Φεβ 19, 2024 Κινηματογράφος 0
Ο σπουδαίος, σύγχρονος, Τούρκος σκηνοθέτης Νούρί Μπίλγκε Τσεϊλάν έχει γυρίσει με μεγάλη επιτυχία, ευστοχία και πειστικότητα ορισμένες, σημαντικές και στοχαστικές ταινίες. Πραγματεύονται άμεσα το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον και αξίζει να μας κάνει να ασχοληθούμε με αυτές τις φωτισμένες, εκφραστικές και διορατικές ταινίες.
Τα μέσα του, τα εργαλεία του, του ζωγραφικού χειρισμού των κάδρων και πλάνων, του φωτός και των αργών, κενών χρόνων είναι καθοριστικά στην έκφραση της ατμόσφαιρας που θέλει να κτίσει σε όλα τα έργα του, ο σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης, φωτογράφος και ενίοτε διευθυντής φωτογραφίας των φιλμ του, μοντέρ και σεναριογράφος -συγγραφέας.
«Τα σύννεφα του Μάη», η δεύτερη ταινία του Τσεϊλάν που σκηνοθέτησε το 1999, διηγείται άμεσα, ρεαλιστικά και μαζί ποιητικά, την επιστροφή ενός σκηνοθέτη με καλλιτεχνικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, στο χωριό του στην Ανατολία, στα τέλη Μαΐου, για να γυρίσει μια ταινία, ένα ντοκιμαντέρ.
Ζωντανεύει γλαφυρά και σε βάθος τη στοργική και λίγο αντιφατική σχέση με τον πατέρα του και τη μητέρα του. Αυτοί θα του χρησιμεύσουν ως ηθοποιοί στο ντοκιμαντέρ του, στο επαρχιακό χωριό όπου θα πραγματοποιήσει το κινηματογραφικό όραμά του. Ο σκηνοθέτης θέλει να ανακαλύψει μέσα από τις εμπειρίες των συγχωριανών του, τα απαραίτητα θεματικά μοτίβα για τη δημιουργία σκηνών του ντοκιμαντέρ του. Να πείσει τους γονείς και τους συντοπίτες του να εμφανιστούν στην ταινία του.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: το βασικότερο
ρόλο έχει ο ανιδιοτελής, τίμιος κι αυθεντικός πατέρας.”
Μα όλοι, μαζεύονται, άλλος πολύ και άλλος λιγότερο, όταν αντιλαμβάνονται πως τους φιλμάρει για να τους χρησιμοποιήσει στην ταινία του, μη δίνοντας μεγάλη σημασία στα ανοίγματά τους για επικοινωνία και στις αυθεντικές, άμεσες εκφράσεις της ψυχής τους. Τα σημαντικά πρόσωπα είναι αυτό του δυσαρεστημένου από την επαρχιακή μιζέρια, ανιψιού του, που αφήνει την εργασία του στο τοπικό εργοστάσιο για να γίνει βοηθός σκηνοθέτη του θείου του. Ο θλιμμένος χήρος θείος του, στον οποίο ο σκηνοθέτης δε δίνει τη δέουσα προσοχή για την απώλεια και στεναχώρια του, και ο δεμένος με τη φύση μικρός που επιθυμεί να του αγοράσει η θεία του ένα μουσικό ρολόι χειρός, επειδή αγαπά απίστευτα τη μουσική.
Ο σκηνοθέτης Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν υιοθετεί δυστυχώς ένα εξωτερικό, απόμακρο βλέμμα επάνω τους. Οι υποψήφιοι συνεργάτες του σκηνοθέτη, συγχωριανοί, σταδιακά αδρανούν κι απογοητεύονται, για να γυρίσουν τελικά στη ρουτίνα τους. Το βασικότερο ρόλο έχει ο ανιδιοτελής, τίμιος κι αυθεντικός πατέρας του που προσπαθεί να σώσει τα χωράφια και τα δέντρα του από το παράλογο κι αυταρχικό κράτος, το οποίο απαιτεί να κόψει τα δένδρα για να νομιμοποιήσει τα χωράφια.
Θυμίζει τον πατέρα της «Άγριας αχλαδιάς», γιατί είναι και οι δύο ιδεαλιστές που επιμελούνται και υπηρετούν τη φύση. Ο πατέρας, ένας σεβάσμιος, γνήσιος και ώριμος άνθρωπος, παραμένει, ενάντια σε όλα, πιστός στα ιδανικά του. Καλλιεργεί και φροντίζει τα δέντρα και τα χωραφάκια του με επιμέλεια και αγάπη, σταθερός στη μέριμνά του για τη φύση στην επαρχία του και στους ανθρώπους της, τους πράους και ευγενικούς αγρότες.
Ο Τσεϊλάν χρησιμοποιεί και το σκηνοθετικό σχήμα της ταινίας μέσα στην ταινία του. Στην ταινία του βρίσκουμε υπέροχα φυσικά χρώματα, ζεστό γήινο φως, χυμούς της ζωής μέσα στη φύση και τη θέρμη της οικογένειας, τρυφερά συναισθήματα επικοινωνίας μεταξύ των οικείων προσώπων, τα ζεστά βλέμματά τους, την ανθρωπιά της απλής και φυσικής, επαρχιακής, αγροτικής ζωής των καθημερινών ανθρώπων, μα και τη δυσκολία κι αδυναμία ολοκληρωμένης επικοινωνίας μεταξύ του σκηνοθέτη και των δικών του, των συγχωριανών του. Αξίζει κυρίως η ολοζώντανη και ποιητική αναπαράσταση της πανέμορφης, κινητικής και ολόδροσης φύσης που τους αγκαλιάζει.
Η ταινία του «Μακριά» («Uzac», 2002) περιγράφει τη ζωή του Μαχμούτ, ενός νέου φωτογράφου στην Κωνσταντινούπολη, διαζευγμένου εργένη, που βλέπει τα πράγματα από απόσταση και ψυχρά. Παλιότερα είχε καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μα τελικά βολεύεται επαγγελματικά φτιάχνοντας διαφημίσεις, καλοπληρωμένος και μάλλον αλλοτριωμένος.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: σε παρασύρει
στα ανθρώπινα πορτρέτα του.”
Η όλη ιστορία εξελίσσεται, αργά, διακριτικά, και σε βάθος, στους ρυθμούς μιας ζωής ανιαρής, ζωντανής-νεκρής και κενής, υπό την επίδραση της επίσκεψης ενός άγουρου, αδαή ξαδέλφου του που έρχεται από την επαρχία και βολεύεται στο σπίτι του αποξενωμένου στην Πόλη φωτογράφου· του Μαχμούτ που δεν τόλμησε να γίνει σκηνοθέτης όπως επιθυμούσε, μέχρι ο νεαρός ξάδελφος να βρει δουλειά σε κάποιο καράβι που θα αποπλεύσει και να φύγει.
Η ταινία απεικονίζει ελλειπτικά, βασισμένο στη δημιουργία ατμόσφαιρας και με λίγους διαλόγους, τη σχέση των δύο νέων ανθρώπων σε αναζήτηση της θέσης τους στην πραγματικότητα, ανάμεσα στην κοινωνία και τις προσδοκίες τους, κάτω απ’ τον κρυμμένο, χειμωνιάτικο ήλιο της παγωμένης Ινστάμπούλ, κατά Τσεϊλάν.
Το ζωγραφικό και συνάμα διαλογικό κι ηθικοφιλοσοφικό, μνημειώδες «Χειμερία νάρκη», ταινία του 2014, σε παρασύρει στα ανθρώπινα πορτρέτα του, στους στοχασμούς και στην απαράμιλλη εικαστικότητά του χάρη στον απόλυτο σκηνοθετικό, ντεκουπαζικό έλεγχο στα φιλμικά εργαλεία του.
Πρόκειται για ένα ψυχογραφικό, λεπτά συμβολικό κατά στιγμές και συγκρατημένα δραματικό, τσεχωφικό, υποδόρια κοινωνικό, υπαρξιακό έργο, με τέλειο σενάριο και διαλόγους, διάρκειας 3 ωρών και 20 λεπτών, που κέρδισε δίκαια τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το 2014.
Μπορούμε να μιλήσουμε για μια ταινία με λογοτεχνικότητα, απεικονιστική πλαστικότητα, ακόμη και συγγένειες με το θέατρο (τρεις σταθερές του σκηνοθέτη). Έχουμε να κάνουμε με την κινηματογραφική διερεύνηση της πολύπαθης ανθρώπινης συνείδησης και του ανθρώπινου υποσυνείδητου1.
Οι αφηγηματικοί άξονες της ταινίες είναι, πρώτον, η συναρπαστικότατη ιστορία των φτωχών νοικάρηδων του μεγαλοϊδιοκτήτη Αϊντίν, που δεν έχουν λεφτά να του πληρώσουν τα νοίκια και άρα προκύπτουν προβλήματα και προστριβές. Ο δεύτερος άξονας είναι πως η συμπιεσμένη κι απομονωμένη, νεαρή γυναίκα του προύχοντα βρίσκει διέξοδο σε ανεπιθύμητες για τον Αϊντίν, χρήσιμες αγαθοεργίες.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: τα πρόσωπα
έχουν αμφιλεγόμενα κίνητρα, αμφίσημα
συναισθήματα και περίπλοκες προθέσεις.”
Ο τρίτος. η αγαπησιάρικη μα και συγκρουσιακή σχέση του με την έξυπνη, μορφωμένη μα βουλιαγμένη στην αδράνειά της, παθητική αδελφή του που συγκατοικεί με το ζεύγος. Ο τέταρτος μυθοπλαστικός άξονας είναι η σχέση του Αϊντίν με τους άντρες συνεργάτες, υποτακτικούς και φίλους του, μάλλον πιο ισορροπημένη από τη σχέση του με τις δύο γυναίκες. Η αφήγηση προχωράει από μεγάλη σκηνή σε μεγάλη σκηνή, ενώ μερικές φορές οι σκηνές μοντάρονται παράλληλα για δραματουργική και οπτική ποικιλία.
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ένας διανοούμενος, φιλότεχνος κτηματίας κοντά στην Καππαδοκία, στην Ανατολία. Σε ένα μεγαλοπρεπές, σκληρό κι απογυμνωμένο τοπίο όπου ζει, αυτάρκης, απομακρυσμένος από τους πολλούς ανθρώπους, κρίνοντας τους άλλους, ταμπουρωμένος στη μεγάλη, απομονωμένη ιδιοκτησία του, διαβάζοντας, γράφοντας και μελετώντας, δυσκολευόμενος να επικοινωνήσει με τους άλλους, τη νεαρή σύζυγό του και την αδελφή του.
Τα πρόσωπα έχουν αμφιλεγόμενα κίνητρα, αμφίσημα συναισθήματα και περίπλοκες προθέσεις. Η αλήθεια δεν είναι μόνο μία, υπάρχουν κάποιες κουβέντες και λόγια που αντιπροσωπεύουν τα διάφορα πρόσωπα και έτσι όλοι έχουν κάτι να πουν και να υποστηρίξουν. Η ταινία ξετυλίγει αργά τις προβληματικές σχέσεις στοργής και συνεχών τριβών που έχουν τα τρία κεντρικά συγγενικά πρόσωπα.
Η αδελφή καταμαρτυρεί στο διανοούμενο γαιοκτήμονα πως δημοσιεύει, με αφελή αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια και ανειλικρίνεια, ακίνδυνα, ρομαντικά και σχεδόν κομφορμιστικά άρθρα που αποφεύγουν τα επώδυνα κομβικά προβλήματα, τη φτώχεια και την ανισότητα, για να επικεντρωθούν σε άλλα, όπως την έλλειψη αισθητικής καλαισθησίας στην ωστόσο καθυστερημένη, υποβαθμισμένη Ανατολία.
Η σύζυγος τον κατηγορεί για κυνισμό και, κρυμμένη πίσω από την ευγένειά του, μνησικακία και φθόνο για τους άλλους, που συνεχώς τους απορρίπτει ή τους πνίγει. Η ίδια ζει σαν το πανέμορφο παράσιτο ενός πλούσιου σπιτιού κι ενός αλαζονικού άντρα, δίχως να τον αγαπάει, μια επιφανειακά εύκολη ζωή, στην πραγματικότητα όμως άδεια, οδυνηρή κι ανυπόφορη, μέσα στη ντροπή και στον φόβο, στα πλαίσια μιας διαλυμένης σχέσης.
Ο άρχοντας κρίνει, στριμώχνει και επιβάλλεται στους άλλους μέσα από τους μακριούς (δια)λόγους του, χάρη στην ευρυμάθειά του. Στους διαλόγους της ταινίας υπάρχουν επιρροές από τον Τσέχωφ, το Σέξπιρ, τον Τολστόι και το Βολτέρο.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: επιμένει
στις ιδέες και στις αξίες του,
με φιλοδοξίες, ιδανικά και προσδοκίες.”
Σταδιακά ο Τσεϊλάν ξεγυμνώνει και κρίνει το -αμυδρά- alter ego του, την υπερηφάνεια, την αυτάρκεια και την εσωστρεφή, περίκλειστη ζωή του μορφωμένου φεουδάρχη και καλλιτέχνη-συγγραφέα. Την απόσταση μεταξύ πνευματικής-διανοητικής και πραγματικής, έμπρακτης ζωής των ανθρώπων.
Ο Αϊντίν είναι επιβλητικός, ώριμος και ωραίος, έξυπνος, καλλιεργημένος, εστέτ, μετριοπαθής και ευέλικτος, καθώς επίσης πονηρός, διεισδυτικός, καταδυναστευτικός, εκκεντρικός, ενίοτε αμέτοχος κι αδιάφορος για τα δεινά των άλλων, υπολογιστής, κατ’ουσίαν ένας εγωιστής που θέλει να περνάει πάντα το δικό του.
Επιμένει στις ιδέες και στις αξίες του, με φιλοδοξίες, ιδανικά και προσδοκίες που όμως δεν πάλεψε όσο πρέπει για να τις πραγματοποιήσει. Προτιμά να είναι βασιλιάς στο μικρό βασίλειό του, στο παραδοσιακό κτηριακό συγκρότημα-ξενοδοχείο με τα δωμάτια που νοικιάζει στους τουρίστες και στο κτήμα του. Ο Αϊντίν έχει αμφιλεγόμενη σχέση με τη μουσουλμανική θρησκεία, δημοσιεύει ένα διφορούμενο άρθρο γι’ αυτή, με μεγάλες δόσεις ιδεαλισμού, χωρίς όμως να τον ενδιαφέρει πραγματικά η θρησκεία και χωρίς να έχει μπει ποτέ σε τζαμί.
Ο Τσεϊλάν εξετάζει ακόμη θέματα όπως την υποκρισία, την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την αδυναμία επικοινωνίας, τα εμπόδια και τις ασυμμετρίες στον έρωτα μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού φύλου ή διαφορετικών χαρακτήρων, την ασυνεννοησία και αποξένωση μεταξύ γυναικών και ανδρών. Όπως και τη θεμελιώδη ανάγκη αγάπης και τρυφερότητας για κάθε άνθρωπο, τις ταξικές διαφορές, την ατομική ευθύνη, την ασυνέπεια θετικών λόγων και προβληματικών πράξεων κι έργων, το κρύψιμο των καταστάσεων και προβλημάτων «κάτω από το χαλί», τον ωχαδερφισμό και την παθητικότητα, τα χαμένα, μάταια όνειρα και ανθρωπιστικά, καλλιτεχνικά και ατομικά οράματα, την κατάθεση των όπλων από τον πρώην ενθουσιώδη νέο άνθρωπο που γερνά, για τις μάχες που δε δόθηκαν ή χάθηκαν, για το καλό, την αρετή και το κακό, και τη σύγκρουσή τους.
Ο Τσεϊλάν πασχίζει στις ταινίες του να ορίσει το (ανθρώπινο, ηθικό και κοινωνικό) καλό και το κακό, και το πώς το κακό μπορεί να αντιμετωπιστεί ώστε να κυριαρχήσει το καλόν καγαθόν.
Η ταινία περιέχει και μερικές φοβερές ρήσεις: «Κοροϊδευόμαστε όταν λέμε πως αντιστεκόμαστε στο κακό», «ούτε στη φύση υπάρχει δικαιοσύνη», «η ζωή φεύγει όσο κάνεις σχέδια», «κάνω λαμπρά σχέδια το πρωί και μ’αυτά ξεγελιέμαι ως το βράδυ» και «ο νέος δεν ξέρει και ο γέρος δεν μπορεί»!
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: μια ταινία
σκέψης για τη ζωή, τη σχέση
με τους γονείς και την οικογένεια.”
Ο περιπλανώμενος, νεαρός, τυχοδιώκτης μοτοσικλετιστής αντιπαρατίθεται στον Αϊντίν, σχετικά απογοητευμένο και προσκολλημένο στην όμορφη και νέα, αγαπημένη του γυναίκα και στο κτήμα και στο μεγάλο οίκημα-σπίτι του. Για τον νεαρό Αϊντίν και τους άλλους νέους, ίσχυε πως ο κόσμος ήταν το σπίτι τους και τους ανήκε. Πως η ζωή δε θα τελείωνε ποτέ. Ζούσαν μια περιπέτεια από αύριο σε αύριο.
O Τσεϊλάν είπε σχετικά: «Η πρόθεσή μου είναι να ενεργοποιήσω το θεατή με εικόνες, ήχους, και φυσικά με διάλογο. Θέλω να τον αφυπνίσω από τη χειμερία νάρκη του, για να δει τα πράγματα που συμβαίνουν από διαφορετική οπτική γωνία.»
Η «Άγρια αχλαδιά» (2018) αποτελεί μια ταινία σκέψης για τη ζωή, τη σχέση με τους γονείς και την οικογένεια, την εργασία ως υποχρέωση και καθήκον και την καλλιτεχνική δημιουργία, τη θρησκεία, την πίστη και τα ανεξάρτητα μυαλά, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Έργο στοχασμού για την ανθρώπινη μοίρα σε όλες της τις διαστάσεις, κοινωνική, εργασιακή, ψυχολογική, προσωπική, φυσική, ζωική κι αισθαντική-ερωτική , διανοητική, θρησκευτική και ιδεολογική.
Η ταινία είναι μια σύνθεση (αυτό)παρατήρησης και αυτεπίγνωσης, προσωπικού αγώνα και φιλοδοξίας, απογοήτευσης, θλίψης, προσδοκιών, ονείρων κι αισθησιασμού της φύσης. Η μυθοπλασία συνίσταται στην επιστροφή στην επαρχιακή γενέτειρά του Σινάν, ενός φτωχού νέου που σπούδασε δάσκαλος, θέλει να γίνει κάποιος, αναγνωρισμένος πνευματικά και να εκδώσει το πρώτο του πεζογράφημα.
Είναι ένα μάλλον δυσπρόσιτο αυτοβιογραφικό αφήγημα συνθεμένο από σκέψεις κι εξομολογήσεις του για την επαρχιώτικη ζωή στον τόπο του. Για να χρηματοδοτήσει την έκδοσή του αναζητά χρήματα στο δήμο και σε έναν πλούσιο, ωμό επιχειρηματία του τομέα της τσιμεντοβιομηχανίας.
Ο νέος αντιπαραβάλλεται και συγκρούεται με το πενιχρό, βαλτωμένο οικογενειακό και τοπικό περιβάλλον, με τον μορφωμένο μα παραστρατημένο στον τζόγο, πρώην δάσκαλο, πατέρα του.
Το απαισιόδοξο και κυνικό μάθημα είναι πως η τουρκική πραγματικότητα σε χτυπά κατακούτελα στο πρόσωπο και δεν έχεις άλλη επιλογή από το να προσαρμοστείς, εκτός κι εάν κρύβεις μέσα σου άλλες, μεγάλες διανοητικές και ηθικές δυνάμεις.
Ο εξαίσιος σκηνοθέτης κι ανατόμος της ψυχής, Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν εκθέτει τα ζητήματα της ανθρώπινης ψυχής και των ανθρωπίνων σχέσεων σε όλο τους το βάθος, μαζί με το σκοτάδι, το ακατανόητο, τον ζόφο και το άγνωστο που τις περιβάλλει σαν ομίχλη.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: συναντιέται
και συζητά με διάφορους παλιούς φίλους του.”
Ο Τσεϊλάν, μετά από ένα ηχητικό τεχνικό πρόβλημα στην ταινία του «Μακριά» (2002), έφτιαξε ένα φιλμ με λίγο διάλογο και αργότερα, ιδίως με τη «Χειμερία νάρκη» (2014), προσέθεσε πολύ διάλογο στις ταινίες του. Η «Άγρια αχλαδιά» είναι μια ταινία με διάσπαρτο, πολύ διάλογο.
Στην αρχή ο Σινάν είναι ένας συμπαθητικός και φιλόδοξος νεαρός με υψηλούς ατομικούς στόχους. Είναι όμως επηρμένος, πικρόχολος και κάπως στριφνός, σαρκαστικός και λίγο αυθάδης. Τα αντιλαμβανόμαστε όσο συζητά και σχεδόν επιτίθεται στον πιο καταξιωμένο συγγραφέα της περιοχής. Όσο ο Σινάν προσπαθεί να εκδώσει το βιβλίο του, συνομιλεί με δυο αμφιλεγόμενους και πατερναλιστές, υποτιθέμενους υποψήφιους χορηγούς του έργου του, τον δήμαρχο και έναν επιχειρηματία της τσιμεντοβιομηχανίας, χωρίς αποτέλεσμα.
Συναντιέται και συζητά με διάφορους παλιούς φίλους του, ανταλλάσσοντας ενδιαφέρουσες εμπειρίες και κρίσεις. Μια παλιά, πανέμορφη φίλη του παράτησε το σχολείο και τον συνομήλικο φίλο της, φόρεσε τη μαντήλα, και τώρα συμβιβάζεται και παντρεύεται έναν ευκατάστατο κοσμηματοπώλη. Ο πρώην της εξηγεί στον Σινάν πως πρέπει να αποδεχόμαστε τόσο την ομορφιά και τον έρωτα, όσο και τον χωρισμό, τη ρήξη και την απώλεια, και κατόπιν, αντιφάσκοντας πλήρως, χιμάει στον Σινάν επειδή φλέρταρε την πρώην κοπέλα του!
Ο Σινάν συζητά με δύο νέους ιμάμηδες περί θρησκευτικής λατρείας, πίστης, ισλαμισμού και ηθικής. Ο ένας ιμάμης υποστηρίζει τις παραδοσιακές απόψεις, ο άλλος θέλει να αναμορφώσουν τον ισλαμισμό. Ο Σινάν είναι αμφισβητίας και κριτικός. Μιλάνε πεζοπορώντας, σε λειτουργικά, όμορφα και έξυπνα πλάνα, για τον παραλογισμό της ύπαρξης και το πώς η θρησκεία βοηθάει να τον αντιπαρέλθεις, για την ευθύνη και την ελεύθερη συνείδηση, για την ειλικρίνεια, τη μετάνοια και την αυτοκριτική, για τον πλούτο των τζαμιών και τη μισαλοδοξία των φανατικών πιστών.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: αντιπαλεύει
τις διαψεύσεις των ονείρων του, τον καημό
της αποτυχίας και της προσωπικής ήττας.”
Ακολουθεί μια αποκαλυπτική, πικρή συζήτηση με τον πετυχημένο κι αναγνωρισμένο συγγραφέα της περιοχής, για τα βάσανα και της δυσκολίες του γραψίματος και τον επίπονο ρόλο του συγγραφέα, συζήτηση συγκρουσιακή, σχεδόν κυνική κι απομυθοποιητική. Οι συναισθηματικές κουβέντες του Σινάν με τον πατέρα και τη μητέρα του είναι διάσπαρτες στην ανέλιξη της αφήγησης.
Χαρακτηριστικό και σημαίνον είναι το θεματικό μοτίβο του πηγαδιού που ο πατέρας του σκάβει, επίμονα και χωρίς αποτέλεσμα, για να βρει νερό για το χωράφι του, επιθυμώντας να το μετατρέψει σε «οικολογικό», ποτισμένο με νερό από φυσική πηγή. Όλοι τον μέμφονται και τον κοροϊδεύουν για την εκκεντρική και μάταιη ιδέα και προσπάθειά του, του γιου του συμπεριλαμβανόμενου.
Ο αρχικά εξεγερμένος νέος άντρας αντιπαλεύει τις διαψεύσεις των ονείρων του, τον καημό της αποτυχίας και της προσωπικής ήττας επειδή το βιβλίο του, που μπόρεσε να εκδώσει με πολλά τρεχάματα, κόπους και οικονομίες, δεν πούλησε απολύτως τίποτε. Συνειδητοποιεί τις αυταπάτες του και τους αναγκαίους συμβιβασμούς στην αμείλικτη πραγματικότητα, ώστε να προσγειωθεί και να ωριμάσει, να αποκτήσει, στωικά, ηθική και διανοητική οντότητα, με ακόμη όμως αδήριτο μέλλον…
Καταλαβαίνει πως ο άνθρωπος πρέπει στη ζωή να δείξει ταπεινότητα, ρεαλισμό και ταυτόχρονα να δώσει τη δική του σκληρή μάχη παρά τις αντιξοότητες, τη ρουτίνα και τις απογοητεύσεις.
Ο πατέρας του τού εξηγεί πως είχε ονειρευτεί διαφορετικά πράγματα για τη ζωή του, μα τώρα ξέρει πως λίγα όνειρα βγαίνουν αληθινά. Ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάζει μπροστά αφήνοντας να αναμιγνύονται, να συγχωνεύονται οι καλές με τις κακές αναμνήσεις του και να σβήνουν αφήνοντας απλά ένα σημάδι στη ζωή.
“Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν: φορτίζει
και ομορφαίνει τη δημιουργία του.”
Αποδέχεται την ήττα του στη (συμβολική) προσπάθειά του να βρει νερό στο πηγάδι που έσκαψε και τόσο λοιδορήθηκε γι’ αυτό. «Η έγκαιρη οπισθοχώρηση είναι νίκη». Ο Σινάν, αντιλαμβανόμενος την αγάπη του πατέρα του προς τον ίδιο, συνεχίζει την παρεξηγημένη, απέλπιδα δουλειά του παράξενου, «λωλού», μα και καλλιεργημένου πατέρα, ενός διανοούμενου αγρότη, επεκτείνοντας το σκάψιμο του πηγαδιού χωρίς να έχουν ακόμη βρει υγρό πάτο, ακολουθώντας πεισματικά την πατρική «κληρονομιά» του και τον όμορφο αλλά τρελό αγώνα του…
Ο Τσεϊλάν φορτίζει και ομορφαίνει τη δημιουργία του όχι μόνο με ωραίες, χυμώδεις εικόνες της περιβάλλουσας φύσης, μα και με πυκνούς, πλούσιους διαλόγους για την οικογένεια, την επαρχιακή ζωή και την απομόνωση σε ένα μίζερο, μέτριο περιβάλλον, για την τέχνη και τον συνδυασμό της με τη ζωή.
Για τις προσωπικές ελπίδες, την ενσυναίσθηση και την αυτογνωσία, για την απομυθοποιητική διαφορά κι απόστασή τους από την ωμή πραγματικότητα, για τη συνειδητοποίηση της θέσης που δικαιούται το κάθε συγκεκριμένο άτομο μέσα στα όρια της κοινωνίας και της ζωής.
Ένας καλλιτέχνης και συγγραφέας, για να ωριμάσει οφείλει να ανακαλύψει τον βαθύτερο εαυτό του, τις αξίες και τους σκοπούς της ζωής του και να τους ακολουθήσει με πείσμα, ταπεινοφροσύνη κι αγωνιστικότητα, μας λέει ο Τσεϊλάν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παραθέτω τις δηλώσεις του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν στις Κάννες του 2014 όπου προβλήθηκε και βραβεύτηκε το «Χειμερία νάρκη», γιατί αποκαλύπτουν τις γενικότερες αντιλήψεις του που διέπουν όλες τις ταινίες του.
«Δεν πιστεύω ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει ν’ αναφέρεται στη σύγχρονη πραγματικότητα μιας χώρας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για την παρούσα κατάσταση, θα το κάνω σε τρία χρόνια, αλλά όχι τώρα. Ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας κι ό,τι συνέβη τα περασμένα χρόνια είναι εύκολο να εξηγηθεί αν αναλογιστεί κανείς την ανθρώπινη φύση.
Αλλά θεωρώ ότι ένας σκηνοθέτης δεν πρέπει να σκέφτεται το παρόν, αλλά να βλέπει τα πράγματα με μια ευρύτερη οπτική. Νομίζω ότι το χρέος ενός σκηνοθέτη διαφέρει από εκείνο ενός δημοσιογράφου. Φυσικά οι σκηνοθέτες μπορεί να επιλέξουν να κάνουν τους δημοσιογράφους, αλλά για μένα ο σκηνοθέτης πρέπει να επικεντρώνεται περισσότερο στην ψυχή του θεατή. Στην Ιαπωνία, όταν κάποιος πεθάνει σε μια διαμάχη, κάποιος από την Κυβέρνηση θα παραιτηθεί. Στην Τουρκία, κανείς δε θα παραιτηθεί σε μια τέτοια περίπτωση.
Είναι θέμα διαφορετικής κουλτούρας. Θεωρώ ότι δική μου επιτυχία είναι να δώσω στο κοινό ιδέες, να θρέψω τις ψυχές των θεατών και οι θεατές μπορεί να νιώσουν ντροπή για κάποια πράγματα κι αυτό θα είναι επιτυχία της ταινίας…
Έτσι, πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να δουλεύει προς αυτήν την κατεύθυνση. Εμένα τουλάχιστον, οποιοσδήποτε άλλος τρόπος να κάνω ταινίες δε μου προσφέρει κίνητρο να δουλέψω. Προσπαθώ να καταλάβω περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή και πιστεύω ότι γνωρίζουμε λιγότερα για τον άνθρωπο και το πώς δρα πάνω στη Γη, απ’ ό,τι για τον Άρη!»
Και: «Μπορεί το σενάριο να βασίστηκε στον Τσέχωφ, αλλά για μένα ήταν σαν ο Τσέχωφ να έγραφε για την Τουρκία! Ίσως και για οπουδήποτε αλλού, οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού, εγώ έτσι τη βλέπω τη ζωή. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει να κάνω ταινίες για κάποια συγκεκριμένα, προσδιορισμένα θέματα. Μου αρέσουν πιο διφορούμενες ταινίες για τη ζωή εν γένει, που στο τέλος σε αφήνουν με κάποιο συναίσθημα που πρέπει να εξερευνήσεις».
«Οι ήρωες μου είναι τόσο αισιόδοξοι, όσο οι πραγματικοί άνθρωποι σήμερα. Δε μου αρέσει ποτέ να τελειώνω μια ταινία αισιόδοξα, με ελπίδα, είμαι πολύ ρεαλιστής για κάτι τέτοιο, καμιά φορά ο πεσιμισμός είναι απαραίτητος… Στις ταινίες δε μ’ αρέσει να καταλαβαίνω με τη μία τις προθέσεις των ηρώων.»
Επίσης: «Η ταινία έχει πολλούς διαλόγους και ήθελα να τους ερμηνεύσουν επαγγελματίες ηθοποιοί: ερασιτέχνες ηθοποιοί οπωσδήποτε θα δυσκολεύονταν να τους βγάλουν εις πέρας. Για την ακρίβεια, μ’ αρέσει πολύ ο διάλογος στις ταινίες, έτσι ήταν η πρώτη μου ταινία, το «Kasaba,» αλλά μετά άρχισα να τον φοβάμαι και να τον αποφεύγω.
Ωστόσο αγαπώ πολύ το θέατρο και, γενικώς, το κείμενο. Σ’ αυτήν εδώ την ταινία, λοιπόν, όχι απλώς χρησιμοποιώ πολύ διάλογο, αλλά είναι και λογοτεχνικού ύφους. Στον κινηματογράφο αυτό μπορεί να μη λειτουργήσει πάντα: στις προηγούμενες ταινίες προσπάθησα να κρατήσω πιο ρεαλιστικό, φυσικό ύφος. Αλλά συνειδητοποιώ ότι στον κινηματογράφο μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη διαφορετική γλώσσα.»
Διαβάστε τα άρθρα που αναφέρονται στους σκηνοθέτες
Δείτε τα βίντεο που έχουμε δημιουργήσει
Δεκ 10, 2023 0
Ιαν 11, 2023 0
Ιαν 02, 2022 0
Ιαν 02, 2022 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη