Ιούλ 27, 2019 Κινηματογράφος 0
του Θόδωρου Σούμα
Ο Σταύρος Τσιώλης γύρισε την τελευταία του ταινία «Γυναίκες που περάσατε από δω» το 2017 και ύστερα παρέδωσε την κάμερα αλλά και την πένα με την οποία έγραφε τα ολοζώντανα, σπιρτόζα και σκωπτικά θεατρικά έργα του, στους νεότερους… Ο Τσιώλης ήταν δάσκαλος του γνήσιου, αυθόρμητου, κωμικού και συναισθηματικού σινεμά, που τίμησε τόσο τον παλαιό ελληνικό κινηματογράφο, στη Φίνος Φιλμ, όσο και τον νέο και ανεξάρτητο ελληνικό κινηματογράφο.
Ήταν γλυκόπικρος, ζεστός κι ανθρώπινος σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, ερωτευμένος με τη ζωή, την τέχνη, τις γυναίκες και το σινεμά, με συναίσθημα, πάθος, έμφυτη ευφυΐα, πολλές ικανότητες και αντοχές (έκανε την τελευταία ταινία του «Γυναίκες που περάσατε από δω», άρρωστος)… Ένας ωραίος, ιδιοφυής τρελός του κινηματογράφου, γνήσιος Έλληνας και Αρκάς, ένας λαϊκός καλλιτέχνης, εμπνευσμένος, συχνά αυτοσχεδιαστικός, ταλαντούχος, δροσερός, χιουμορίστας περιηγητής (βλέπε τις ταινίες περιπλάνησης που γύρισε) και μαχητής της ζωής, των γραμμάτων και των τεχνών… Οι κινηματογραφικές κομεντί του Σταύρου Τσιώλη τάσσονται υπέρ ενός ανοιχτού τρόπου ζωής και κινηματογράφησης, ανοιχτού στις καθημερινές χαρές, στις εκπλήξεις και στο κέφι. Ο ώριμος, ανεξάρτητος -εκτός Φίνος Φιλμ- σκηνοθέτης Τσιώλης είναι ατμοσφαιρικός, απλός, αποσπασματικός, επικούρειος και χαλαρός τόσο ως προς την αφήγηση, όσο και ως προς τη στάση ζωής. Πλάθει έναν κινηματογράφο ποιητικό, καλόκαρδο και αστείο. Η ματιά του είναι γλυκιά και γενναιόδωρη. Υιοθέτησε ένα στυλ φρέσκο, νεανικό, σκωπτικό και ζωντανό. Το σινεμά του δεν είναι βιομηχανικό και στιβαρά αφηγηματικό, αλλά σχεδόν χειροποίητο και ελλειπτικό, το οποίο βρίσκεται κοντά στις αρχέγονες ανθρώπινες αξίες. Ο Τσιώλης είναι θεράπων των μικρών παραγωγών, του λιτού και φτωχού κινηματογράφου και του μινιμαλισμού στην έκφραση.
Ο Τσιώλης ξεκίνησε την καριέρα του, στη Φίνος Φιλμ, ως βοηθός παραγωγής και σκηνοθεσίας σε πάμπολλες παραγωγές… Από το 1969 έγινε, σταδιακά, ένας παραδοσιακός μα και δυναμικός επαγγελματίας σκηνοθέτης του παλιού ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Μετά από τέσσερις ταινίες γύρισε την πλάτη στο προηγούμενο έργο του και στην εργασία στον εμπορικό κινηματογράφο. Ύστερα από πολλά χρόνια επανήλθε και, μέσα από πολύ και βασανιστικό ψάξιμο, άνοιξε σταδιακά ένα νέο δρόμο. Πρότεινε και δίδαξε στους νεότερους κινηματογραφιστές ένα πηγαίο, αυθόρμητο, ανάλαφρο, εύθυμο μα κι ελεύθερο ύφος.
Ο Τσιώλης είναι ο σκηνοθέτης των κινηματογραφικών περιπλανήσεων, που άρχισαν σε θλιμμένο τόνο στο «Μια τόσο μακρινή απουσία» (1985) και στο ρηξικέλευθο «Σχετικά με τον Βασίλη» (1986), και συνέχισαν με μια σειρά απολαυστικών κωμωδιών περιπλάνησης στο ελλαδικό τοπίο: «Οι ακατανίκητοι εραστές» (1988) και οι κατοπινές απολαυστικές ταινίες του, με κορυφαίες στιγμές το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» (1992, σε σενάριο και συσκηνοθεσία με τον Χρήστο Βακαλόπουλο) και το «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990). Ο Τσιώλης απομακρύνθηκε βαθμιαία από τον σοβαροφανή και καταθλιπτικό κινηματογράφο των ιδεολογημάτων. Οι ταινίες του παρουσιάζουν κάποιες αναλογίες με τις περιπλανήσεις του Καουρισμάκι, που είναι επίσης θεράπων του φτωχού κινηματογράφου, των ταπεινών παραγωγών και του μινιμαλισμού στην έκφραση.
Στο τρίτο φιλμ του μετρώντας από το τέλος, το διασκεδαστικό «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998), ο Τσιώλης αφηγείται το αστείο και επεισοδιακό οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα τριών μπατζανάκηδων, τριών αντρών που έχουν παντρευτεί τρεις δύσμοιρες αδελφές. Σκοπεύουν να καθυστερήσουν να επιστρέψουν στις γυναίκες τους που τους περιμένουν, παραθερίζοντας στη Θάσο. Κωμικό φιλμ περιπλάνησης με πολλές στάσεις -λόγω ερωτικών εμπλοκών- στη λίμνη της Βόλβης, στο τοπικό ΚΑΠΗ και στο Πόρτο-Καρράς της Χαλκιδικής. Οι σαρανταπεντάρηδες ήρωες επιθυμούν να ανασάνουν πιο ελεύθερα και άνετα, μακριά από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και της βιοπάλης, γι’αυτό παίζουν, διασκεδάζουν, λογομαχούν, κάνουν πλάκες, ερωτεύονται νεότερές τους γυναίκες, ζουν πλατωνικούς ή σαρκικούς έρωτες και τσακώνονται για τα πολιτικά. Ζουν την ανεμελιά και την ηδονή των τυχαίων γεγονότων της ζωής, μες στη μέθη του σταματήματος του χρόνου. Οι σύζυγοί τους, όπως και τα οικογενειακά καθήκοντά τους, μπορούν να περιμένουν, όχι όμως για πολύ… Κάποια στιγμή πρέπει να αναλάβουν πάλι τις ευθύνες τους και να επιστρέψουν στη βάση τους, αφού έζησαν ένα απολαυστικό, αν και γλυκόπικρο, διάλειμμα.
Η ταινία κλείνει μέσα της αυθορμητισμό και τσουχτερό χιούμορ. Είναι ταυτόχρονα ποιητική, κωμική και σατιρική. Οι ήρωες, τρεις τυπικοί λαϊκοί Έλληνες, γκροτέσκοι και καμποτίνοι, ρεμπελεύουν, ονειροπολούν, αποφεύγουν τις κοινωνικές υποχρεώσεις τους και κυνηγάνε τις γυναίκες, το εύκολο χρήμα και τον ίσκιο τους. Λίγο πολύ αποτυχημένοι, με εξαίρεση το κομματικό στέλεχος του Πασόκ (Σάκης Μπουλάς) που έχει ευκαιρίες να ματσωθεί και να τύχει κάποιας αναγνώρισης (είναι δημοτικός σύμβουλος και εκπροσωπεί το κόμμα). Δεν μπορούμε να μην κάνουμε μνεία στα σχόλια και στις παρατηρήσεις του σκηνοθέτη και των ηρώων του -και τα δυο κρυμμένα πίσω από μια επιφανειακή επιπολαιότητα- για τις γυναίκες και την πολιτική. Για την κομματοκρατία, την εξάρτηση των απλών ανθρώπων από τους κομματάρχες, την ψηφοθηρία, τις ρεμούλες και τις λαμογιές. Για τη γοητεία και τις απαιτήσεις των γυναικών ή για τις αντρικές απαιτήσεις για μια πιο ελεύθερη ερωτική ζωή.
Την τελική πάντως γεύση δίνουν οι ωραίες εικόνες των περιπλανήσεων, τα πλούσια βιώματα, η ευαισθησία, η ευφορία, η αφέλεια και ο χλευασμός. Η τρέλα και η σαγήνη του σχεδόν ονειρικού και όμως αληθινού σύμπαντος του Τσιώλη.
Η προτελευταία ταινία του Τσιώλη, «Φτάσαμεεε!…» (2004) κρύβει μέσα της όλη τη χαρά και την πίκρα της ζωής, της ανεμελιάς και της μουσικής. Ο Τσιώλης έφτιαξε ξανά ένα κεφάτο, μαγικό και σκωπτικό φιλμ, επικεντρωμένο στο γλέντι του λαϊκού τραγουδιού. Προτείνει πάλι μια ευδαιμονιστική στάση ζωής. Η ζωή στο Φτάσαμεεε!… είναι πλούσια, χυμώδης, αντιφατική, δύσκολη αλλά γεμάτη κέφι και καλοπέραση. Περιέχει ηδονές και συγκρούσεις, συμφέροντα, αγωνίες, απογοητεύσεις, γιορτές, κωμωδία και προπαντός ελπίδες…
Ο σκηνοθέτης εκθέτει την εναλλαγή δύο ειδών σκηνών: πρώτον, τις συναντήσεις των μουσικών (οι σκηνές αυτές αποτελούν παρουσιάσεις των προσώπων) και δεύτερον, τα τραγούδια που οι μουσικοί παίζουν στη σκηνή της πλατείας. Προς τη μέση της αφήγησης, αυτή η αντιπαράθεση των συναντήσεων των προσώπων και των τραγουδιών τους, μετατρέπεται σε πλέξιμο των ιστοριών των ηρώων σε μια ενιαία ίντριγκα, την οργάνωση της οντισιόν.
Οι «σκυλάδες» μουσικοί έχουν πάει στη Λιβαδειά για να βρουν δουλειά. Θέλουν, παράλληλα, να βοηθήσουν έναν δύστροπο μα σεβάσμιο χρεοκοπημένο ατζέντη που έχει την τελευταία του ευκαιρία να ρεφάρει, συμμετέχοντας, με το καλύτερο συγκρότημα που θα επιλέξει, στις εκδηλώσεις του συνεδρίου των Ελληνοαμερικανών στους Δελφούς. Ο φιλάργυρος και κυνικός γιος του προσπαθεί να οργανώσει την οντισιόν με τους δικούς του κανόνες, που αποσκοπούν αποκλειστικά στο κέρδος. Μετά από μουσική πανδαισία πολλών ωρών, συζητήσεις για τη δουλειά, τις γυναίκες, το χρήμα και τη μουσική, ο διαγωνισμός τινάζεται στον αέρα λόγω των συγκρούσεων των ενδιαφερομένων μερών…
Το μεγαλύτερο μέρος των περιστατικών διαδραματίζεται στο υπαίθριο μουσικό κέντρο που βρίσκεται στην πλατεία της πόλης. Εκεί θα συγκεντρωθούν οι κομπανίες που τραγουδούν λαϊκοδημοτικά και σκυλάδικα, με στόχο τους να ξεχωρίσουν και να δώσουν το παρόν στη γιορτή των ομογενών στους Δελφούς. Εκεί θα φάνε, θα πιουν, θα αστειευτούν, θα λογομαχήσουν, θα μιλήσουν για τους καημούς και τους έρωτές τους και αφού η περίφημη οντισιόν δε θα γίνει ποτέ, θα ξανασκορπίσουν για εκεί απ’όπου ήρθαν… Θα αφήσουν πίσω τους, μόνη στην πλατεία, μια παράξενη πενθούσα γριά, που δεν είναι ίσως παρά ένα αερικό, να ανάβει κεριά για τον γιο της ο οποίος σκοτώθηκε, πολεμώντας σε μια μάχη του Αθανάσιου Διάκου! Το τελικό αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, να μην επιλεγεί κανείς μουσικός και να σκορπίσουν όλοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κουβαλώντας ο καθένας τις στενοχώριες, τις χαρές, τα πάθη και τις προσδοκίες του. Στο τέλος, λοιπόν, αυτής της μουσικής κωμωδίας του Τσιώλη συναντάμε τη χαρμολύπη αλλά και την αισιοδοξία…
Στο τελευταίο του φιλμ, «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2017), ο Σταύρος Τσιώλης δεν χρησιμοποιεί την προσφιλή του φόρμα της ταινίας δρόμου (road movie), όπως στα παλαιότερα ανεξάρτητα φιλμ του (από τους «Ακαταμάχητους εραστές» ως το «Ας περιμένουν οι γυναίκες»). Στο «Γυναίκες που περάσατε από δω» ο Τσιώλης αντιστρέφει το αφηγηματικό κι αισθητικό του σχήμα, γιατί αυτή τη φορά είναι οι άνθρωποι που περνούν από έναν συγκεκριμένο χώρο και δεν ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος, όπως στα παλαιότερα φιλμ του. Ο χώρος αυτός θυμίζει θεατρική σκηνή από την οποία παρελαύνουν τα πρόσωπα, αυτή είναι η συγκεκριμένη δομή του φιλμ. Για να σπάσει τη στατικότητα, ο Τσιώλης ενσωματώνει στη ροή και στην αφήγηση του φιλμ, ένθετα πλάνα από τις παλιότερες ταινίες του, που δίνουν περισσότερο χρώμα και κίνηση.
Η τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη είναι γοητευτική κι όμορφη όπως οι προηγούμενες ανεξάρτητες ταινίες του, παρ’όλο που τη σκηνοθέτησε στα 80 του. Την περιβάλλει η ίδια ζεστή και σαγηνευτική αύρα, ανθρώπινη και γλυκιά. Οι διάλογοι του Τσιώλη -ο οποίος έχει πρόσφατα γράψει αρκετά λεπτοδουλεμένα θεατρικά έργα- είναι έξυπνοι, γραμμένοι με ακρίβεια κι έμπνευση, σπινθηροβόλοι κι αστείοι. Οι πυκνοί και πολύπλοκοι μαίανδροι και το βάθος των διαλόγων δε γίνονται εύκολα αντιληπτοί, δημιουργούν ένα παραξένισμα στο θεατή. Γι’ αυτό και δεν θα χαρακτήριζα την ταινία τόσο απλή, είναι ουσιαστικά δύσκολα προσβάσιμη σε βάθος, λόγω του πλούτου των διαλόγων της, είναι απλή μόνο στη φόρμα.
Οι χαρακτήρες του «Γυναίκες που περάσατε από δω» είναι πλασμένοι με ακρίβεια, χάρη, χιούμορ και λεπτά συναισθήματα. Πρόκειται για τους γνωστούς αστείους, ευάλωτους κι ανθρώπινους, καθημερινούς χαρακτήρες του Τσιώλη, διανθισμένους με μνήμες από το «Περιμένοντας τον Γκοντό», τις αλλοπαρμένες γυναίκες στον Τένεσι Ουίλιαμς, τους χαρακτήρες του Τσέχωφ ή την Έβελυν του Τζέιμς Τζόις.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, συναισθηματικές και πειστικές υπό τη μαεστρική, διακριτική και σκηνοθετική καθοδήγησή του. Οι γυναίκες είναι εύθραυστες, πονεμένες, ρομαντικές και μάλλον πετούν στα σύννεφα. Οι άντρες είναι κωμικοί, παραμυθιασμένοι, κάπως απεγνωσμένοι ή, ενίοτε, φαλλοκράτες. Οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο Βασίλης και ο Παναγιώτης, που τους υποδύονται σπαρταριστά και ταυτόχρονα νοσταλγικά, οι Τζούμας και Λίτσης, είναι δυο φτωχοί καραγκιοζάκοι, δυο παλιάτσοι, παρίες της κοινωνίας, που κρατούν επί πληρωμή τσίλιες στην παράνομη ανέγερση ενός δωματίου στον όροφο ενός σπιτιού, στους πρόποδες ενός αθηναϊκού λόφου. Όταν βλέπουν κάποιον ύποπτο, ειδοποιούν τους εργάτες με τον ήχο ενός κόκορα που λαλεί μέσω ενός κρυμμένου τηλεκοντρόλ. Τρέμουν την πολεοδομία και τους πολεοδόμους…
Είναι δυο συμπαθητικά μικρολαμόγια, δυο λίγο πικραμένοι Φασουλήδες που παλεύουν να βγάλουν το επισφαλές μεροκάματό τους όπως μπορούν, για να επιβιώσουν στη φτωχή Ελλάδα της κρίσης. Ο ψηλός κι αδύνατος είναι πιο κομψός και μορφωμένος, μάλλον ξεπεσμένος. Ο κοντύτερος και γεμάτος είναι λιγομίλητος, κάπως στριφνός και φοβισμένος από την παράνομη «δουλειά» που κάνουν, έτοιμος κάθε τόσο και λιγάκι να τα παρατήσει. Παρ’όλο που είναι συγκρατημένοι κι επιφυλακτικοί, στην προσωπική έκφρασή τους κυριαρχεί το διακριτικό συναίσθημα. Έχουν άποψη για τη δουλειά τους, να προστατεύουν το χτίσιμο του αυθαίρετου, στην πραγματικότητα, μας λένε, πρόκειται για λειτούργημα! Βοηθούν τους φτωχούς κι άστεγους να αποκτήσουν επιτέλους στέγη («στέγη για όλους» το πολιτικό σύνθημά τους), γιατί πρεσβεύουν πως ο νόμος δεν είναι δίκαιος που τους αποδιώχνει από τα εκτός σχεδίου σπίτια και τα γκρεμίζει. Διότι ποιος νόμος άραγε ορίζει τη γη; Με ποιο νόμο κάποιοι παίρνουν το δικαίωμα να ορίσουν τη γη που ανήκει στους κάμπους, στα βουνά, στους ωκεανούς και τα πλάσματα που την κατοικούν; αναρωτιέται ο συμπαθέστατος, τυπικός «τσιωλικός» ήρωας, Βασίλης…
Ας μην ξεχάσουμε, όμως, ούτε τα μεστά θεατρικά έργα του Τσιώλη, οικοδομημένα πάνω στη στέρεη χρήση του λόγου. Τα δούλευε επίπονα κι επίμονα, παιδεύοντας αδιάκοπα τη γλώσσα τους, από τότε που έχασε τη σπιρτάδα που διέθετε στα κουραστικά κινηματογραφικά γυρίσματα: Την πρώτη του θεατρική απόπειρα, τα αστεία, σπονδυλωτά «Κοκκινομπλέ πατίνια» (2006) που ανέβηκαν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Το «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» (2011), που ανέβηκαν στο Θέατρο Τέχνης, μια κατάδυση στα βάθη της ψυχής δυο ταλαίπωρων, περιθωριακών νέων ανθρώπων που συνταξιδεύουν στο τραίνο με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα του κυπέλλου κόντρα στον Ολυμπιακό. Το καλύτερο, το πιο ολοκληρωμένο του θεατρικό, το «Η πόρτα ή ο σωρός των φασολιών» (2012), που το σκηνοθέτησε και ερμήνευσε εμπνευσμένα ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, το οποίο ο Τσιώλης ήθελε να το διασκευάσει για το σινεμά. Και τα δυο του μονόπρακτα «Η δημοπρασία» και «Η γυναίκα του αστροναύτη», δυο πορτραίτα πολύ ανθρώπινα και ταυτόχρονα ειρωνικά, που σκιαγραφούν τους δυο αντίστοιχους, κωμικοτραγικούς χαρακτήρες του Σταύρου…
(αναδημοσίευση από το vakxikon.gr)
Αυγ 02, 2024 0
Αυγ 02, 2024 0
Ιούν 30, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Δ | Τ | Τ | Π | Π | Σ | Κ |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | ||||||
2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 |
9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 |
16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 |
23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | 29 |
30 | 31 |