Έχουμε δει τη λειτουργία του μύθου και των μυθικών στοιχείων στο λόγο και τη γλώσσα των παραστάσεων του Ενιαίου Παραστατικού Χώρου, στο προηγούμενο σημείωμά μας. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι αυτές οι παραστάσεις μυθικών στοιχείων υπάρχουν στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου και με ασυνείδητο τρόπο μπαίνουν μέσα στον ψυχικό του κόσμο κάθε δευτερόλεπτο, στην καθημερινή του ζωή. Βομβαρδίζεται από στοιχεία που αργότερα θα αποτελέσουν τη βάση για διάφορα ιδεολογήματα, δηλαδή κομμάτια που θα φτιάξουν μία άλλη άποψη για την «πραγματικότητα», μία πρόταση για έναν τρόπο ζωής. Εδώ θα εξετάσουμε αποκλειστικά και μόνο το ρόλο της απόλαυσης στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογικής διεργασίας, το «ρόλο» της ως διερεύνηση του ψυχικού μας κόσμου.
Η απόλαυση είναι άμεσα συνδεδεμένη με το σεξουαλικό ένστικτο και, κατ’επέκταση, με τη λίμπιντο. Αυτό το παρατηρούμε στον παιδικό κιόλας κόσμο. Το σεξουαλικό ένστικτο αποβλέπει στην ευχαρίστηση, κατά κύριο λόγο, ο παιδικός ερωτισμός έχει ως αυτοσκοπό όχι την αναπαραγωγή, αλλά την απλή απόλαυση. Με αυτό τον τρόπο η φροϋδική ψυχαναλυτική θεωρία προσδιορίζει τη σχέση της απόλαυσης και του ερωτισμού, απ’την παιδική ηλικία. Το παιδί σέβεται και αγαπά, απ’το εγώ του δομεί το υπερ-εγώ του, το οποίο θα έρθει σε μία συνδιαλλαγή με το εγώ και θα είναι η αρχή της παραγωγής και αναπαραγωγής του λόγου. Μία διαδρομή που θα περάσει μέσα απ’τα διάφορα συμπλέγματα (Axele 1952).
Ο λόγος αυτός δομείται μέσα από μύθους, όπως είναι ο χαρακτηριστικός μύθος του Οιδίποδα και αυτός της Ηλέκτρας, δίνοντας τα ονόματά τους στα αντίστοιχα συμπλέγματα που έχουν μελετηθεί απ’όλες τις ψυχαναλυτικές θεωρίες. Αυτά τα μυθικά στοιχεία θα περάσουν μέσα απ’το ασυνείδητο στο συνειδητό, με τον τρόπο που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, και θα ενωθούν μεταξύ τους, με τρόπο τυχαίο και συγχρόνως κανονισμένο, απ’τους νόμους της αφήγησης και της ψυχολογίας, έτσι ώστε να φτιάξουν έναν κόσμο «πραγματικό», επιφορτισμένο απ’τα προσωπικά χαρακτηριστικά για τον καθένα, άρα προσωπικό για τον κάθε άνθρωπο, για να υπάρχει η ποικιλότητα στην ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση.
Η απόλαυση είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στο μυθικό στοιχείο και στο συμπλεγματικό κόσμο του ανθρώπου. Ενθυμούμενοι την θεωρία του Φρόιντ, τη θεωρία του για τα όνειρα, «το όνειρο έχει τη δομή μίας φράσης ή, μάλλον, αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στο γράμμα του, ενός γρίφου, δηλαδή μίας γραφής, της οποίας το όνειρο του παιδιού αναπαριστά, λες, την πρωταρχική ιδεογραφία, και η οποία στον ενήλικο αναπαράγει ταυτόχρονα τη φωνητική και τη συμβολική χρήση των σημαινόντων στοιχείων που ξαναβρίσκουμε τόσο στα ιερογλυφικά της αρχαίας Αιγύπτου όσο και στους χαρακτήρες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Κίνα. (…) Η επιθυμία του ανθρώπου βρίσκει το νόημά της στην επιθυμία του άλλου, όχι τόσο επειδή ο άλλος κρατά τα κλειδιά του επιθυμούμενου αντικειμένου, αλλά επειδή το πρώτο αντικείμενο του ανθρώπου είναι η αναγνώριση απ’τον άλλο.» (Λακάν 2005).
Κατά συνέπεια, η απόλαυση έχει να κάνει με την αναγνώριση, μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, και με τη σύνδεση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου. Έχουμε λοιπόν έναν προτεινόμενο τρόπο για την εκφορά του λόγου και τα πρώτα δείγματα της αναπαραγωγής του. Ο λόγος χρησιμοποιείται για τη δομή του χαρακτήρα και για τη συνεχή μορφοποίησή του.
Η διαμόρφωσή του χαρακτήρα, σύμφωνα με το Βίλχελμ Ράιχ, επιτυγχάνεται με τρεις τρόπους: την αποφυγή του πραγματικού άγχους και τη δέσμευση του λιμναστικού άγχους, η τρίτη αρχή είναι αυτή της ηδονής. Πιο συγκεκριμένα «η διαμόρφωση του χαρακτήρα ξεκινάει από και οφείλεται στην ανάγκη απόκρουσης των κινδύνων, που προέρχονται από την ικανοποίηση των ενστίκτων. Απ’τη στιγμή, όμως, που η θωράκιση έχει διαμορφωθεί, η αρχή της ηδονής συνεχίζει να λειτουργεί στο μέτρο που ο χαρακτήρας, όπως ακριβώς και το σύμπτωμα, χρησιμεύει όχι μόνο για την αναχαίτιση των ενορμήσεων και για τη δέσμευση του άγχους, αλλά και για την ικανοποίηση στρεβλωμένων ενστίκτων» (Ράιχ 1981).
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η απόλαυση και η ηδονή είναι απ’τα πλέον βασικά στοιχεία για να αντιληφθούμε την «πραγματικότητα», για να συνδέσουμε αυτά τα υλικά που θα δομήσουν αργότερα το λόγο. Τα υλικά που βρίσκονται στο χώρο, με διαφορετικούς χαρακτήρες, ανήκουν σε διαφορετικές τέχνες, αν θα μπορούσαμε να τα ξεχωρίσουμε, ενοποιούνται σε ένα ενιαίο οργανικό αφηγηματικό σύνολο, ανήκουν πλέον σε αυτό που ονομάζουμε Ενιαίο Παραστατικό Χώρο.
Η αντίληψη της «πραγματικότητας» είναι μία μορφή τελετής, έτσι όπως την έχουμε μελετήσει μέχρι τώρα. Υπάρχει μία διαφορά μεταξύ του πραγματικού και του «πραγματικού», μεταξύ αυτού, δηλαδή, που υπάρχει όντως και αυτού που αντιλαμβανόμαστε σαν τέτοιο. Σύμφωνα με το Λακάν, η «πραγματικότητα» δεν είναι παρά μία ακόμα νεύρωση, μία νευρωσική διαδικασία.
Υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ του συμβολικού, του φαντασιακού και του πραγματικού. Το πρώτο εμφανίζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους, είναι πέρα από κάθε κατανόηση, στο εσωτερικό του εντάσσεται κάθε κατανόηση, και ασκεί εμφανώς αποσταθεροποιητική επίδραση στις ανθρώπινες και διανθρώπινες σχέσεις. Το δεύτερο υπάρχει σε αυτές τις μορφές που μας οδηγούν στους φυσικούς μας σκοπούς, η εικόνα παίζει κεφαλαιώδη ρόλο που τον ξαναπιάνει, τον ξαναζωντανεύει εξ ολοκλήρου η συμβολική τάξη. Η διαφορά ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο είναι ότι υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μία συνέχεια, μόνο που κάθε στοιχεία, ως σύμβολο, αντιτίθεται το ένα προς το άλλο.
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για την επικοινωνία. Μπαίνουμε λοιπόν στο τετράγωνο που έχει τέσσερα σημεία: το υποκείμενο (S), το εγώ, το άλλο εγώ και τον Άλλο. Ανάμεσα στο υποκείμενο και τον Άλλο έχουμε την ασυνείδητη διαδικασία. Ανάμεσα στο εγώ και το άλλο εγώ έχουμε τη φαντασιακή σχέση. Το κλασικό τετράπολο του Λακάν, όπου προσδιορίζεται ότι το υποκείμενο ομιλείται με το εγώ του, ενώ το διπλότυπό του εγώ μιλάει και σχολιάζει τη δραστηριότητά του (Λακάν 2008). Μιλάμε πλέον για το μετασχηματισμό της προσωπικότητας, μέσα απ’αυτές τις δράσεις.
Το σύμβολο ως μετασχηματιστική δομή, με την έννοια της θεωρίας του Νόαμ Τσόμσκι, έχει τεράστια σημασία στο μετασχηματισμό του χαρακτήρα του ανθρώπου. Θα ακολουθήσουμε την ψυχαναλυτική θεωρία του Ράιχ για να εξετάσουμε το id, το υπερεγώ και, τελικά, το εγώ (Ράιχ 1981).
Θα ξεκινήσουμε απ’την ταυτότητα, το id, στην οποία σημαντικό ρόλο παίζει ο γενετήσιος χαρακτήρας, εδώ η αιμομικτική επιθυμία έχουν εγκαταλειφθεί και προβάλλονται σε κάποιο ετερόφυλο αντικείμενο, το οποίο, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση του νευρωσικού χαρακτήρα, δεν αντιπροσωπεύει το αιμομικτικό αντικείμενο. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν είναι πια συγκαιρινός παράγοντας, έχει επιλυθεί. Εξαιτίας αυτής της υπερκάθεξης του προγενετήσιου συστήματος, οι λιμπαντικές παρορμήσεις τρυπώνουν σε κάθε πολιτιστική και κοινωνική δραστηριότητα.
Το υπερεγώ του γενετήσιου χαρακτήρα διακρίνεται κύρια από τα σημαντικά σεξουαλικά καταφατικά στοιχεία του. Υπάρχει υψηλός βαθμός αρμονίας ανάμεσα στο id και το υπερεγώ. Η απώθηση δημιουργεί την ηθική, ένα λίγο ή πολύ συνειδητό αίσθημα ανικανότητας υπάρχει πάντοτε, πολλά κοινωνικά επιτεύγματα είναι πρωταρχικά αναπληρωματικά τεκμήρια ικανότητας.
Θα καταλήξουμε στη δομή του εγώ. Είναι απαλλαγμένο από αισθήματα ενοχής, το εγώ αναλαμβάνει και ικανοποιεί τη γενετήσια λίμπιντο και ορισμένες προγενετήσιες ενορμήσεις του id και μετουσιώνει, εξιδανικεύει τη φυσική επιθετικότητα, καθώς και μέρος της προγενετήσιας λίμπιντο, σε κοινωνικά επιτεύγματα.
Το σημαντικό είναι ότι η θωράκιση είναι αρκετά ευλύγιστη ώστε να προσαρμόζεται στις πιο ποικίλες εμπειρίες. Το «παιχνίδι» είναι ανάμεσα στο συναίσθημα (λίμπιντο, νευρώσεις, ορμές) και στον ορθολογισμό. Κατά συνέπεια, οι παραλλαγές του θέματος είναι πολλές, παραδείγματα και διαφορετικές περιπτώσεις μπορεί να μελετήσει κανείς, σε σχέση με το κοινωνικό πεδίο (Ράιχ 1981), όπως επίσης τη συσχέτιση της σεξουαλικότητας και της διανοητικής διαδικασίας, έτσι όπως εγγράφεται στα κοινωνικά δρώμενα.
Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι ο άνθρωπος, του οποίου οι σεξουαλικές, καθώς και οι πρωτόγονες βιολογικές και οι πολιτιστικές ανάγκες ικανοποιούνται, δε χρειάζεται καμία ηθική για να διατηρεί τον αυτοέλεγχό του. Ο ανικανοποίητος, όμως, άνθρωπος, καταπιεσμένος απ’όλες τις απόψεις, υποφέρει από αυξανόμενη εσωτερική διέγερση, που θα τον οδηγούσε να κάνει τα πάντα κομμάτια αν η ενέργειά του δεν κρατιόταν κατά ένα μέρος υπό έλεγχο, ενώ κατά ένα άλλο μέρος καταναλώνεται από ηθικιστικές αναστολές. Η έκταση και η ένταση των ηθικιστικών ιδεολογιών, απ’τη μία, και το μέγεθος της άλυτης έντασης που δημιουργείται απ’τις ανικανοποίητες ανάγκες, στο μέσο άτομο της κοινωνίας, καθορίζονται απ’τη σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τον τρόπο παραγωγής και στις ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν.
Οι τάσεις και οι αντιτάσεις φαίνονται πλέον, μέσα απ’αυτές μεταλλάσσεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου και, κατά συνέπεια, ο λόγος του. Θα δούμε πλέον τους μετασχηματισμούς που μπορεί να συμβούν στον άνθρωπο και μπορούν να εγγραφούν στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Θα μιλήσουμε για την αναγέννηση του ανθρώπου. Το φαινόμενο αυτό δεν μπορούμε να το παρατηρήσουμε με άμεσο τρόπο διότι είναι μία καθαρά ψυχική πραγματικότητα, η οποία μεταδίδεται μόνο έμμεσα, μέσα από προσωπικές δηλώσεις. Έχουμε ένα ψυχικό τοπίο που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό απ’τις αισθήσεις, είναι όμως αναμφίβολα πραγματικό. Είναι μία διαδικασία την οποία θα συμπεράνουμε μόνο μέσα απ’τις δηλώσεις που έχουν γίνει.
Αυτή η αναγέννηση είναι μία απ’τις αρχέγονες πεποιθήσεις της ανθρωπότητας. Αυτές οι αρχέγονες πεποιθήσεις βασίζονται στις ψυχικές μορφές που λέγονται αρχέτυπα. Εφόσον όλες οι πεποιθήσεις που σχετίζονται με τη σφαίρα του υπεραισθητού καθορίζονται απ’τα αρχέτυπα, δεν είναι περίεργο που συναντάμε την πεποίθηση της αναγέννησης σε πολλούς και εξαιρετικά διαφορετικούς μεταξύ τους λαούς (Γιουνγκ 1988). Έχουμε να κάνουμε με τις εμπειρίες του μετασχηματισμού. Ο άνθρωπος μετασχηματίζεται, αναγεννιέται συνέχεια, μία διαδικασία που ακολουθεί τους νόμους της διαλεκτικής, έτσι όπως έχει οριστεί τόσο απ’τον Ηράκλειτο όσο και από το Χέγκελ και το Μαρξ.
Μας ενδιαφέρουν δύο διαφορετικές εμπειρίες: αυτές που προκαλούνται από τελετουργίες και εκείνες που χαρακτηρίζονται άμεσες. Θα αναφερθούμε εν συντομία σε αυτές για να μπορέσουμε να θίξουμε τους μετασχηματισμούς της προσωπικότητας, αφού και το ένα και το άλλο θέμα θα το αναλύσουμε αργότερα, σε μεγαλύτερη έκταση.
Στις εμπειρίες που προκαλούνται από τελετές θα βρούμε την αποκάλυψη της αιώνιας συνέχειας της ζωής, μέσα απ’τον μετασχηματισμό και την ανανέωση. Η τελετή αυτή μπορεί να είναι ιερή, δηλαδή θρησκευτική, κοινωνική, ηρωική ή απλά κοινωνική. Ο άνθρωπος μπορεί είτε να συμμετάσχει είτε απλά να παρακολουθεί. Σε όλες τις περιπτώσει φτάνει σε ένα βαθμό μύησης. Η μορφή της ζωής μεταμορφώνεται τελετουργικά μέσα από κάποια διαδικασία, ο μυημένος επηρεάζεται, εντυπωσιάζεται, καθαγιάζεται ή αποκτά θεία χάρη, με την παρουσία του ή τη συμμετοχή του. Θα δούμε ότι ως τελετή ορίζουμε, εκτός απ’αυτές που έχουν οριστεί ως τέτοιες, κατόπιν διάφορων συμβάσεων, κοινωνικών, πολιτικών ή θρησκευτικών, και καθημερινές ασχολίες που ακολουθούν μία διαδικασία προκαθορισμένη, με άλλα λόγια μία τυπική τελετουργία, το γεύμα, ο έρωτας, οι συναντήσεις, οι επαγγελματικές δραστηριότητες κ.ά.
Οι άμεσες εμπειρίες μπορεί να συμβούν με τη μορφή μία αυθόρμητης, εκστατικής ή οραματιστικής εμπειρίας. Το γεγονός παραμένει έξω απ’το ίδιο το άτομο, σα μία τελετουργική πράξη που εκτελείται από άλλους. Φτάνουμε λοιπόν στο μετασχηματισμό της προσωπικότητας. Θα διακρίνουμε τη σμίκρυνση, τη μεγέθυνση της προσωπικότητας, την αλλαγή της εσωτερικής δομής, την ταύτιση με μία ομάδα, την ταύτιση με έναν ήρωα, τις μαγικές διαδικασίες, τον τεχνικό μετασχηματισμό και το φυσικό μετασχηματισμό (εξατομίκευση), φαινόμενα που δεν είναι σπάνια στην ψυχοπαθολογία (Γιουνγκ 1988).
Στη σμίκρυνση της προσωπικότητας έχουμε χαλάρωση της έντασης της συνειδητότητας, ο νοητικός τόνος έχει μειωθεί και γίνεται υποκειμενικά αισθητό σαν απάθεια, κατήφεια ή κατάθλιψη. Στη μεγέθυνση της προσωπικότητας νέα ζωτικά εξωτερικά στοιχεία εισέρχονται στην προσωπικότητα και αφομοιώνονται και με αυτό τον τρόπο μπορεί να συμβεί μία σημαντική διεύρυνσή της. Στην αλλαγή της εσωτερικής δομής έχουμε τις δομικές μεταβολές, την κατάληψη, την ταύτιση, η ταύτιση με κάποιον εκλειπόντα, συνηθισμένη τελετή στις πρωτόγονες φυλές, βασικές για τις λειτουργίες της. Η ταύτιση με την ομάδα συμβαίνει όταν μοιράζεται ένα κοινό συναίσθημα και η ολική ψυχή βρίσκεται κάτω απ’το επίπεδο της ατομικής ψυχής. Η μάζα επηρεάζεται απ’τη μυστική συμμετοχή, από μία ασυνείδητη ταύτιση.
Η ταύτιση με τον ήρωα μετουσιώνεται σε μία τελετή, ιερή ή όχι, οπότε έρχονται ψυχικές αλλαγές στους συμμετέχοντες. Στις μαγικές διαδικασίες η τελετή χρησιμοποιείται για να προκαλέσει μετασχηματισμό. Στον τεχνικό μετασχηματισμό θα βρούμε διάφορες τεχνικές, όπως η γιόγκα ή η επανάληψη γεγονότων στην ίδια σειρά, με σκοπό να αλλάξει το ψυχικό τοπίο. Οι φυσικοί μετασχηματισμοί είναι στο κέντρο των φυσικών και ανατολίτικων φιλοσοφικών θεωριών. Οι φυσικές διαδικασίες αναγγέλλονται στα όνειρα και είναι η αρχή μίας μακρόχρονης διαδικασίας εσωτερικού μετασχηματισμού. Η σκέψη έρχεται απ’το ασυνείδητο για να γίνει στο συνειδητό έμμονη ιδέα ή ψυχογενές σύμπτωμα ή αντίληψη της πραγματικότητας. Πολλά είναι τα παραδείγματα, ειδικά σε όλες τις θρησκείες, στους αλχημιστές, στις μυστικιστικές θεωρίες.
Αυτές οι αφηγηματικές οντότητες, όπως εξετάστηκαν πιο πάνω, ανήκουν στα αρχέτυπα, τα οποία, μπορούμε να πούμε, με διαφορετικούς τρόπους είναι το πρώτο υλικό για τα όνειρα και, τελικά για τη μορφή του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου, σε μία υγιή ή άρρωστη κατάσταση. Η προσωπικότητα αποτελείται από δύο στοιχεία: πρώτα απ’το ασυνείδητο -και απ’ότι αυτό περιέχει- και ύστερα απ’τα απέραντα μετόπισθεν της ασυνείδητης ψυχής. Παρόλα αυτά η συνειδητή προσωπικότητα δεν μπορεί να ορισθεί με απόλυτη ακρίβεια, όταν πρόκειται για το σύνολο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Το εγώ είναι υποταγμένο ή σύμφυτο σε ένα υπέρτατο προεγώ που είναι το κέντρο μίας ολικής, απεριόριστης και ακαθόριστης προσωπικότητας (Γιουνγκ 1962).
Βλέπουμε λοιπόν πως δρουν και επιδρούν τα σύμβολα, σαν αρχέτυπα, μέσα από ψυχικές διαδικασίες στη διαμόρφωση του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου. Η τελετή είναι το πλέον βασικό κομμάτι για να αντιληφθεί κανείς αυτή την πραγματικότητα με κάποιο τρόπο, να πάρει απ’αυτή στοιχεία και να δομήσει το δικό του κόσμο. Έχει ανάγκη όμως τη διαδικασία της ανάκλησης των στοιχείων της μνήμης που φέρνει στη συνείδηση αυτό το υλικό για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για «συνειδητό κόσμο».
Τίθεται πλέον το βασικό ερώτημα: Με ποιο τρόπο ο άνθρωπος ανασύρει τα στοιχεία απ’το παρελθόν; Ποια είναι η διαδικασία για να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα στοιχεία που θα τροφοδοτήσουν το συνειδητό μας κόσμο για να δομήσουν αυτό που δεχόμαστε εμείς σαν πραγματικότητα; Θα δεχτούμε ότι η μνήμη είναι αυτό το στοιχείο που θα τροφοδοτήσει τη συνείδησή μας.
Θα διακρίνουμε δύο διαφορετικά είδη μνήμης: τη μνήμη-ενθύμηση και τη μνήμη-συστολή. Κάνουμε αυτό το διαχωρισμό διότι δεχόμαστε ότι η μνήμη έχει μέσα της και το στοιχείο της κίνησης. Κυρίως όμως το παρόν, που διαρκεί ανά πάσα στιγμή, διαιρείται σε δύο κατευθύνσεις, η μία προσανατολισμένη και διεσταλμένη προς το παρελθόν, η άλλη είναι συνεσταλμένη, συστελλόμενη, προς το μέλλον. Κατά συνέπεια, έχουμε πέντε εκφάνσεις της πραγματικότητας: την υποκειμενικότητα-ανάγκη, στιγμή της άρνησης, την υποκειμενικότητα-εγκέφαλο, στιγμή της απόστασης ή της απροσδιοριστίας, την υποκειμενικότητα-πάθημα, στιγμή του πόνου, την υποκειμενικότητα-ενθύμηση, πρώτη έκφανση της μνήμης και την υποκειμενικότητα-συστολή, δεύτερη έκφανση της μνήμης (Deleuze 2010)
Στις δύο τελευταίες εκφάνσεις της υποκειμενικότητας βλέπουμε ότι η ενθύμηση είναι αυτό που έρχεται να καλύψει την απόσταση, να ενσαρκωθεί ή να ενεργοποιηθεί στο καθαυτό εγκεφαλικό μεσοδιάστημα, στην υποκειμενικότητα-ενθύμηση, ενώ το σώμα δεν είναι περισσότερο από μία αδιάστατη στιγμή στο χρόνο, όχι περισσότερο απ’ότι είναι ένα μαθηματικό σημείο στο χώρο, και εξασφαλίζει μία συστολή των ερεθισμάτων που υφιστάμεθα, απ’όπου γεννιέται η ποιότητα, στην υποκειμενικότητα-συστολή.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ταξίδι απ’το παρελθόν στο παρόν και, πιθανότατα, στο μέλλον. Μπαίνει, κατά συνέπεια, η έννοια της διάρκειας. Η διάρκεια είναι διαδοχή διότι, εν δυνάμει, είναι συνύπαρξη όλων των επιπέδων και των βαθμών όπου εισάγουμε ξανά -όπως στην έννοια της συμβολοποίησης- την επανάληψη. Υφίσταται ένα άλμα απ’το παρελθόν στο παρόν, με αυτό τον τρόπο στο Είναι υπάρχουν οντολογικές περιοχές του παρελθόντος, οι οποίες συνυπάρχουν, όλες επαναλαμβάνουν οι μεν τις δε.
Η μπερξιονική διδασκαλία μας δείχνει τέσσερις προτάσεις: Το άλμα, τοποθετούμαστε διαμιάς στο οντολογικό στοιχείο του παρελθόντος. Η διαφορά ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, το παράδοξο του Είναι. Η συγχρονικότητα, το παρελθόν δε διαδέχεται το παρόν, αυτό που το ίδιο υπήρξε, αλλά συνυπάρχει με αυτό. Ψυχική επανάληψη, αυτό που συνυπάρχει με κάθε παρόν είναι ολόκληρο το παρελθόν, στο ακέραιο, σε διάφορα επίπεδα συστολής και χαλάρωσης (Μπερξόν 1998).
Αν σε αυτές τις προτάσεις προσθέσουμε και τις δύο διαφορετικές μορφές των συνειδητών στοιχείων, την έκταση και τη στατικότητα, με άλλα λόγια την κίνηση και τη στάση, φτάνουμε τότε ξανά στη λειτουργία του συμβόλου, όπως το έχουμε εξετάσει στις δομές του μύθου, ειδικά στην εργασία της Kristeva, όπου μελετάται με ακρίβεια η δομή του λόγου και της γλώσσας. Άρα το στοιχείο που παράγει και αναπαράγει το λόγο και τη γλώσσα στις διαφορετικές μορφές της, κλασική, ποιητική ή χαοτική αφήγηση.
Μπορούμε πλέον να καταλάβουμε σε όλη την έκτασή του το θέμα. Η απόλαυση είναι αυτό το στοιχείο που μας «προτρέπει» να δεχτούμε το ένα ή το άλλο στοιχείο και να το βάλουμε σε μία πιθανή αφηγηματική αλληλουχία. Να δομήσουμε μία πραγματικότητα, με υποκειμενικό τρόπο.
Η απόλαυση δεν είναι αμαρτία, αλλά αυτό το στοιχείο που θα μας δείξει ένα δρόμο νόησης και συνειδητότητας. Μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα από αρχέγονα στοιχεία, μέσα από τελετές, σε διαφορετικές βαθμίδες σημασίας τους, το σημαίνον ή το σημαινόμενο και να καταφέρουμε να τα ενώσουμε σε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο. Τελικά να έχουμε μία πρόταση για τη ζωή που, σε τελικό βαθμό, θα είναι καθαρά προσωπική για εμάς, απαλλαγμένη από αντίρροπες δυνάμεις, άγχη, νευρώσεις, ψυχώσεις, στην προσπάθεια να ανακαλύψουμε στοιχεία του εαυτού μας.
Αυτά τα στοιχεία θα τα βρούμε στον παγκόσμιο αφηγηματικό κόσμο, έτσι όπως υπάρχουν στην πορεία ασυνείδητου-συνειδητού-«πραγματικότητας», έτσι όπως εμείς τα βρίσκουμε και τα συνδέουμε, σε μία άτυπη τελετή στην οποία είμαστε τα δρώντα πρόσωπα. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε που ακριβώς βρίσκεται αυτή η πορεία, περισσότερο στο ασυνείδητο ή στο συνειδητό, μία ανάλυση χαρακτήρα θα διαλεύκανε το θέμα, αλλά, σε ενεστώτα χρόνο, δεν έχει κανένα νόημα, ίσως θα έχει αφού έχουμε βιώσει αυτή τη διαδικασία.
Γιάννης Φραγούλης
Καρλ Γκουσταβ Γιουνγκ, «Τέσσερα αρχέτυπα», εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1988.
Καρλ Γκουσταβ Γιουνγκ, «Ψυχολογία και θρησκεία», εκδ. Μάρη, Αθήνα 1962.
Ζακ Λακάν, «Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση», εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2005.
Ζακ Λακάν, «Οι ψυχώσεις», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2008.
Ερρίκος Μπερξόν, «Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998.
Βίλχελμ Ράιχ, «Η ανάλυση του χαρακτήρα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981.
Δρ. Axele, «Ψυχανάλυση, ατομική ψυχολογία, συμπλεγματική ψυχολογία», εκδ. Παγκόσμιος Εγκυκλοπαιδική και Μορφωτική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1952.
Gilles Deleuze, «Ο μπερξιονισμός», εκδ. Scripta, Αθήνα 2010.
Μαρ 21, 2021 0
Σεπ 11, 2019 0
Ιούν 10, 2019 0
Ιούν 12, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη