Ιούλ 23, 2019 Κινηματογράφος 0
του Γιάννη Φραγκούλη
«Αυτό που με είχε συγκινήσει εμένα στον Τορνέ και τον Βακαλόπουλο ήταν η πίστη τους ότι σημασία πάνω απ’όλα έχει να γυρίζουμε ταινίες, ότι αυτό και μόνο είναι μία νίκη. Μία νίκη που προϋποθέτει, βεβαίως, την ανθρώπινη προσφορά. Εγώ, λοιπόν, από την μια μεριά είχα για στήριγμα αυτούς τους δύο, κι από την άλλη τη δουλειά μου στο Χρηματιστήριο -αντικριστής ήμουν, μετέφερα εντολές- για τ’άγονα διαστήματα. Όταν εκείνοι έφυγαν, μου ήταν δύσκολο να κρατήσω την ίδια στάση. Δεν είδατε πόσοι κάηκαν απ’τον ίδιο πόνο; Ο Κανελλόπουλος, ο Λιαρόπουλος, η Λιάππα, η Μαρκετάκη… Οι αδύναμοι επιστρέφουν σ’αυτό που ξέρουν. Κι εγώ ό,τι ήξερα, στον Φίνο το είχα μάθει. Επέστρεψα λοιπόν στην οργανωμένη παραγωγή. Ο ανεξάρτητος κινηματογράφος, μία πυγολαμπίδα που έλαμψε στο σκοτάδι ήταν, και πάει…
Στο βάθος της ψυχής μου πάντα πίστευα ότι το κράτος δεν θα έπρεπε ν’ανακατεύεται με το σινεμά. Δίχως τη δική του ενίσχυση, κάτι θα εφευρίσκαμε. Μπορεί και θαύματα να κάναμε. Μπορεί και να τη στήναμε έξω από τα κανάλια και να τα σπάγαμε όλα μέχρι να μας αποδώσουν το 1,5%. Ενώ τώρα εφησυχάζουμε. Και επιπλέον, μας περιφρονεί ο κόσμος επειδή τρώμε τα λεφτά των φορολογουμένων. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να καταργηθεί το Κέντρο Κινηματογράφου. Καθώς όμως υπάρχει, οι δυνάμεις που κάποια παιδιά κρύβουν μέσα τους δεν μπορούν ν’απελευθερωθούν».
Σταύρος Τσιώλης, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 2005, με αφορμή την ταινία του «Φτάσαμεεε!».
Ο Σταύρος Τσιώλης έφυγε για τον Παράδεισο των κινηματογραφιστών στις 23 Ιουλίου 2019. Μία ζωή κινηματογράφος, θέαμα, κωμωδία, θέατρο. Ο άνθρωπος που μας έκανε να γελάσουμε με τις πιο απλές αφηγηματικές πράξεις, είναι ένα ενεργητικό παρελθόν για τον κινηματογραφικό και θεατρικό χώρο, στιγματίζει όμως με το συνολικό έργο του αυτό που λέμε εγχώρια κινηματογραφική και θεατρική παραγωγή. Φωτίζει με το ήθος και την απλότητά του την παραγωγή του θεάματος που επιμένει στο ελληνικό χρώμα, όχι στο κολλημένο εθνικισμό, αλλά στην ουσία του ελληνικού κινηματογράφου, αυτή που πηγάζει από την απλότητα του λαϊκού θεάματος και βουτάει στις καλλιτεχνικές αξίες του ποιοτικού θεάματος. Αυτό το πάντρεμα στον κινηματογράφο του Σταύρου Τσιώλη είναι μοναδικό, ίσως για τον ελληνικό και βαλκανικό κινηματογράφο. Μόνο για αυτό αξίζει εμπεριστατωμένη μελέτη που, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει.
Δεν ήθελε πολύ χρόνο για να γίνει κάποιος φίλος με το Σταύρο Τσιώλη. Μία συνέντευξη για την εφημερίδα «Εξόρμηση», πριν 30 περίπου χρόνια, ήταν η αφορμή για να γνωριστούμε και να γίνουμε φίλοι. Και μείναμε από τότε πιστοί ο ένας στον άλλον. Θα προσπαθήσω, όσο πιο «αντικειμενικά» γίνεται, να αναφερθώ στο έργο του, περιληπτικά, φυσικά, λόγω περιορισμένου χώρου. Θα επανέλθω όμως σύντομα.
Ο μελετητής του έργου του θα διέκρινε τρεις μεγάλες περιόδους της κινηματογραφικής του διαδρομής. Αυτή του Φίνου, αυτή που ήταν εκτός του απόλυτα προσδιορισμένου κινηματογραφικού πεδίου, αυτή των ταινιών που βρίσκονταν μέσα στον ποιοτικό και λαϊκό κινηματογράφο, κλίνοντας περισσότερο στην κωμωδία, τα τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του.
Ο Σταύρος Τσιώλης εμφανίζεται στην αρχή βοηθός σκηνοθέτης και μέλος του συνεργείου σε ταινίες του Φιλοπείμωνα Φίνου. Θα το δούμε ως βοηθός σκηνοθέτης σε ταινίες όπως «Της κακομοίρας» (1963), «Τεντυμπόη… αγάπη μου» (1965), «Η Στεφανία» (1966), «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» (1966), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967). Το 1969 εμφανίζεται ως σκηνοθέτης, στην παραγωγή του Φίνου, με την ταινία «Ο πανικός». Θα κάνει άλλες δύο ταινίες, «Η ζούγκλα των πόλεων (1970) και «Κατάχρηση εξουσίας» (1971), με το Φίνο παραγωγό. Ειδικά η τελευταία ταινία ξεχώρισε από τις παραγωγές του Φίνου για την αρτιότητά της, για το καλό σενάριο και για τα χαρακτηριστικά που τα βρίσκουμε σε ευρωπαϊκές ταινίες. Και ξαφνικά χάθηκε!
Για 14 ολόκληρα χρόνια ήταν κάπου ανάμεσα στο Άγιο Όρος, στις μπίζνες, στην αργυροχρυσοχοΐα. Ήταν έξω εντελώς από τον κινηματογράφο; Δε νομίζω. Ακόμα και αν δεν είχε να κάνει καθαρά με τις κινηματογραφικές παραγωγές, η επαφή με το λαϊκό κόσμο, με την αγορά, με τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, τον έφεραν σε άλλα πεδία, αυτά που βρήκε στον Σταύρο Τορνέ, κυρίως, και μετά στο Χρήστο Βακαλόπουλο. Το 1985 θέλει να «δικαιολογηθεί».
Θα κάνει την ταινία «Μία τόσο μακρινή απουσία» (1985) και θα δούμε μία εντελώς διαφορετική θεματική από αυτή που είχε σπουδάσει στις παραγωγές του Φίνου. Σε αυτή την ταινία και στις δύο επόμενες, «Σχετικά με το Βασίλη» (1986) και «Ακατανίκητοι εραστές» (1988), μπαίνει στο κοινωνιολογικό χώρο, βαδίζει στο τραγικό, βλέπει τον έρωτα, με πλάγια ματιά, θέλει να κάνει μία έμμεση αναφορά στην εποχή του και στα χρόνια που πέρασαν, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του τον τραγικό-λαϊκό κινηματογράφο του Φίνου, βλέποντας όμως πολύ καθαρά τον ευρωπαϊκό κινηματογραφικό πεδίο που θέλει την ανάλυση των χαρακτήρων να είναι σε πρώτη γραμμή.
Με την επόμενη ταινία, «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990) μπαίνει για τα καλά στο δικό του κινηματογραφικό πεδίο, από το οποίο δε θα φύγει ποτέ: Το ερωτικό στοιχείο είναι η αφορμή για την αφήγηση, εισάγει το κωμικό, μας οδηγεί στην κριτική της πραγματικότητας στην κοινωνία, κλείνει το μάτι στο θεατή, πονηρά, παροτρύνοντάς τον να δει «τα πράγματα» με ένα διαφορετικό μάτι, όχι αυτό του σκηνοθέτη, αλλά το δικό του, με τη ματιά του που θα έχει κάτι από την κινηματογραφική αφήγηση αυτών των ταινιών, αλλά και από τα βιώματά του, αφού οι ταινίες του Τσιώλη βασίζονται πολύ σε αυτά τα λαϊκά βιώματα.
Με το Χρήστο Βακαλόπουλο συνσεναριογράφο και συνσκηνοθέτη, στο «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» (1992) και τον Αργύρη Μπακιρτζή σε πρωταγωνιστικό ρόλο στιγματίζει τη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική κωμωδία με τέτοιο τρόπο που δύσκολα πλέον κάποιος θα μπορέσει να τον αντιγράψει. Η ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό στοιχείο, στο κωμικό και στο ερωτικό, είναι σαν αυτή ενός σχοινοβάτη που κάθε στιγμή μπορεί να πέσει και να τσακιστεί. Να χάσει το παιχνίδι. Και όμως δεν το χάνει. Μένει όρθιος και, στο τέλος μας δίνει μία γλυκόπικρη κωμωδία, μία σάτιρα που όμοια της δεν έχουμε δει στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.
Η παραγωγή ήταν αυτή που δυνάστευε τον Τσιώλη. «Ήθελα να κάνω το «Λάκη», αλλά έκανα το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε», αλλά άλλο ήθελα να κάνω.», μου είχε πει σε μία συνέντευξη, «Η γυναίκα δεν είναι ωραία, όταν παντρεύεται, είναι ωριαία, έχει έρθει η ώρα της και για αυτό είναι ωραία. Έτσι και στον κινηματογράφο θα πρέπει να κάνουμε τις ταινίες στην ώρα τους». Και όμως τις έκανε όμορφες. Αυτό που θαυμάζαμε στον κινηματογράφο του Σταύρου Τσιώλη ήταν αυτή η δωρική ισορροπία μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, το κενό ανάμεσά τους όπου υπήρχε το στοιχείο της σάτιρας, η υπονόησή της, η προτροπή να δούμε και αυτή την πλευρά, αυτή την αφήγηση που, τελικά, είναι η πιο ενδιαφέρουσα και η πιο κραταιά.
Ο θεατής οδηγείται να δει πίσω από τις λέξεις και τις εικόνες, να ανακαλύψει αυτό που υπάρχει και είναι ευδιάκριτο μόνο σε αυτούς που θέλουν να δουν με αγνό τρόπο το λαϊκό δράμα και, πίσω από αυτό, να ανακαλύψουν τον πόνο, τη δυστυχία, την ελπίδα, τον αγώνα για μία καλύτερη ζωή, τις χαμένες προσδοκίες, τις ηθελημένες αυταπάτες. Όταν τα δει, τότε μπορεί να αντικρύσει την εικόνα της εθνικής τραγωδίας, έτσι όπως υπάρχει χιλιάδες χρόνια τώρα και όπως θα υπάρχει για χιλιάδες χρόνια ακόμα.
Ο Τσιώλης θα είναι εκεί με τις ταινίες του, ακόμα και αν δεν υπάρχει σε αυτό τον κόσμο, για να μας υπενθυμίζει ότι τα θέματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο παρουσιάζονται σε «κουλτουριάρικες» ταινίες, αλλά είναι ακόμα πιο τραγικά, αφού η αφήγησή τους δεν μπαίνει στο θέμα, βγάζει το θεατή από αυτό, δεν μπορεί να κάνει τη σύνδεση με το πραγματικό, αποσυντονίζει. Στα 82 του χρόνια, το 2017, έκανε την ταινία «Γυναίκες που περάσατε από δω», δύο χρόνια πριν από το θάνατό του, στην ίδια αφηγηματική γραμμή, με την ίδια φρεσκάδα, με το ίδιο σατιρικό πνεύμα, με νέα θεματική, πιστός στο δρόμο που είχε χαράξει από την επιστροφή του από τον επιχειρηματικό κόσμο, με τον οποίο, ουσιαστικά, πότε δεν αποχωρίστηκε, αφού αυτός ήταν που το χρηματοδοτούσε για να κάνει τις ταινίες του.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα αφήσει τεράστιο κενό στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο. Το γεγονός είναι ότι δύσκολα θα γεμίσει αυτό το χάσμα, εκτός και αν θα θελήσει κάποιος να ακολουθήσει το παράδειγμα του Τσιώλη, να δει κατάματα τον άνθρωπο, να μπει μέσα στην ψυχή του, να κάνει αυτό το ψυχογράφημα, με αλληγορικό, κωμικό και υπαινικτικό τρόπο. Για να λέμε την αλήθεια, όμως, το βρίσκω πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο.
Μαρ 12, 2022 0
Απρ 09, 2021 0
Μαρ 27, 2021 0
Μαρ 14, 2021 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Δ | Τ | Τ | Π | Π | Σ | Κ |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | ||||||
2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 |
9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 |
16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 |
23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | 29 |
30 | 31 |