του Γιάννη Φραγκούλη*
Συνηθίζεται πριν από την ανάπτυξη ενός θέματος να δίδεται ένας πρώτος ορισμός. Πόσο μάλλον όταν αυτό το θέμα δεν έχει αναπτυχθεί, αναλυτικά, ειδικά στη χώρα μας, αν και έχουν παρουσιαστεί αρκετές καλλιτεχνικές εργασίες που δίνουν μία ολοκληρωμένη έννοια αυτού που θα ονομάσουμε Περφόρμανς (Performance). Αυτή τη μεθοδολογία θα ακολουθήσουμε και σε αυτή την εργασία.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν πρώτο ορισμό: Θα ονομάζαμε Περφόρμανς ένα καλλιτεχνικό έργο του οποίου τα αφηγηματικά μέρη έχουν τη ρίζα τους σε άλλες, διάφορες, καλλιτεχνικές ενότητες, ακόμη και μη αφηγηματικές, με την κλασική έννοια, είναι όμως συντεθειμένα ως ένα ενιαίο οργανικό σύνολο, προσφέροντας στο θεατή μία μικρογραφία της ζωής, καλώντας τον να γίνει δρων πρόσωπο αυτής της παράστασης.
Ο αφηγηματικό όρος «Περφόρμανς» έχει και την έννοια της ηθοποιίας, έτσι οι δύο έννοιες μπερδεύονται, υπάρχει ένα νεφέλωμα της απόδοσής τους -η διαφορετική γραφή το «π», να γράφεται με κεφαλαίο γράμμα, όταν πρόκειται για τη θεώρηση του Jerzy Grotowski, ενώ με μικρό, όταν πρόκειται για την ηθοποιία, δεν είναι αρκετή για τη διάκριση μεταξύ τους- για αυτό το λόγο θα προτείνουμε τον όρο «Ενιαίο Παραστατικό Χώρο» διότι είναι ενιαίος ως οργανικό σύνολο και έχει την έννοια της παράστασης και όχι της αναπαράστασης, όπως θα δούμε στη συνέχεια της εργασίας μας, ξεχωρίζοντας από τα άλλα καλλιτεχνικά έργα διότι εδώ δεν έχουμε μία αναπαράσταση, αλλά τη δόμηση ενός διαφορετικού κόσμου, με όχημα την τέχνη, χρησιμοποιώντας ετερόκλητα στοιχεία, αφηγηματικά ή μη, με την κλασική έννοια, εκ πρώτης όψης ετερόκλητα, αλλά στη συνέχεια αυτά θα δούμε ότι δομούνται για να οικοδομήσουν ένα νέο κόσμο που θα είναι μία νέα πρόταση για τη ζωή, για τη βίωση μιας κατάστασης. Θα επανερχόμαστε σε αυτό τον ορισμό συνέχεια, κατά τη διάρκεια της εργασίας μας.
Η πρώτη μου συνάντηση με το Γιάννη Μήτρου, τον ιδρυτή, δάσκαλο και συντονιστή της Almakalma, ήταν στις αρχές του 2000, όταν συμμετείχαμε στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Παράξενη Οθόνη, στη Θεσσαλονίκη. Ένα ή δύο χρόνια αργότερα με κάλεσε να κάνω μία εισήγηση στην παράσταση που έδινε η Almakalma, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη Θεσσαλονίκη. Η παράσταση ήταν βασισμένη στο μύθο του Οιδίποδα.
Δεν ήξερα σχεδόν τίποτε για την Περφόρμανς. Το μόνο για το οποίο μπορούσα να μιλήσω ήταν για τη σημειωτική ανάλυση του κειμένου και για τις προτεινόμενες δομές από τον Αριστοτέλη, στο «Περί ποιητικής». Ήταν όμως η πρώτη μου επαφή με την Περφόρμανς και η αρχή μιας δυνατής φιλίας με το Γιάννη Μήτρου. Ήταν η αρχή μιας δύσκολης αλλά συναρπαστικής μελέτης. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κάθε παράσταση ήταν και είναι ένα νέο σημείο προς διερεύνηση, για να αναπτύξω την έρευνά μου.
Αυτό θα μπορούσε να το καταλάβει οποιοσδήποτε έχει παρακολουθήσει περισσότερες από μία παραστάσεις της Almakalma. Η τέχνη ως όχημα. Ένα όχημα που κάνει το ταξίδι που ξεκινά, ουσιαστικά, από την ψυχή του κάθε ανθρώπου. Ένα ταξίδι που δεν ξέρουμε, από την αρχή που μας οδηγεί, είναι όμως συναρπαστικό στην πορεία του, γιατί μπορούμε να γνωρίσουμε πτυχές του εαυτού μας, σημεία της πραγματικότητας που αγνοούσαμε, διαμορφώνοντας τελικά τη δική μας πραγματικότητα, βλέπουμε ότι μπορούμε και εμείς να είμαστε τα δρώντα πρόσωπα, οι συμμετέχοντες σε μία απόλυτα δημοκρατική και συμμετοχική διαδικασία. Το πώς μπορούν να γίνουν αυτά και άλλα πολλά, με συνειδητό και ασυνείδητο τρόπο, θα το δούμε στη συνέχεια της εργασίας μας.
Η σύνθεση των παραστάσεων στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Περφόρμανς) είναι κάτι μαγευτικό. Αυτοί που συμμετέχουν είναι ο δάσκαλος ή συντονιστής, τα δρώντα πρόσωπα και οι θεατές που, προοδευτικά, γίνονται και αυτοί δρώντα πρόσωπα. Ο δάσκαλος είναι αυτός που έχει τη γενική επιμέλεια, προπονεί τα δρώντα πρόσωπα, βάσει του κειμένου, έτσι ώστε ο λόγος να είναι το αποτέλεσμα της συνέργειας του σώματος και της ψυχής. Η φωνή, ο λόγος, είναι απόρροια των αναπνοών και εκπνοών, των ψυχολογικών καταστάσεων που αυτοί οι άνθρωποι βιώνουν, αφού έχουν δουλέψει το κείμενο. Μετά τις πρόβες τα δρώντα πρόσωπα είναι έτοιμα να δημιουργήσουν την παράστασή τους. Δε μιλάμε για ηθοποιούς, αλλά για δρώντα πρόσωπα, αφού αυτό που έχει σημασία είναι η δράση τους που, όπως είπαμε και πιο πάνω, έχει να κάνει με το κείμενο, το βίωμά τους, την έκφραση που ασυνείδητα, κυρίως, παράγεται. Όσο η παράσταση εξελίσσεται, ο θεατής γίνεται και αυτός δρων πρόσωπο, με εντελώς ασυνείδητο τρόπο, οι αντιδράσεις του παίζουν και εγγράφονται μέσα στην παράσταση.
Αυτή είναι μία γενική εικόνα που αποκομίζει ο θεατής ή αυτός που παρακολουθεί μία παράσταση ή τις εργασίες αυτών των ομάδων που δημιουργούν σε αυτό το ρεύμα. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τον τρόπο εργασίας που γίνεται σε αυτή στην Almakalma, υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Μήτρου, αλλά και σε άλλες ομάδες.
Το μεγάλο θέμα είναι με ποιο τρόπο αυτές οι δράσεις εγγράφονται, στο ασυνείδητο ή στο συνειδητό, πως ανασύρονται και δημιουργείται μία άλλη παραστατική εικόνα στον κάθε θεατή, όταν έχει γίνει, έως ένα βαθμό δρων πρόσωπο σε αυτή την παράσταση.
Ξεκινούμε από τη διαπίστωση ότι όλα αυτά που ζούμε είναι ένας κόσμος συμβόλων. Αυτά τα σύμβολα υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στον ιδεολογικό και αφηγηματικό χώρο, στον οποίο κινούμαστε. Ακολουθώντας τη θεωρητική αναζήτηση του Claude Levi-Strauss, για την παρουσία των συμβόλων μέσα στην καθημερινή ζωή και στις αφηγήσεις που δημιουργούνται, αλλά και αυτή του Carl Young, σχετικά με την παρουσία των συμβόλων στο ασυνείδητο και τη διαδικασία παραγωγής της αφήγησης από το ασυνείδητο στο συνειδητό, όπως και τις θεωρίες των συμβολιστών δομιστών και, τελικά, του Noam Chomsky, μπορούμε να δούμε αυτό το χώρο σφαιρικά και να αναγνωρίσουμε τη δομή του.
Ξέρουμε ότι η διαδρομή αυτών των συμβόλων είναι από το ασυνείδητο στο συνειδητό, ακολουθώντας μία διαδικασία, όπως αυτή της αναπαραγωγής στο κύτταρο, από το DNA στο RNA, μέσω του transRNA. Οι χημικές αυτές ενώσεις μπορούν να γίνουν σε οποιαδήποτε ακμή, όμως επιλέγεται μόνο μία από τις δεκάδες, την ένωση των οποίων επιτρέπει ο ενεργειακός νόμος της στερεοχημείας. Η θεώρηση αυτή της Julia Kristeva μας βάζει πολύ αναπαραστατικά στην παραγωγή του λόγου όπου αυτό που έχει σημασία είναι το αφηρημένο και το προσδιορισμένο, έτσι όπως εμφανίζονται στο σημείο, το οποίο, ως αφηρημένη δομή και με την επανάληψή του, σύμφωνα με τη θεωρία του Louis Hjelmslev, με το παράδειγμα, συγκεκριμενοποιείται στην αφήγηση και γίνεται σημαινόμενο, απόλυτα προσδιορισμένο, το οποίο εννοιοδοτεί. Η Kristeva θεωρεί ότι το κείμενο, δηλαδή η σειρά των συνταγμάτων των κωδίκων, όπου ο κάθε κώδικας αποτελείται από ένα σημαίνον και από ένα σημαινόμενο, δημιουργούν ένα ιδεολόγημα, μία άλλη πρόταση για τον τρόπο ζωής του ανθρώπου, άρα είναι μία επαναστατική διαδικασία.
Έχουμε, με άλλα λόγια, μία εικόνα της δημιουργίας παραστάσεων και αφηγήσεων στον κάθε θεατή όσο εξελίσσεται η παράσταση. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι αυτό που διαδραματίζεται σε μία παράσταση του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου γίνεται εκείνη τη στιγμή, για μία μόνο φορά. Έχουμε την παραγωγή in vivo ενός αφηγηματικού κόσμου που φαίνεται περίπλοκος, ενώ, στην πραγματικότητα, είναι απλός και εύκολα κατανοητός για όποιον δε θέλει να έχει στεγανά στη σκέψη του, κατά την παραγωγή του, κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Κατόπιν, βλέπουμε ότι στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο υπάρχουν στοιχεία στην αφήγηση του που δεν είναι αφηγηματικά, αν ακολουθήσουμε την κλασική έννοια της αφήγησης. Για παράδειγμα, τα μαθηματικά, η χημεία, η φυσική και η βιολογία δεν είναι μέρη μιας αναγνωρισμένης αφήγησης, αν τα δούμε πιο προσεχτικά έχουν όμως τη δική τους αφήγηση. Αυτό που συμβαίνει όταν αυτά τα στοιχεία έρχονται σε επαφή με κλασικά αφηγηματικά τέτοια, δημιουργείται ένα νέο συντακτικό και μία νέα γραμματική της γλώσσας, έτσι μπορούμε να μιλάμε για την παραγωγή μιας νέας γλώσσας στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο και όχι ενός ακόμη νέου λόγου, στην τέχνη.
Στη συνέχεια, το σώμα του δρώντος προσώπου είναι ο φορέας των σημαίνων και των σημαινόντων, αλλά οι κώδικες που υπάρχουν στην πρωτογενή αφήγηση «μπλέκονται» με τους κώδικες της γλώσσας του σώματος, τις κινήσεις, τις αναπνοές και τις εκπνοές, δημιουργώντας άλλους κώδικες από αυτούς που υπήρχαν στο κείμενο το οποίο έχουν αναλάβει να παραστήσουν στο σκηνικό χώρο. Με ανάλογο τρόπο παράγονται οι κώδικες στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις άλλες τέχνες, εκτός του θεάτρου.
Αυτή η παραγωγή κωδίκων, προϊόντων των λεκτικών και των σωματικών κωδίκων, διαχέεται στο χώρο, όπως τα ηλεκτρόνια από το ένα μόριο στο άλλο, κατόπιν της ενέργειας που έχουν, έτσι και εδώ οι παραγόμενοι αφηγηματικοί κώδικες διαχέονται και τείνουν να ενωθούν με αυτούς που έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται στον κάθε θεατή, με τη βοήθεια της παραστασιακής ατμόσφαιρας που έχει ήδη δημιουργηθεί από τα διάφορα σύμβολα, σημεία και κώδικες που έχουν παραχθεί με το λόγο, την κίνηση και τη συνέργειά τους. Η ανάπτυξη των αφηγηματικών κωδίκων στο θεατή γίνεται ως αντίδραση κατόπιν της αντίληψης αυτών των κωδίκων του κειμένου, το οποίο ως ένα βαθμό το γνωρίζει, αλλά και με αυτούς που υπάρχουν ήδη στο δικό του ιδεολογικό χώρο. Γίνεται, προϊόντος του χρόνου, αυτή η ένωση.
Σε αυτό το σημείο ο θεατής αντιλαμβάνεται το νέο κώδικα που έρχεται σε επαφή με αυτόν του κειμένου που παριστάνεται, βιώνει την παραγωγή ενός νέου κώδικα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προαναφέραμε, τη γέννηση ενός νέου κώδικα, ενός νέου συντάγματος κωδίκων, τελικά την παραγωγή ενός νέου κειμένου, διαφορετικού από αυτόν της παράστασης που παρακολουθούσε και τώρα βιώνει. Με αυτό τον τρόπο, σε αυτό το σημείο γίνεται και αυτός δρων πρόσωπο. Καταλήγουμε να έχουμε μία αφηγηματική σφαίρα που δύσκολα θα την αντιληφθούμε σε όλες τις διαστάσεις της, μπορούμε όμως να την αισθανθούμε ως δρώντα πρόσωπα, ως θεατές που έγιναν δρώντα πρόσωπα ή ως μελετητές του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου. Αυτή είναι η διάσταση της μαγείας σε αυτές τις παραστάσεις.
Το σώμα του δρώντος προσώπου δεν είναι πλέον ένα κύμβαλο αλαλάζων, αλλά αποκτά φωνή, αποδίδει το κείμενο, με τη χροιά και την ένταση που πρέπει, είναι ο αναμεταδότης που εκπέμπει κύματα ικανά να δημιουργήσουν είτε γαλήνη είτε τρικυμία στους θεατές κατά τη μετάλλαξή τους σε δρώντα πρόσωπα.
Έχουμε αναφερθεί μέχρι τώρα στο κείμενο που παράγεται κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε για τη διαδικασία παραγωγής μετά την ολοκλήρωση του κειμένου, έτσι όπως έχει συντεθεί κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, για το μετακείμενο.
Ο κάθε θεατής παρακολουθεί, εμπλέκεται και συνθέτει το δικό του κείμενο, κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η παράσταση ολοκληρωθεί και τελειώσει; Το σίγουρο είναι ότι αυτή έχει αφήσει διάφορα στίγματα που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο ασυνείδητο και στο συνειδητό του θεατή, στην εικασία και τη γνώση. Που όμως ακριβώς; Κανείς δεν το ξέρει και είναι στην κυριολεξία αδύνατον να το βρούμε. Δεν μας αφορά κιόλας γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ψυχολογική αντίδραση του θεατή, αφού τελειώσει η παράσταση και μετά, κάτι που διαρκεί για αρκετό καιρό.
Το σίγουρο είναι ότι αυτή η τελετή έχει ανοίξει πόρτες. Μιλάμε για τελετή και έτσι είναι. Όπως σε κάθε τελετουργικό υπάρχει ο συντονιστής και οι υπόλοιποι συντελεστές, έτσι και εδώ έχουμε το συντονιστή ή δάσκαλο, στην Almakalma, ο Γιάννης Μήτρου, και τελεστές, τα δρώντα πρόσωπα και, κατόπιν, όπως είπαμε οι θεατές, σε άλλες ομάδες θα δούμε τη σύνθεσή τους. Είπαμε ακόμη ότι αυτά τα αφηγηματικά στοιχεία που προσφέρονται στο θεατή λειτουργούν στην περιοχή του ασυνειδήτου και δρομολογούν τη δημιουργία παραστάσεων στο συνειδητό. Με άλλα λόγια, υπάρχει κάθε φορά μία νευρωσική διαδικασία σε εξέλιξη που φτάνει από τα διάσπαρτα αφηγηματικά στοιχεία, στο ασυνείδητο, εδώ έχουμε μία μορφή του χάους, και καταλήγει στη δημιουργία μιας εικόνας, μιας γνώσης, στο συνειδητό. Το χάος «τακτοποιείται» και αυτή η μαθηματική αφηγηματική εξίσωση έχει πλέον μία τιμή.
Καταλαβαίνουμε ότι ο κάθε άνθρωπος θέλει να βγάλει ένα συμπέρασμα: τι είδε, τι ήταν αυτό, ποια ήταν η δομή του, να φτάσει στη γνώση του εν λόγω αντικειμένου, να απαντήσει στο ερώτημα, «Τι είναι αυτό», όπως το έθεσε ο Φρόιντ, τελικά ποιος είναι αυτός. Από την ψυχανάλυση ξέρουμε ότι η αντίληψη της πραγματικότητας είναι μία νευρωσική διαδικασία με ποικίλες μορφές. Εδώ αυτή η διαδικασία λειτουργεί βίαια. Υπάρχουν δύο διαφορετικές περιπτώσεις που θα αντιμετωπίσουμε.
Η πρώτη είναι η υστερική κρίση της οποίας υποκείμενο είναι ο θεατής, αυτή όμως λειτουργεί δομικά, αναδομεί τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Σε αυτή την περίπτωση η πρόσκαιρη αναστάτωση δίνει τη θέση της στη γαλήνη και στην απόλαυση της δημιουργίας. Δρομολογούνται κάποιες ψυχικές καταστάσεις που διαμορφώνουν, τελικά, με ήπιο τρόπο, τον ψυχισμό του ανθρώπου, σε κάποιες περιπτώσεις, τις οποίες και εγώ έχω παρατηρήσει σε δικές μου δραστηριότητες, φτάνουμε στο όριο της ψυχοθεραπείας. Δηλαδή, παρακολουθώντας μία τέτοια παράσταση μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι; Σε αυτή την αφελή ερώτηση μπορούμε να απαντήσουμε ότι σίγουρα θα είμαστε κάπως διαφορετικοί. Πόσο όμως δεν ξέρουμε ή, για να το πούμε καλύτερα, το «πόσο» θα το γνωρίσει ίσως ο κάθε θεατής μόνος του, ίσως και όχι.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά σε αυτούς που δεν είναι έτοιμοι να βιώσουν κάτι το διαφορετικό και δε θέλουν, για κάποιους λόγους, να δουν το ψυχολογικό θέμα που τους προβληματίζει. Εδώ έχουμε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη είναι αυτοί που, κατά τη διάρκεια της παράστασης, αρχίζουν να εμφανίζουν αντιστάσεις και σημάδια υστερίας. Αυτοί στο τέλος αρχίζουν να βλέπουν το τραύμα τους και, κρατώντας αρνητική στάση, ακυρώνουν την παράσταση, βλέποντάς την εντελώς αρνητικά. Στη δεύτερη περίπτωση η υστερία τους εμφανίζεται μετά το τέλος της παράστασης και αργότερα δημιουργούνται αρνητικές και απαξιωτικές κρίσεις.
Με αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι οι αρνητικές κρίσεις ξεκινούν οπωσδήποτε από ένα ψυχολογικό τραύμα. Θεωρούμε ότι η απαξίωση, χωρίς επιχειρήματα, δείχνει μία υστερική κατάσταση που έχει κάπου τις ρίζες της. Τονίζουμε, τελικά, ότι θα πρέπει να δούμε μία παράσταση του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου σαν τέτοια και όχι σαν κάτι άλλο που δεν είναι. Θα πρέπει να αφεθούμε στο κείμενο, όπως μας παρουσιάζεται, χωρίς να είμαστε υποκείμενο της νευρωσικής διαδικασίας που αναζητεί εναγωνίως και βιασμένα τη γνώση. Αυτή θα έρθει αργότερα με πολλούς τρόπους: με τη σκέψη, την ανάλυση, τα διάφορα διαβάσματα, τις άλλες θεάσεις αναλόγων παραστάσεων, τις συζητήσεις που θα γίνουν. Θα έρθει και θα είναι δομικά πιο στερεή από μία βεβιασμένη δόμησή της.
Έχοντας παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις της Almakalma και έχοντας δει κάμποσες ταινίες που τοποθετούνται σε αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα, μπορώ να πω ότι κάθε φορά εισπράττω και μαθαίνω κάτι άλλο, βλέπω την επόμενη παράσταση ή ταινία με διαφορετική ματιά, μαγεύομαι όλο και περισσότερο, μπαίνω όλο και πιο πολύ στο «κλίμα» του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου, μπορώ να δω τη σύνθεση, μετά την ανάλυση. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει με τις διάφορες παραστάσεις ή ταινίες, η θέαση μιας τέτοιας παράστασης και η ανάλυσή της με μαγεύει πολλές φορές, δε με αφήνει στην υπολογιστική ψυχραιμία ενός αναλυτή, αλλά εμπλέκομαι σε αυτή την παράσταση, όλο και περισσότερο. Αυτό ας ακουστεί ως μία πρότασή για τη θέαση μιας ανάλογης παραστασιακής διαδικασίας.
Επανερχόμαστε στο πρόσωπο που συντονίζει τη δημιουργία της παράστασης και διδάσκει τους τρόπους έκφρασης αυτής. Στο θεωρητικό, το δάσκαλο ή το συντονιστή. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει από τη ναρκισσιστική νεύρωση που παράγει το λόγο αυτόν που θέλει αυτός ο άνθρωπος να είναι αλάθητος, όταν εμπλέκεται ενεργά στον παραστασιακό χώρο. Το αποτέλεσμα είναι να κάνει λάθη και το δημιούργημά του να ξεφεύγει από αυτά που η θεωρία διδάσκει. Με άλλα λόγια, να υπάρχει μία απόκλιση, μεγάλη ή μικρή, όσον αφορά στη θεωρία και σε αυτό που παράγεται.
Επανερχόμαστε λοιπόν στην Almakalma. Τα χρόνια που παρακολουθώ τις εργασίες τους, που εμπιστεύθηκαν τη ματιά και την ανάλυσή μου -για αυτό θα πρέπει να τους ευχαριστήσω-, έχω δει την ερευνητική εργασία του Γιάννη Μήτρου, τη διδασκαλία του σε αυτό το Εργαστήριο, τη δημιουργία του. Κάνοντας μία διαχρονική μελέτη, μπορώ να πω χωρίς επιφυλάξεις ότι η δημιουργία του συνεχώς αναπτύσσεται, ακολουθώντας την εξέλιξη της κοινωνίας, τον προβληματισμό που εγγράφεται στο κοινωνικό σύνολο, βρίσκεται πολλές φορές κάποια βήματα μπροστά από τις απαιτήσεις και τα προβλήματα της ελληνικής και της διεθνούς κοινωνίας.
Είναι αυτονόητο ότι αυτό θέτει ένα σοβαρό θέμα. Υπάρχει η άμυνα μιας νεύρωσης σε εξέλιξη, όπως αναφέραμε προηγουμένως, που θέλει να βάλει ένα φρένο, να απαξιώνει. Δύσκολα αποδέχεται κάποιος την πρόκληση να δει τα θέματα όπως είναι και όχι έτσι όπως τα έχει αυθαίρετα σχεδιάσει στο μυαλό του. Αν όμως αποφασίσει να δεχτεί αυτό το ερέθισμα, μπαίνει σε μία διαδικασία που θα τον οδηγήσει στην παραδοχή κάποιων θεμάτων που θα το βοηθήσουν, αν μη τι άλλο, σε μία πιο δομημένη αντίληψη της πραγματικότητας, ξεκινώντας μία διαδικασία αναγνώρισης των θεμάτων που αντιμετωπίζει. Κάπως έτσι μπορεί να αναπτυχθεί μία κριτική αντίληψη που έχει να κάνει με την κοινωνία που ζούμε.
Τι γίνεται όμως όταν ο δάσκαλος γίνεται και δρων πρόσωπο, όταν βάζει τον ίδιο τον εαυτό του στη θέση του σώματος που λαλεί;
Στην τελευταία παράσταση της Almakalma, στο βυζαντινό λουτρό της Θεσσαλονίκης, αυτός βρίσκεται στο στίβο της ενεργούς δράσης, ως δρων πρόσωπο, στο πεδίο του παραστασιακού χώρου. Βλέπουμε ότι δεν υπάρχουν διαφορές με τις άλλες παραστάσεις του Εργαστηρίου. Ο λόγος δε γέρνει υπέρ του δασκάλου και κατά του δρώντος προσώπου που συντονίζει και με το οποίο δρα, σε αυτή την παράσταση, όπως συμβαίνει και στις άλλες παραστάσεις του. Υπάρχει αυτή η ισορροπία που χαρακτηρίζει τις δουλειές της Almakalma, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Ο διάλογος είναι όντως διάλογος, μεταξύ δύο προσώπων, ο λόγος εγγράφεται στο κοινωνικό πεδίο σε ενεστώτα χρόνο, η εξουσία εκφράζεται και γίνεται λόγος σε δημοκρατικό πλαίσιο, όπου το σώμα με το σώμα επικοινωνούν με άμεσο και ουσιαστικό τρόπο, αναδεικνύοντας την ουσία του δημοκρατικού διαλόγου. Αυτό μπορεί να είναι μία πρόταση συμμετοχικής διαδικασίας, στην κοινωνία μας.
Επανερχόμαστε στο ορισμό του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου. Βλέπουμε ότι έχουν μπει σε αυτόν ουσιαστικά στοιχεία που μπορούμε να τα αξιολογήσουμε, όμως καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο ορισμός είναι απόλυτα μεταβλητός, όσον αφορά στα επιμέρους στοιχεία του. Η εργασία μας έχει σα στόχο μόνο να δείξει τα πρωτεύοντα στοιχεία και να αφήσει τα δευτερεύοντα είτε να προσδιοριστούν με σχετική σαφήνεια είτε να μπορεί κάποιος να τα προσδιορίσει, σύμφωνα με τον τρόπο της ανάλυσης που προτείνουμε.
Αυτή η εργασία έχει ως στόχο να δείξει έναν τρόπο ανάλυσης και όχι μία αυστηρή οριοθέτηση, αφού αυτή δεν μπορεί να γίνει στο χώρο του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου που είναι απόλυτα ζωντανός, δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα, αλλάζει όσο μεταλλάσσεται η κοινωνία, άρα ο προσδιορισμός του είναι ευμετάβλητος περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, με δεδομένο ότι έχει αμφίδρομη σχέση με τον κοινωνικό διάλογο, περισσότερο από κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση. Ελπίζουμε στο τέλος να μπορεί ο αναγνώστης να προσδιορίσει μόνος του τον τρόπο που βλέπει και ορίζει τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη. Μόνο τότε αυτή η εργασία θα έχει πετύχει.
*Ομιλία που εκφωνήθηκε στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Περφόρμανς, 7-9 Σπτεμβρίου 2019, στη Δράμα.
Μαρ 21, 2021 0
Ιούν 10, 2019 0
Ιούν 12, 2016 0
Ιούν 12, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη