Σεπ 29, 2019 Κινηματογράφος 0
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019
του Γιάννη Φραγκούλη
Πρώτη ημέρα για τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια, δημοφιλή θεσμό του Φεστιβάλ Δράμας, που επιμελείται και παρουσιάζει ο συγγραφέας-δημοσιογράφος Παύλος Μεθενίτης από το 2012, με προσκεκλημένους τους γνωστότερους πεζογράφους και ποιητές μας, αλλά και τα νέα ταλέντα στον χώρο του μυθιστορήματος, δημιουργώντας μία γέφυρα μεταξύ κινηματογράφου και λογοτεχνίας.
Ο Παύλος Μεθενίτης, αφού ευχαρίστησε τον καλλιτεχνικό διευθυντή Αντώνη Παπαδόπουλο, εμπνευστή του θεσμού, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, υποδέχτηκε τη θεσσαλονικιά ποιήτρια Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου και τον ηπειρώτη συγγραφέα και καθηγητή Ευάγγελο Αυδίκο.
Παρόντες στο κοινό μερικοί από τους γνωστότερους δραμινούς ποιητές και συγγραφείς όπως ο Βασίλης Τσιαμπούσης, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, ο Γιώργος Κασαπίδης και η Πολύνα Γ. Μπανά.
Στην συζήτηση που ακολούθησε, ο Ευάγγελος Αυδίκος, ο οποίος στο τελευταίο του βιβλίο καταπιάστηκε με τον Κώστα Κρυστάλλη, μίλησε για τη σημαντική επιρροή που δέχτηκε από τον ηπειρώτη ποιητή, αλλά και από τον Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα. Χαρακτήρισε τον Κ. Κρυστάλλη -o oποίος πέθανε ως οθωμανός πολίτης χωρίς να πάρει ποτέ την ελληνική ιθαγένεια- ερωτικό ποιητή, και υπογράμμισε πως με το βιβλίο αυτό θέλησε να «συνομιλήσει» μαζί του στο σήμερα, καθώς δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για σύγχρονη λογοτεχνία και ποίηση αν δεν ανατρέχουμε -και δεν γνωρίζουμε- στο παρελθόν μας.
Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τις γνωστότερες ποιήτριες της Θεσσαλονίκης και στο παρελθόν υποψήφια για κρατικό βραβείο, αφού χαιρέτησε με θέρμη τους δραμινούς λογοτέχνες που παρευρέθηκαν στην παρουσίαση, μίλησε για την ιδιαίτερη σχέση της με την ποίηση, αλλά και για την απαξίωση που υφίστανται από το κυρίαρχο τεχνοκρατικό σύστημα οι ποιητές ως «νοσούντες».
«Τα ποιήματα είναι καταγραφείς του ασυνειδήτου», υποστήριξε. «Η γραφή είναι μια προσπάθεια να μάθω για τον εαυτό μου, μια ανάγκη να προκαλέσω το άγνωστο να απαντήσει». Όπως είπε, δεν την ενδιαφέρει το κυνήγι της επικαιρότητας στα ποιήματά της, ωστόσο δεν μπόρεσε να αντισταθεί όταν μία μέρα, στο λεωφορείο, διαπίστωσε πως μία αγορά χρυσού, από αυτές που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια στην κρίση, εμπορευόταν χρυσά δόντια. «Έγραψα γι’ αυτό ένα ποίημα». «Η ποίηση δεν είναι σωσίβιο αλλά κίνδυνος για τις βεβαιότητές μας», κατέληξε.
Ακολουθούν αυτούσιες οι παρουσιάσεις του Παύλου Μεθενίτη για τα δύο βιβλία:
«Οδός Οφθαλμιατρείου», μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»
Φίλες και φίλοι των Αίθριων Λογοτεχνικών Μεσημεριών του 42ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, ο Ανδρέας ο Εμπερίκος, στο κείμενό του με τίτλο «Του Αιγάγρου», που συμπεριλαμβάνεται στην «Οκτάνα», μιλά για «Τὰ κρύσταλλα πού μαζώχτηκαν καὶ φτιάξαν τον Κρυστάλλη». Αυτά τα κρύσταλλα του Εμπειρίκου, αυτή η διαφάνεια, η καθαρότητα, η μουσικότητα και η δροσιά, εμφορούν, διαπνέουν το μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου, την «Οδό Οφθαλμιατρείου», από τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας».
Το βιβλίο δεν είναι η μυθοποιημένη βιογραφία του Ηπειρώτη ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, που έσβησε απ’ το χτικιό, τη φτώχεια και την κακοπάθεια το 1894, σε ηλικία μόλις είκοσι έξι ετών… Είναι ένας φόρος τιμής, είναι ένα ρέκβιεμ, μια ελεγεία για εκείνο τον φλεγόμενο άνθρωπο, που πλημμύρισε τα Ελληνικά Γράμματα με αυτόν το άσβεστο πόθο για την ελευθερία των βουνών, γι’ αυτή την ορεινή ψυχή, που στύλωνε στα πόδια τους τούς απανταχού ξεριζωμένους, ώστε να αντέξουν την ξενιτιά, και την μπόχα του κάμπου. Δεν λέω «Ηπειρώτες», λέω απλώς «ξενιτεμένους», γιατί και αλλού στην Ελλάδα υπάρχουν βουνά, αλλά, φίλες και φίλοι, όποιος έχει ρίζα από ‘κεί, όπως ο Κρυστάλλης, όπως ο Αυδίκος, όπως κι εγώ, επιτρέψτε μου να πω πως σεμνύνεται γι’ αυτό, πως την φορά κατάσαρκα σαν πολύτιμο φυλαχτό, καθώς πότε- πότε νιώθει στην πλάτη του να σαλεύουν, να ξεδιπλώνονται αόρατα φτερά…
«Ο Κρυστάλλης έγινε το σύμβολο όλων των ξεριζωμένων και γι’ αυτό τιμήθηκε, όσο κανείς άλλος με αγάλματα και δρόμους. Ήταν αυτός που τραγούδησε το βουνό και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που η μοίρα τους έφερε στον κάμπο», λέει κάπου ο συγγραφέας, ενώ κάπου αλλού, επαναλαμβάνει, σαν προσευχή, σαν μάντρα διαλογισμού, σαν πολεμική κραυγή αν θέλετε, τους αθάνατους στίχους του Κρυστάλλη: «Για χαμηλώσου λίγο, Σταυραετέ, και πάρε με μαζί σου. Πάρε με απάνω στα βουνά, τί θα με φάει ο κάμπος…»
Όλος ο Κρυστάλλης είναι μέσα σ’ αυτούς τους στίχους, κυρίες και κύριοι, και ο Βαγγέλης ο Αυδίκος, αρωμάτισε μ’ αυτόν όλο το βιβλίο του, δίνοντάς του μία μορφή ποιητική. Εγώ το διάβασα σαν ένα μεγάλο αφηγηματικό πεζοτράγουδο, που περιγράφει τη διαδρομή ενός ελληνοαμερικανού νεαρού, ηπειρώτικης καταγωγής, ο οποίος έχοντας μια μακρινή συγγενική σχέση με την οικογένεια Κρυστάλλη, αφήνει μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία, ή μάλλον τη βάζει στο σταντ μπάϊ, για να βαδίσει στα βήματα του ποιητή, του Κώστα του Κρυστάλλη, στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Αθήνα.
Αυτό, όπως είπα, είναι το πλαίσιο, το γενικό context, εντός του οποίου ο Αυδίκος λέει το δικό του το τραγούδι για τον Κρυστάλλη. Σαν να είναι ο μυθιστορηματικός του ήρωας το ισοκράτημα, για να μπει η φωνή του Βαγγέλη και να ψάλει τα εγκώμια του ποιητή. Εκείνου του ποιητή, που τόλμησε να γράψει όχι μόνο στη δημοτική, μιλάμε τώρα πριν από 130 χρόνια, αλλά σε μιαν ιδιόλεκτο ημπειρώτικη, βουνίσια, που ξένισε όσους είχαν την γλωσσική ευπρέπεια περί πολλού. Ο Αυδίκος ξόμπλιασε με το μεστό, σγουρό, ποιητικό του λόγο εκείνον τον ποιητή που είχε το θάρρος να γράψει κάτι τέτοιο:
«Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;…
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.»
Ναι, φίλες και φίλοι ο Ευάγγελος Αυδίκος ένας μάχιμος, μπαρουτοκαπνισμένος δάσκαλος, έγραψε με σπαραγμό για τη μεγάλη λαχτάρα του Κώστα του Κρυστάλλη, που δεν τον άφησε, όσο ζούσε και δούλευε στην Αθήνα: να σπουδάσει ήθελε, και να έχει μιαν οικονομική βάση για να αφοσιωθεί απερίσπαστος στην ποίησή του. Όμως, ούτε το ένα κατάφερε, ούτε το άλλο – στο μέτρο που τα ποθούσε δηλαδή. Αναγκάστηκε να δουλεύει σε τυπογραφείο για να ζήσει, με συνέπεια την ραγδαία επιδείνωση της έτσι κι αλλιώς κλονισμένης υγείας του, ενώ η αυτομόρφωση του έτρωγε και τις ελάχιστες ώρες ύπνου και ξεκούρασης. Ο Κρυστάλλης ξενυχτούσε διαβάζοντας και γράφοντας, χωρίς να καταφέρει να βρει ένα μαικήνα, ένα πλούσιο ομογενή, ένα χορηγό, που θα λέγαμε και σήμερα, που θα του εξασφάλιζε μια στοιχειώδη βάση, μια υποτροφία, ένα μικρό επίδομα, ώστε να μπορέσει να μεταφέρει ανέγνοιαστος στο χαρτί κι άλλες ανάσες από τα βουνά της πατρίδας του, κι άλλες κραυγές από τους αετούς που τα κατοικούσαν, κι άλλη δροσιά από τις βρύσες που τα άρδευαν, σαν φλέβες και αρτηρίες.
Φίλες και φίλοι, ο Βαγγέλης ο Αυδίκος κατόρθωσε να φτάσει στην ίδια την εσώτερη ουσία του ποιητή, στο αιθερικό του σώμα, που ήταν αυτό που εμψύχωσε τελικά τις σελίδες του. Μιλώ για το εσωτερικό τοπίο του Κώστα του Κρυστάλλη, που αχνοφαίνεται πίσω από τα εξωτερικά, τα ηπειρώτικα τοπία που περιγράφει. Κι όλα αυτά τα κατάφερε ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας με μαεστρία τον επιστολικό λόγο: πολλές επιστολές περιλαμβάνονται στο βιβλίο του, πολλών αποστολέων, με πολλούς αποδέκτες, χαρίζοντας στο γραφτό εκείνη την αμεσότητα της οικειότητας -ακόμα και τα ψέματα που γράφουμε σε ανθρώπους κοντινούς μας έχουν μια τρυφερότητα, μια αθωότητα.
Τι κι αν τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι όπως τα περιγράφουμε; Εάν το γράμμα, η επιστολή μας αφηγείται μια ωραία ιστορία, το κείμενο δεδικαίωται. Αυτό συμβαίνει και με την «Οδό οφθαλμιατρείου». Πολλά τα χωρία που θα μπορούσα να παραθέσω, αλλά θέλω να μνημονεύσω, τελικά, μόνο ένα, που συμπυκνώνει, κατά τη γνώμη μου, τις γενεσιουργές αιτίες της ποίησης του Κρυστάλλη.
Αυτή η ιστορία με τον πρώτο έρωτα του Κρυστάλλη στο δημοτικό, με την Αλεξάνδρα, είναι μία από τις ωραιότερες του βιβλίου. Ο Κώστας, θυμοειδής και ασυγκράτητος, τη φιλάει στη βρύση. Θα το πω στον δάσκαλο, του λέει αυτή. Πράγματι τον μαρτυράει, και ο μικρός Κρυστάλλης δέχεται αγόγγυστα την απίστευτη τιμωρία της δημόσιας διαπόμπευσης γιατί φίλησε ένα κορίτσι στη βρύση χωρίς τη θέλησή του, γιατί το προσέβαλε…
Και ποιά είναι η τιμωρία; Στην αρχή η κοπελίτσα του ζωγραφίζει το πρόσωπο με μελάνι, του κάνει μουστάκια και μούσια και του ζωγραφίζει ήλιους και φεγγάρια στα μάγουλα, και μετά όλο το σχολείο περνάει από εμπρός του και τον φτύνει! Ο ίδιος ο ποιητής λέει, με την πένα του Αυδίκου, πως ένα από τα πιο όμορφα ποιήματά του, που έχει να κάνει με το κέντημα ενός μαντιλιού, το χρωστάει στην Αλεξάνδρα, αυτόν τον αξέχαστο πρώτο του έρωτα, που του κέντησε το πρόσωπο με το μελάνι, ενώπιον της σχολικής κοινότητας, που γιουχάιζε και λοιδορούσε τον Κώστα τον Κρυστάλλη…
Αυτά, φίλες και φίλοι, Δεν έχω κάτι άλλο να πω, εκτός από τούτο: διαβάστε το βιβλίο αυτού του ένθερμου Ηπειρώτη, του Βαγγέλη του Αυδίκου, και μετά, αναζητείστε την ίδια την… κρυσταλλική ποίηση. Ναι, το ξαναλέω, κρυσταλλική: γιατί είναι διάφανη, είναι φωτεινή, αρμονική, και καθάρια. Γιατί, εάν το πέταγμα ενός σταυραετού πάνω από τις κορφές του Πίνδου έμπαινε σε λέξεις, κάπως έτσι θα ηχούσε, κυρίες και κύριοι -σαν αργυρόηχο θρόισμα από κρύσταλλα.
«Αφόρετα θαύματα», ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, εκδόσεις Κέδρος
«Κι όσο γι’ αυτά που βλέπετε
σε τούτο το χαρτί γραμμένα
δεν είναι παρά -όπως συμφωνήθηκε-
το κλάμα από τα μάτια της»
Φίλες και φίλοι, τα Αίθρια Λογοτεχνικά μεσημέρια του 42ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, έχουν την τιμή να φιλοξενούν την κυρία Ευτυχία -Αλεξάνδρα Λουκίδου, την ποιήτρια που έγραψε τους στίχους με τους οποίους ξεκίνησα. Αυτοί είναι από το ποίημά της «Ένα βαλς παράξενο», που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική της συλλογή «Το επιδόρπιο», που εκδόθηκε το 2012 από τον Κέδρο, για την οποία συλλογή ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο. Όμως σήμερα θέλω να σας πω μερικά πράγματα για το έργο της συνολικά, αλλά και για το τελευταίο της βιβλίο, τα «Αφόρετα θαύματα», από τις εκδόσεις Κέδρος.
Κυρίες και κύριοι, αυτοί οι στίχοι που σας διάβασα στην αρχή, «αυτά που βλέπετε σε τούτο το χαρτί γραμμένα», δεν είναι παρά το κλάμα από τα μάτια της ποιήτριας. Κι όμως, αυτοί οι λυγμικοί στίχοι έχουν μια διαφάνεια, λες και κάποιο φως εμψυχώνει την υγρασία τους. Κι αυτό το φως έρχεται από τα μάτια της κυρίας Λουκίδου, που δεν επεξεργάζονται μόνο τις πληροφορίες του κόσμου που τα περιβάλλει, που δεν δέχονται μόνο το φώς του κόσμου, αλλά το εκπέμπουν κιόλας, φωτίζοντάς τον.
Ο λόγος της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας είναι πυκνός, σύνθετος. Πολυεπίπεδος, βαθύς, αλλά και σαρκαστικός, ενίοτε θυμωμένος. Στοχαστικός, θλιμμένος, ονειροπόλος, ευθύς εκεί που πρέπει, αλλά και καμπύλος εκεί που χρειάζεται, όταν η κυρία Λουκίδου θέλει να παρακάμψει τις ακραιφνείς μας βεβαιότητες για να φτάσει στο αμφίσημο, στο δισυπόστατο των ψυχικών μας κοιτασμάτων.
«Μια ομορφιά ατάραχη
που απογυμνώνει και εκπορθεί
πράξη ερωτική και απονενοημένη
σαγήνη που τρομοκρατεί
όπως η λέξη «λάμπα» στο σκοτάδι»…
…λέει στο ποίημα «Σελάνικ ΙΙ», με υπότιτλο «Η πυρκαγιά», από τα «Αφόρετα θαύματα». Ναι, μια σαγήνη που τρομοκρατεί η ποίησή της, μια τομή στην πραγματικότητα με λουλουδιασμένα χείλη.
Κι αυτή η ποιητική της στάση απέναντι στα πράγματα, στα έξω και στα μέσα, θα έλεγα πως χαρακτηρίζει την πορεία της ποιήτριας στα γράμματα. Προσωπικά, εκτός από το τελευταίο της βιβλίο, τα «Αφόρετα θαύματα», που εκδόθηκε το 2017, είχα τη χαρά να διαβάσω και το «Επιδόρπιο», όπως σας είπα, δηλαδή τις δύο από τις οκτώ συνολικά ποιητικές της συλλογές, καθώς και τα δοκίμιά της «Συρραπτική του προσώπου-επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη», από τις εκδόσεις «Αστρολάβος-Ευθύνη», που κυκλοφόρησε το 2012, και το «Πέραν της γραφής-δοκίμια για την ποίηση» από τον Κέδρο, του 2015.
Όλα αυτά τα βιβλία είχε την καλοσύνη να μου τα δανείσει ο σοφός Νέστωρ του Φεστιβάλ Δράμας, ο αγαπημένος μου ο Δημήτρης ο Χαρίτος, ο Πρόεδρος της φετινής Κριτικής Επιτροπής του ελληνικού διαγωνιστικού Προγράμματος του Φεστιβάλ, και, ως γνωστόν, διάπυρος ποιητής ο ίδιος.
Ομολογώ πως το δοκιμιακό έργο της κυρίας Λουκίδου είναι εξίσου σημαντικό με το ποιητικό, και σίγουρα, αν μου επιτρέπετε, πιο βατό, πιο προσιτό στον μέσο αναγνώστη. Η ποίηση, φίλες και φίλοι, ενίοτε είναι σαν το ζείδωρο αεράκι, που σε δροσίζει από τα θερινά καύματα, αλλά άλλες φορές μοιάζει περισσότερο με αυχμηρό τοπίο, η με βουνοκορφή που την χτυπούν αστραπές. Δεν είναι πάντα απρόσκοπτη η προσέγγιση και η παραμονή σ’ αυτήν, αν και η αγριότητα του μεγαλείου της είναι αδιαμφισβήτητη -μη ξεχνάτε, η ομορφιά πληγώνει περισσότερο, και βαθύτερα, από την ασχήμια…
Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου υπογράφει, στο «Πέραν της γραφής» 23 δοκίμια για το έργο ισάριθμων ποιητών. Θέμελης, Καρέλλη, Πεντζίκης, Σαραντάρης, Καββαδίας, Ελύτης, Βαρβιτσιώτης, Καφταντζής, Παπαδίτσας, Αλεξάνδρου, Βαβούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Αλεξάκης, Δημουλά, Λαμπαδαρίου-Πόθου, Καραγιάννη, Νικηφόρος, Αγγελάκη-Ρουκ, Γεωργούσης, Πρατικάκης, Παπαγεωργίου, Καρατζόγλου και Βαρβέρης σκιαγραφούνται στον τόμο αυτόν, που ειλικρινά κυρίες και κύριοι, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που αποτελούν τον βασικό εξοπλισμό για την βιβλιοθήκη ενός έλληνα φιλαναγνώστη που σέβεται τον εαυτό του -διεισδυτικότητα, ευαισθησία, ουσιώδης γνώση του αντικειμένου της: αναζητείστε και αποκτήστε το «Πέραν της γραφής» της Λουκίδου, φίλες και φίλοι.
Στο άλλο δοκίμιο που έχω στα χέρια μου, στη «Συρραπτική του προσώπου», η ποιήτρια καταβυθίζεται στο ποιητικό corpus του ομότεχνού της, του Ορέστη Αλεξάκη. Δεν μπορώ να πω πολλά γι’ αυτό το βιβλίο – θα σας προσφέρω μόνο μια φράση της Λουκίδου: «πρέπει να μάθεις συνεπώς, για να γνωρίσεις, και προκειμένου να κατανοήσεις το αυτονόητο, να μπορείς να γίνεις κάποτε ακόμα και το υπονοούμενο».
Κυρίες και κύριοι, έχω την αίσθηση πως η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου έχει κοπιάσει πολύ, έχει μελετήσει κι έχει γράψει πολύ, ώστε να είναι ικανή να κατανοήσει το αυτονόητο. Εάν βέβαια αυτό το θηριώδες αυτονόητο είναι η ίδια η ανθρώπινη ψυχή, που μιλάμε τόσο πολύ γι’ αυτήν, ώστε μας ξεφεύγει ανάμεσα από τις λέξεις -που δεν τη βλέπουμε, καθώς είναι συνέχεια μπροστά στα μάτια μας. Αυτό μου φαίνεται εμένα πως είναι το αυτονόητο, ένα φάσμα, ένα φάντασμα, που όλοι το ξορκίζουν ή το επικαλούνται, αλλά ελάχιστοι το γνωρίζουν…
Στο ποίημα «Ο μονόλογος του κλέφτη», από τα «Αφόρετα Θαύματα», η κυρία Λουκίδου είναι σαφής επ’ αυτού:
«Φάντασμα που ψαχουλεύει αμίλητο
να βρει δικαιολογίες
ν’ ακούσει γύρισμα κλειδιών
το άνοιγμα της πόρτας
ή μια προστακτική φωνή να του φωνάζει: μείνε.»
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
Σεπ 14, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 07, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη