Δεκ 24, 2023 Κινηματογράφος 0
Φόνισσα: γράφει ο Γιάννης Τσιτσίμης
«΄Ωφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο μουσείο…».
«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια κι αυτή η φτωχιά! Θαρρώ πως έχει πέντε έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχει πεθάνη κανένα απ’ αυτά τ’ εφτάψυχα!».
Α. Παπαδιαμάντη – Η Φόνισσα (εκδ. Ευθεία, 1994).
Στο παρόν κείμενο θα διαφωνήσω αρκετά με τις διθυραμβικές σχεδόν κριτικές που έχει λάβει η ταινία «Φόνισσα» πριν καλά ακόμη ξεκινήσει την έκθεσή της στους κινηματογράφους και στους θεατές. Και μακάρι η ταινία να πάει καλά και να κόψει τα αναγκαία εισιτήρια με την ανταπόκριση του κοινού, κάποια πράγματα όμως πρέπει να γράφονται. Ειδικά όταν στεκόμαστε αντιμέτωποι με το εκπληκτικό βιβλίο του Παπαδιαμάντη. Ένα ψυχογραφικό «θρίλερ» της ελληνικής επαρχίας λίγο μετά το τέλος της οθωμανικής κατοχής. Μια αριστοτεχνική σκιαγράφηση της πρώτης ίσως κατά συρροή δολοφόνου της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Μα η ταινία και πιο συγκεκριμένα η σκηνοθέτης κ. Νάθενα (πρώτη μεγάλου μήκους) αποφασίζει να τραβήξει τον δικό της δρόμο αφήνοντας κατά μέρος μεγάλο μέρος από το βιβλίο κυρίως σε επίπεδο ψυχοδράματος και να μας παραδώσει εν τέλει με χρήση εξαιρετικών σκηνικών και μέτριας δραματουργικής καθοδήγησης ηθοποιών . Μία ταινία καταγγελία κατά της ανδρικής βίας και της γυναικείας χειραφέτησης (δηλαδή μια ταινία που σχεδόν απλώνει σε όλη του τη διάρκεια το ανομολόγητο μίσος της τρομοκρατημένης γυναίκας προς το βάρβαρο ανδρικό στοιχείο).
Πρόκειται για μια μονομερή (παρα)χάραξη του αριστουργήματος του Σκιαθίτη συγγραφέα, με μια δόση μεταμοντερνισμού και νεωτερισμού που δε φαίνεται να έχει κάποιος ανάγκη σήμερα και που πρέπει να είναι πολύ αριστοτεχνικά όλα αυτά για να πετύχουν. Ειδικά όταν η ταινία είναι γυρισμένη με τηλεοπτική λογική και παλαιού τύπου αισθητική κινηματογράφησης.
Στην ουσία είναι μια τάση που ξεκίνησε εδώ και λίγα χρόνια (κυρίως από τον γαλλικό κινηματογράφο) όπου ο δημιουργός κάνει μια «νέα ανάγνωση» δικής του προέλευσης σε ένα βιβλίο και από εκεί και πέρα στήνει το φιλμ όπως αυτός θέλει κάνοντας ωστόσο -άδικη- χρήση όλων των όρων του βιβλίου.
Στην ταινία της Νάθενα, «Φόνισσα», δεν υπάρχουν ισχυροί δομικοί χαρακτήρες μα περισσότερο αναιμικοί. Η κουραστική επανάληψη του φαντάσματος της μητέρας της Φραγκογιαννούς, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα πλάνα με τα ίδια βουνά και σύννεφα, οι βλοσυροί άνδρες που δύσκολα τους παίρνεις λόγο και δέρνουν με το παραμικρό, οι υποταγμένες γυναίκες στη μοίρα τους και κάπου εκεί μια ηλικιωμένη που αποφασίζει να πνίξει κοριτσάκια για να τ’απαλλάξει από το υπόλοιπο της βασανισμένης ζωής που τα περιμένει, μας δίνονται δυστυχώς επιδερμικά (πάντα σε σχέση με το αριστουργηματικό βιβλίο).
Η μεταφορά αποτυγχάνει πλήρως και κυρίως κινηματογραφικά. Βέβαια αν στόχος είναι η παράδοση μιας καταγγελίας της γυναικείας καταπίεσης και όχι ενός ηθογραφήματος με ψυχάκια killer, τότε όλα καλά.
Η Κ. Καραμπέτη αποδίδει το ρόλο με μεγάλη δική της πρωτοβουλία και συχνά χωρίς ιδιαίτερη σκηνοθετική παρέμβαση. (Άλλο σκηνοθεσία άλλο οδηγίες απλές προς τους ηθοποιούς να παίξουνε «ελεύθερα»). Είναι σημεία που βγαίνει τελείως από την ψυχοπάθεια του χαρακτήρα-δολοφόνου για ν’αποδώσει με υστερικό τρόπο και γκροτέσκ ερμηνεία τη Φραγκογιαννού (εδώ η ευθύνη βαραίνει τη σκηνοθέτη όχι την εξαιρετική ηθοποιό).
Σαφώς τα σκηνικά και ο περιβάλλον εξωτερικός χώρος εμπνέουν και δημιουργούν το ασφυκτικό κλίμα της ελληνικής επαρχίας τότε που μέσα της έπνιγε όχι μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άνδρες. Θα πρέπει όμως να σταθούμε και να αναλύσουμε αν τελικά αυτή η ταινία «Φόνισσα» αποτελεί μια μεταφορά της «Φόνισσας» ή με αφορμή το βιβλίο στήνεται μια καινούργια, διαφορετική ταινία που συνειδητά παίρνει θέση μακριά από τα νόημα του έργου του Παπαδιαμάντη για να δώσει νέα, δικά της νοήματα-υποκειμενικές προεκτάσεις. Και προφανώς -κατά τη σκέψη μας- ισχύει το δεύτερο.
Το αρχικό υποχωρεί προς χάρη του νεωτερισμού. Είναι όμως τελικά η παραχάραξη του πνεύματος του βιβλίου εδώ ένας κινηματογραφικός νεωτερισμός ή μήπως καλύτερα είναι ένας νεόδμητος πειραματισμός με κουραστικές επαναλήψεις;
Εντάξει, το εμπεδώσαμε, οι άνδρες είναι τύραννοι και οι γυναίκες δούλες. Όμως ηθογραφικό δράμα -σκιαγράφηση μιας εποχής δεν υπάρχει. Μονάχα μια καταγγελία που ταιριάζει απόλυτα με τη δίχως λόγο κραυγή της Καραμπέτη στο φινάλε.
Εν κατακλείδι, έχουμε να κάνουμε με μια σούπερ παραγωγή σε σχέση με τα ονόματα που παίζουν τους βασικούς ρόλους (τους αποδίδουν μονοκόμματα) και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για να στηθεί η μεταφορά του βιβλίου (αλλά με τόση «κλειστή» σκηνοθεσία δεν αξιοποιούνται).
Σήμερα, που το κοινό είναι εθισμένο σε κάτω από το μέτριο τηλεοπτικά δράματα ανούσιας τηλεόρασης (τύπου «Σασμός», «Γη της ελιάς» κ.λπ.) και αδιάφορο προς την αληθινή ρηξικέλευθη τηλεόραση που τσακίζει κόκαλα («Milky way») ίσως ταινίες όπως η «Φόνισσα» κάνουν καριέρα. Σε κάθε περίπτωση επιτύχουν να κόψουν εισιτήρια, κάτι που έχει ανάγκη ο πολύπαθος ελληνικός κινηματογράφος.
Τα βιβλία όμως τύπου Φόνισσας Φραγκογιαννούς, καλό είναι να μην τα πειράζουν. Ή να το σκέφτονται δυο και τρεις φόρες πριν το κάνουν. Ας θυμηθούμε τι είπε σχετικά ο μεγάλος δάσκαλος του σινεμά, Αντρέι Ταρκόφσκι: «Τα βιβλία που είναι αριστουργήματα μόνο κάποιος που αδιαφορεί για την τέχνη θα θελήσει να τα μεταφέρει στην οθόνη…» («Σμιλεύοντας το χρόνο», εκδ. Νεφέλη).
Ποιος έχει ανάγκη λοιπόν τον «καθαρόαιμο» Παπαδιαμάντη σήμερα; Και γιατί; Αν όλα αλλάζουν, αν όλα «μεταφέρονται», αν τα πάντα αλληθωρίζουν προς την αισθητική Netflix και μπορούν να ειπωθούν μέσα από το νεωτεριστικό πνεύμα, αν ο θεατής προορίζεται μόνο για αμέτοχος καταναλωτής του προϊόντος, τότε μπορεί και να βρισκόμαστε σε μια νέα διασταύρωση του κινηματογράφου προς καινούργιους δρόμους
Πιθανά όμως αδιάφορους για τον τελικό αποδέκτη για τον οποίο γίνονται όλα αυτά και που δεν είναι παρά ο θεατής μόνος του μέσα στη σκοτεινή αίθουσα.
ΦΟΝΙΣΣΑ
Σκηνοθεσία: Εύα Νάθενα
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη
Φωτογραφία: Παναγιώτης Βασιλάκης
Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος, Κώστας Βαρυμπομπιώτης, Αλέξανδρος Βελαέτης
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Εύα Νάθενα
Παραγωγοί: Κώστας Λαμπρόπουλος, Γιώργος Κυριακός, Διονύσης Σαμιώτης, Γιάννης Σαργάνης
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Χαδούλα, Φραγκογιαννού), Μαρία Πρωτόπαππα (Δελχάρω, μητέρα της Χαδούλας), Έλενα Τοπαλίδου (Αμέρσα), Πηνελόπη Τσιλίκα (Δελχάρω, κόρη της Χαδούλας), Γεωργιάννα Νταλάρα (Χαδούλα νεαρή), Χρήστος Στέργιογλου (Παπα-Νικόλας), Στάθης Σταμουλακάτος (Καμπαναχμάκης), Δημήτρης Ήμελλος (Ντάντης), Χριστίνα Μαξούρη (Ρινιώ)
Χώρα: Ελλάδα
Γλώσσα: ελληνικά
Χρώμα: έγχρωμη
Έτος παραγωγής: 2023
Διάρκεια: 97΄
Εταιρεία διανομής: Tanweer
Ημερομηνία εξόδου στις αίθουσες: 30/11/2023
Περισσότερα στοιχεία για τη διανομή και τα τεχνικά χαρακτηριστικά: δείτε εδώ.
Διαβάστε την κριτική της Καλλίτσας Βλάχου για αυτή την ταινία
Διαβάστε την κριτική του Γιάννη Φραγκούλη για αυτή την ταινία
Διαβάστε τις κριτικές κινηματογράφου
Δείτε τα βίντεο που έχουμε δημιουργήσει
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη