεφύγει από την τυποποίηση των ρόλων που ερμήνευε στις φαρσοκωμωδίες του κινηματογράφου.
Αντιθέτως το ευρύ κοινό που την είχε ταυτίσει με τις ταινίες της δεν την ανταμείβει ανάλογα. Έτσι φοράει πάλι τη σχολική ποδιά και ανεβάζει το έργο του Αλέκου Σακελλάριου « Χτυποκάρδια στο θρανίο», σε μουσική Μίμη Πλέσσα. Η Αλίκη ήταν ήδη, με τα τότε εμπορικά κριτήρια, πετυχημένη πρωταγωνίστρια στο χώρο του θεάματος εισάγοντας στοιχεία μιούζικαλ στο θέατρο και στον κινηματογράφο αφού παίζει και τραγουδάει εκφράζοντας τις κρυφές επιθυμίες μιας πιο χαρούμενης ζωής στις γενιές των Ελλήνων που σημαδεύτηκαν με τραυματικές εμπειρίες και μεγάλη οικονομική ανέχεια. Πίσω απ’ αυτήν την ανοδική πορεία της Αλίκης υπήρχε μια πειθαρχημένη προσωπικότητα, που έχτιζε με αποφασιστικότητα, και μια αίσθηση τελειομανίας, επιλέγοντας αυστηρά τους καλύτερους συνεργάτες, μια καριέρα «εθνικής σταρ» με το ανάλογο ψυχολογικό κόστος που στην ουσία επέβαλλε στην Βουγιουκλάκη να κρατάει σε όλη της την καλλιτεχνική διαδρομή την εικόνα ενός ανέμελου κοριτσιού που εκπέμπει μια αιώνια νεότητα που δεν την αγγίζει το πέρασμα του χρόνου.
Σταθμό στη θεατρική της πορεία αποτέλεσε το έργο «Ωραία μου κυρία» που ανέβηκε πρώτη φορά με τον Κώστα Μουσούρη, στο Κοτοπούλη-Ρεξ, το πιο φημισμένο θέατρο της Αθήνας λόγω του ποιοτικού του ρεπερτορίου και του ελιτίστικου κοινού που παρακολουθούσε τις παραστάσεις του. Η επιτυχία του έργου την οδήγησε να το ανεβάσει άλλες τρεις φορές με το δικό της θίασο. Ο συγκεκριμένος ρόλος εκτιμήθηκε γιατί ταίριαζε αρμονικά στο image της ηθοποιού. Παρόλα αυτά μεγάλο μέρος των κριτικών ισχυρίστηκαν ότι αφού η Αλίκη έγινε πρωταγωνίστρια ήταν καιρός να γίνει και ηθοποιός με τη ποιοτική σημασία της λέξης. Η Αλίκη εκμεταλλεύεται τις κινηματογραφικές της επιτυχίες στο χώρο της κωμωδίας που κάνουν εισπράξεις-ρεκόρ για την εποχή καθιερώνοντας το είδωλο της ως αντίβαρο στα δακρύβρεχτα κοινωνικά δράματα της υπόλοιπης κινηματογραφικής παραγωγής που απλά αποτύπωναν τα βάσανα των λαϊκών μαζών, ανεβάζοντας στο θέατρο τις περισσότερες από αυτές όπως το «Αχ αυτή η γυναίκα μου», των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, και «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», του Αλέκου Σακελλάριου. Το 1965 γίνεται συνθιασάρχης με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, το Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Παράλληλα ανεβάζει ξένες κωμωδίες με τα υψηλότερα στάνταρ παραγωγής όπως «Του φτωχού τ’αρνί», του Στέφαν Τσβάιχ, και «Τόπος στα νιάτα», του Π. Φοντέρ, ως το 1971 που ο θίασος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ αποκτά τη δική του στέγη στο θέατρο Αλίκη ανεβάζοντας την «Βασίλισσα Αμαλία», του Γεωργίου Ρούσου, η οποία παίχτηκε πολύ αργότερα ως τηλεοπτική σειρά. Το 1974, αφού χωρίζει από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ανεβάζει τη « Μαντώ Μαυρογένους», του Γεωργίου Ρούσου, δίνοντας μια ακόμα πατριωτική διάσταση στην δημοφιλή εικόνα της. Τις επόμενες χρονιές κάνει δύο μιούζικαλ-υπερπαραγωγές που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο θεατρικό χώρο το «Καμπαρέ», του Τζ. Μάστεροφ, και «Καμπίρια», στο θερινό θέατρο «Αλίκη». Κάπου εκεί βρίσκω τον εαυτό μου να παίρνει ένα αυτόγραφο από τη σταρ Αλίκη που με βοήθησε να δω μια επίφαση λαϊκής κουλτούρας πίσω από τη λάμψη της σκηνής στη συμπεριφορά της ηθοποιού που ομολογώ ότι υπηρέτησε τίμια το είδος του μιούζικαλ με φροντισμένες παραγωγές που ανέδειξαν μερικά νέα ταλέντα στο ελληνικό θέατρο. Το 1979-80 περιοδεύει με το έργο «Νυφικό κρεβάτι», Γ. Ντε Χάρτογκ, και το καλοκαίρι του ‘80 ανεβάζει το μιούζικάλ « Εύθυμη χήρα», των Φρ. Λέχαρ, Β. Λεόν και Στάιν.
Το 1981-82 παίζει σύμφωνα με γνώμες Ελλήνων και ξένων κριτικών έναν από τους καλύτερους ρόλους της πλάι στον Βλάση Μπονάτσο στην ροκ όπερα «Εβίτα», των Τ. Ράις και Αν. Λ. Γουέμπερ, αφού έχει παρακολουθήσει εντατικά μαθήματα φωνητικής και χορού και απογειώνει για άλλη μια φορά την καριέρα της συνεχίζοντας ακάθεκτα να πρωταγωνιστεί και τα επόμενα χρόνια (1983-94) σε σημαντικές κομεντί και μιούζικαλ του διεθνούς ρεπερτορίου. Αναφέρουμε ενδεικτικά το «Βίκτωρ- Βικτωρία», Ρ. Σίντσελ, «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», του Γ. Ράσελ, «Λυσιστράτη», του Αριστοφάνη, με το οποίο κατεβαίνει για πρώτη φορά στο χώρο του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Υποκριτικά, παρόλη την εμπειρία της, η Βουγιουκλάκη αναπαραγάγει με μικρές παραλλαγές και αποκλίσεις τη μανιέρα μιας επιτυχημένης εμπορικά συνταγής ενός κοριτσιού που καταφέρνει πάντα με τσαχπινιά και χαμόγελο αλλά και μια πονηριά της «γατούλας» που έπαιξε στον κινηματογράφο να ικανοποιεί τις επιθυμίες της κερδίζοντας τη συμπάθεια και την αποδοχή του κόσμου. Το 1989-90 παίζει την «Σίρλει Βαλεντάιν», του Γ. Ράσελ, παράσταση για έναν ρόλο που σκιαγραφεί με φεμινιστικό χαρακτήρα τις αποχρώσεις και τις συμπεριφορές μιας ευαίσθητης σύγχρονης γυναίκας την οποία η Αλίκη πλησίασε αναδεικνύοντας έντονα το θαρραλέο «αντράκι» ως συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα της, παράλληλα με ένα βαθμό υπερβολής έξω από τα μέτρα που απαιτούσε ο ρόλος.
Αξιοσημείωτο γεγονός που επιβεβαιώνει τις παραπάνω διαπιστώσεις είναι και ο ρόλος της Αλίκης στο «Γλυκό πουλί της νιότης», του Τ. Ουίλιαμς, που ανέβασε το 1990-91 και επίσης στην «Φιλουμένα Μαρτουράνο», του Εντουάρντο Ντε Φίλιπο, όπου μάταια αποπειράται να μπει στην ουσία των ρόλων με τη δραματική διάσταση που απαιτεί επιμένοντας να βγάζει την αγέραστη περσόνα της. Ο σκηνοθέτης Αντρέας Βουτσινάς είχε δηλώσει σχετικά πόσο αρμονικό θα ήταν να έπαιζε η Αλίκη ρόλους της πραγματικής της ηλικίας δίνοντας μια αρμονική διάσταση και μια ώριμη εξέλιξη στη θεατρική της πορεία. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου είδα για τρίτη φορά την Αλίκη στην «Αντιγόνη», του Σοφοκλή, στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, όπου φάνηκε η αδυναμία της ηθοποιού να αποδώσει το δυναμικό ρόλο της επαναστάτριας Αντιγόνης σε μια άνιση παράσταση με αξιόλογους συντελεστές στον ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο του αρχαίου θεάτρου που αποτελεί έτσι κι αλλιώς μέτρο σύγκρισης και κριτήριο υποκριτικής τελειότητας για κάθε ηθοποιό. Η θεατρική της διαδρομή κλείνει με το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας» (1994-96), των Ρ. Ρότζερ και Οσ. Χαμερστάιν, όπου η Αλίκη στην τελευταία της παρουσία στο θεατρικό σανίδι δικαιώνει την επαφή της με το παιδικό κοινό λίγο πριν την αρρώστια και το τραγικό της τέλος.
Συμπερασματικά πιστεύω ότι η Αλίκη δημιούργησε το δικό της θρύλο ως μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του κινηματογράφου και του θεάτρου χωρίς βαθύτερες και ουσιαστικές υποκριτικές αρετές με επιστημονικά κριτήρια της παραστατικής τέχνης γιατί στηρίχτηκε πάνω απ’ όλα σε μια σκληρή και επίπονη δουλειά ως άρτια θεατρική επιχειρηματίας που ευνοήθηκε από πολλά κέντρα εξουσίας ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της και παράλληλα εξέπεμπε ένα πηγαίο αυθορμητισμό θετικής ενέργειας και ακτινοβολίας στη σκηνή που σε συνδυασμό με τις εντυπωσιακές παραγωγές πρωτόγνωρες για τα θεατρικά δεδομένα της Ελλάδος οδήγησε στην επιτυχία της βάση μιας αυστηρής εισπρακτικής λογικής. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τον παράγοντα μιας ιδιαιτέρα προσωπικής «αύρας» που είχε η Αλίκη και με ένα τρόπο κατάφερε να αγγίξει γενιές Ελλήνων που μεγάλωσαν με το χαμόγελο της. Ο Γάλλος λογοτέχνης Λ. Ροσφηκώ είχε δηλώσει ότι λίγοι άνθρωποι ξέρουν να γερνάνε φαινόμενο που χαρακτηρίζει μια από τις αυταπάτες και της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας που στηρίζεται στην καλή εμφάνιση ως ένα αξιόπιστο κριτήριο ερωτικής και επαγγελματικής επιτυχίας, αγνοώντας την πνευματικότητα αν και θεωρώ ότι στον τομέα της τέχνης ο κάθε δημιουργός που εκτίθεται βγάζει με ένα τρόπο αβίαστα το παιδί που κρύβει μέσα του.
Νίκος Θωμόπουλος
Ιαν 24, 2022 0
Ιαν 15, 2022 0
Ιαν 15, 2022 0
Δεκ 30, 2021 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Δ | Τ | Τ | Π | Π | Σ | Κ |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | ||||||
2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 |
9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 |
16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 |
23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | 29 |
30 | 31 |