Για τις ανάγκες αυτού του γλωσσαρίου χρησιμοποιήθηκε το λεξικό του Σωτήρη Δημητρίου των όρων που αφορούν στη σημειολογία, στη σημειωτική, στη δομική ανάλυση και στη σημασιολογία (Δημητρίου 1978-1988). Σε άλλες περιπτώσεις αναφέρεται η πηγή για την ερμηνεία των όρων. Στην αρχή της ερμηνείας του όρου αναφέρεται η απόδοσή του στα γαλλικά και στα αγγλικά (με αυτή τη σειρά) για να μπορεί κάποιος να ανατρέξει στην παγκόσμια βιβλιογραφία για περαιτέρω έρευνα.
Αισθητικό κείμενο: Εδώ έχουμε ένα κείμενο προϊόν ομοιοτήτων. Το κείμενο αυτό είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί με απόλυτη ακρίβεια. Αναφέρεται ότι το αισθητικό κείμενο δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, ότι αυτή η διαδικασία είναι αδύνατη. Όμως, αν το κοιτάξουμε καλύτερα και βρούμε τις αναγωγές του, αυτή η διαδικασία δεν είναι αδύνατη, ενέχει όμως την αμφιβολία αν η προτεινόμενη ερμηνεία είναι η ακριβής. Κατά συνέπεια, ακόμη αυτή η ερμηνεία του αισθητικού κειμένου είναι, η ίδια, ένα άλλο πολυδιάστατο κείμενο που μπορεί να φωτίσει κάποιες πλευρές ή να μας παροτρύνει για μία έρευνα.
Αμφισημία: Η διπλή έννοια ή απόδοση που μπορεί να έχει ένα στοιχείο. Έχει δύο αποδόσεις συγχρόνως. Γίνεται πιο κατανοητό στον προφορικό λόγο. Η προφορική ομιλία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Το «βλέπω» μπορεί να σημαίνει ότι κάποιος βλέπει κάτι, όμως σημαίνει ότι έχει καταλάβει κάτι. Έτσι η απεικόνιση ενός δέντρου μπορεί να είναι τόσο ένα συγκεκριμένο δέντρο όσο και, γενικά, ένα δέντρο. Τότε το δέντρο είναι ένα σημείο, θα γίνει τελικά το σημαίνον ενός δέντρου.
Αναλογία: (analogie, analogy) Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα των γραμματικών και λεκτικών μορφών που μεταβάλλονται κάτω από την επιρροή κάποιου άλλου τυπικού μοντέλου της γλώσσας. Οι αναλογικές μεταβολές γίνονται υποσυνείδητα, κατά το Saussure, συνιστούν εφαρμογές της αφομοίωσης στο επίπεδο της μορφολογίας και εμφανίζονται σα κανοναρχικά φαινόμενα για να εξομοιώσουν τη μορφή μίας λέξης, σύμφωνα με άλλες που προϋπάρχουν. Εκτός από τις λεκτικές ή γραμματικές μορφές μπορεί να εφαρμοστεί και στις μη ρηματικές εκφράσεις της γλώσσας, άρα στη σημειωτική.
Αναπαράσταση: (representation, representation) Τρόπος συμβολισμού όπως και η σημασιοδότηση. Η σημασιοδότηση γίνεται με αυθαίρετες έννοιες, η αναπαράσταση γίνεται με βάση την αρχή της αναλογίας. Χρησιμοποιεί συστήματα σημείων που είναι αναλογικά προς τα δηλωνόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως στις Τέχνες του θεάματος. Όμως δεν είναι καθαρή αναλογία, λόγω του ότι περικλείει την αφαίρεση και την κωδικοποίηση. Δε μεταφέρει το δηλωνόμενο με ακρίβεια, αλλά με προσθήκες, αφαιρέσεις ή τροποποιήσεις.
Αναπαραστατική λειτουργία: Είναι η λειτουργία, το σημείο εκκίνησης για την παραγωγή του συμβόλου, δηλαδή η εύρεση των αναλογιών και των ομοιοτήτων.
Αναφερόμενο: Αυτό στο οποίο αναφέρεται ένα σημείο ή, καλύτερα, ένα σημαινόμενο. Το πραγματικό γεγονός ή αντικείμενο στο οποίο αναφερόμαστε και το οποίο το καθιστούμε σύμβολο.
Αντιδάνειο: Όταν μια λέξη, μια έκφραση ή μια δομή, γενικά, έχει δανεισθεί σε μια άλλη γλώσσα ή σε ένα άλλο λόγο και επιστρέφει με μια νέα μορφή, τότε μπορούμε να μιλάμε για αντιδάνειο, δηλαδή την επιστροφή του δανείου. Βλέπε διάφορες νεοελληνικές λέξεις που είναι παράγωγα ξένων γλωσσών, οι οποίες, στην άλλη γλώσσα, ετυμολογικά, προέρχονται από την ελληνική.
Αποδόμηση: Η αντίστροφη διαδικασία της δόμησης. Η αποδόμηση ενός συστήματος μας βοηθά να μελετήσουμε τα βαθύτερα αίτια της ύπαρξής του.
Αφηγηματικά περιβάλλοντα: Το περιεχόμενο, ο περιβάλλον χώρος ενός κειμένου ή ενός σημείου, όπως και ενός συμβόλου. Βλέπουμε λοιπόν ένα αφηγηματικό στοιχείο σαν ένα ζωντανό οργανισμό που ζει σε ένα περιβάλλον.
Αφηγηματικό φορτίο: Η αφηγηματική «ποσότητα» που περιέχει ένα μήνυμα, ένα σημαινόμενο ή ένα περιεχόμενο. Δε μιλάμε όμως μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά, εξετάζουμε και με αυτό τον τρόπο ένα στοιχείο του λόγου.
Γλώσσα: (langue, language) Το σύστημα όπου συνυπάρχουν διαφορετικοί λόγοι, εκφάνσεις αυτής της γλώσσας. Είναι ένα υπερσύστημα που αποτελείται από μία πλειάδα σημείων, συνταγμάτων, κωδίκων, λόγων, ιδιότυπων λόγων (ιδιόλεκτων). Διέπεται από ακριβείς κανόνες όσον αφορά στη γραμματική και στο συντακτικό της. Μία σοβαρή μετατροπή του συντακτικού και της γραμματικής δημιουργεί μία νέα γλώσσα. Για παράδειγμα, στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο, όπου συνυπάρχουν μη (κλασικά) αφηγηματικά στοιχεία, τότε έχουμε μια νέα γλώσσα όταν οι δομές του Παραστατικού έργου έρχονται σε επαφή με μία δεδομένη γλώσσα.
Δείγμα: (replique, specimen) Όρος της στατικής γλωσσολογίας. Δηλώνει τη συχνότητα εμφάνισης σε ένα κείμενο γλωσσικών στοιχείων που ανήκουν σε ορισμένο τύπο ή γενική τάξη.
Διαδικασία του καθρέπτη: Όταν το Εγώ καθρεπτίζεται και μας δίνει το είδωλό μας. Το αναφερόμενο του εαυτού μας, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει στη σχάση αυτής της σχέσης με παραγωγικές συνέπειες (την εκφορά ενός γόνιμου λόγου) ή καταστρεπτικές (στη σχιζοφρένεια).
Διακειμενικό: Βλέπε τη διακειμενικότητα.
Διακειμενικότητα: (intertextuality) Με αυτό τον όρο θα χαρακτηρίζουμε κάθε αφηγηματική διαδικασία της οποίας τα στοιχεία έρχονται σε επαφή με κείμενα (βλέπε τον όρο σε αυτό το γλωσσάρι) από διάφορες τέχνες. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να δέχονται πρόσθετο αφηγηματικό φορτίο, να δίνουν ένα μέρος από αυτό που ήδη έχουν, σε όλες τις περιπτώσεις να μεταβάλλουν το αφηγηματικό τους περιεχόμενο.
Διπλότυπο: Οι διπλές και, σχετικά, ταυτόσημες ιδιότητες μιας εικονικής αναπαράστασης. Η ομοίωση εδώ παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Δομή: Το σύνολο των εσωτερικών σχέσεων που συνδέουν μεταξύ τους τα στοιχεία ενός συστήματος, ως αφηρημένη οντότητα, άσχετα ή σε αντίθεση προς τα υλικά στοιχεία του. Η διάταξη και ο τρόπος οργάνωσης των στοιχείων, χάρη στον οποίο το σύστημα εκπληρώνει τις λειτουργίες του.
Δομική ανάλυση: (structuralisme, structuralism) Είναι η ανάλυση που βλέπει τις δομές ενός λόγου ή μίας γλώσσας. Εξετάζει αυτές για να αποκρυσταλλώσει μία άποψη για αυτή τη σημειωτική διαδικασία. Εναντιώνεται στο φορμαλισμό, ο οποίος βλέπει περισσότερο τη μορφή, τη φόρμα, προσπαθεί να εντάξει την ανάλυσή της στο κοινωνικό πεδίο. Βασίζεται πολύ στη στατιστική ανάλυση και δεν απορρίπτει την ανάλυση της φόρμας, εντάσσοντάς την στην ολοκληρωμένη, κατά αυτή την άποψη, ανάλυση ενός κοινωνικού φαινομένου. Κύριος εκφραστής της δομικής ανθρωπολογίας είναι ο Claude Levi Strauss, ο οποίος ανακάλυψε κρυμμένες αξίες και αλήθειες συσχετίζοντας τα σύμβολα με τα κοινωνικά περιβάλλοντα, βρίσκοντας παλιές αξίες που υπάρχουν στις μέρες μας, με άλλο περιεχόμενο πολλές φορές.
Δομική ανθρωπολογία: Βλέπε «δομική ανάλυση», εδώ η δομική ανάλυση εφαρμόζεται στην ανθρωπολογία, στη μελέτη του ανθρώπου, των συμπεριφορών του, του περιβάλλοντός του, φυσικού, τεχνικού και ιδεολογικού, και της ιστορίας του.
Εικονικό: Η βάση του είναι η ομοιότητα. Μπορούμε να κάνουμε μία ανάλυση των διαφορετικών ιδιοτήτων του και να βρούμε τα στοιχεία που θα το αναγάγουν από ένα απλό εικονικό (σημείο) σε ένα αισθητικό κείμενο.
Εικονικό κείμενο: Είναι το κείμενο που βασίζεται στην απόλυτη ομοιότητα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να κάνουμε μία γλωσσολογική ανάλυση, διότι δεν υπάρχει άρθρωση ούτε κώδικας. Μπορεί όμως να γίνει μια σημειωτική ανάλυση (βλέπε Έκο).
Εικονικό σημείο: βλέπε το «εικονικό».
Ιδεολόγημα: (ideologeme) Το μικρότερο σημείο που μπορεί να σταθεί σχετικά αυτόνομα από ένα ιδεολογικό σύστημα.
Ιδεολογία: Σημειωτικά η ιδεολογία είναι το προϊόν μιας σημειωτικής διαδικασίας παραγωγής του λόγου. Φτάνουμε στο κείμενο και, σε αυτό το σημείο, έχουμε μία κοινωνική προσλαμβάνουσα, μία κλήση για τοποθέτηση του αναγνώστη αυτού του κειμένου, μία τοποθέτηση από τον ίδιο το δημιουργό του (π.χ. ενός καλλιτέχνη). Μία τοποθέτηση για τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του. Έτσι παράγεται η ιδεολογία που έχει δύο οντότητες: τη σημασιολογική (τη στάση ζωής) και τη σημειωτική (τη διάταξη, προς αυτό το σκοπό, των κωδίκων).
Ισοτοπία: (isotopie, isotopy) Υπάρχει σε ένα κείμενο όταν αποτελεί σύνολο με περισότητα των σημαντικών κατηγοριών που κάνει δυνατή την ομοιόμορφη ανάγνωση της διήγησης, αφού διαλυθούν τα διφορούμενά της, μετά την ανάγνωση των περικοπών. Σύμφωνα με το φροϋδισμό διακρίνουμε δύο ισοτοπίες: τη ρητή (που αντιστοιχεί στο κείμενο) και τη λανθάνουσα (που αντιστοιχεί στο μετακείμενο).
Καταδηλούμενο: (denote, denotative) Όταν το αναφερόμενο αντικείμενο του σημείου είναι πραγματικό και συγκεκριμένο, τότε λέγεται καταδηλούμενο. Για παράδειγμα, το «αστέρι» δεν είναι καταδηλούμενο, αφού μπορεί να σημαίνει άστρο ή βαθμός αξιωματικού, ενώ η «Αθήνα» είναι, αφού ορίζει ακριβώς αυτή την πόλη.
Καταδήλωση: (denotation, denotation, extensional meaning) Η σημειωτική πράξη του καταδηλωμένου. Σύμφωνα με το Jakobson είναι λειτουργία του συμπεριέχοντος, ενώ σύμφωνα με το Hjelmslev ανάγεται στα ίδια τα σημεία όταν το σημαινόμενο συνδέεται μόνο με το σημαίνον και δεν αποτελεί σημαίνον άλλου συστήματος. Σύμφωνα με το φορμαλισμό, ένα σημείο μπορεί να μετατραπεί σε αισθητικό σημείο και να λειτουργήσει στο επίπεδο της τέχνης, όταν μεταπηδήσει από την καταδήλωση στη συνέμφαση. Για παράδειγμα, ένα καπέλο, ως προς την καταδήλωση, μας προστατεύει από το κρύο ή τη βροχή, ως προς τη συνέμφαση, δηλώνει την κοινωνική τάξη που ανήκουμε. Σε αντίλογο, όμως, άλλοι, όπως ο Todorov, θεωρούν ότι η συνέμφαση δεν προκύπτει μόνο από φόρτιση με άλλη σημασία, αλλά και με άλλες λειτουργίες, όπως η διαστρωμάτωση της κοινωνίας, οι διαφορετικές ηθικές προσεγγίσεις. Στον κινηματογράφο, οι Metz και Mitry θεωρούν ότι η ταινία λειτουργεί στο επίπεδο της καταδήλωσης, γιατί έχει φτωχική παραδειγματική σύνταξη ή δεν έχει καθόλου. Με δεδομένο ότι η συνέμφαση δίνεται στην εικόνα συνήθως με σύμβολα, για να την εκλάβει ο θεατής πρέπει να δει όλη την ταινία, εφόσον αυτή δε διαθέτει σύμβολα. Τότε έχει εξωτερική συνέμφαση.
Κείμενο: (texte, text) Όσον αφορά στη σημασιολογία ο όρος «κείμενο» αναφέρεται στην απόδοση ενός νοήματος και έχει εννοιολογική αυτοτέλεια. Μπορεί να εμφανίζεται σα λόγος, σα σώμα υλικού ενός σημειωτικού συστήματος, διαθέσιμο για ανάλυση, σα σύνολο των εκφράσεων ενός ομιλητή, σαν ποσότητα διαρθρωμένων σημείων που έχει επιλεγεί από τη γλώσσα ή από άλλο σημειωτικό σύστημα (σύμφωνα με τη σημειωτική), σα σύνολο μιας ορισμένης ομάδας γλωσσικών δημιουργημάτων που έχουν παραχθεί με πρόθεση, σαν ακολουθία προτάσεων διαταγμένη στο χώρο ή στο χρόνο που έχει μία, κατά κάποιο τρόπο, συνεκτικότητα ολότητας και διατίθεται στην έρευνα της γλωσσικής δραστηριότητας σα φαινόμενο επικοινωνιακής και κοινωνικής αλληλενέργειας, σαν πεδίο επεξεργασίας νέων διασυνδέσεων μεταξύ των σημαινόντων με σκοπό την αποδιάρθρωση της αληθοφάνειας των σημαινομένων.
Από την πλευρά της τυπολογικής ανάλυσης δεν έχει αναφερόμενο, παρά μόνο ομοίωμα αντικειμένου, είναι δομικά κλειστό, έχει αρχή, τέλος και μορφική πληρότητα, αποτελεί σύστημα συνέμφασης, χρησιμοποιεί γλώσσα με πολλά επίπεδα σημαινομένων, επομένως μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους, όπως ένα έργο τέχνης.
Σύμφωνα με τη δομική σημασιολογία, είναι το σύνολο των στοιχείων σημασίας που περιέχονται στα όρια ορισμένου σώματος υλικού και εδράζονται σε ισοτοπία. Ως σημασία είναι σταθερότητα, ως εκδήλωση είναι διαχρονία. Η φιλολογική σημειολογία το χρησιμοποιεί σα βασικό όρο για τη σημειολογική και δομική ανάλυση. Αρχικά, συσχετίσθηκε με την αναδιάρθρωση του κειμένου, σε συνδυασμό με τα άλλα κείμενα. Κατόπιν οι απόψεις ποικίλλουν. Υπάρχουν δύο τάσεις.
Σύμφωνα με τη μία (Barthes, Kristeva κ.ά.), το κείμενο είναι το προϊόν της παραγωγικής εργασίας πάνω στη γραφή και της δομικής επεξεργασίας των κωδίκων της. Μέσα από συνδυασμούς και τομές των σημαινόντων, επιδιώκεται η απόσπαση των σημαινόντων από το περιεχόμενο και έτσι το κείμενο γίνεται ένα πλεγματικό σύστημα. Σύμφωνα με τη δεύτερη τάση (Derrida, Lacan), το κείμενο είναι ο καθρέφτης που κρύβει την παρουσία του, είναι παιχνίδι που επεξεργάζεται την ολίσθηση των σημαινόντων. Η παρουσία δεν είναι ποτέ παρούσα, είναι το αδύνατο της ύπαρξής της. Και στις δύο τάσεις η τέχνη εκλαμβάνεται σαν το εργαστήρι της γλώσσας που επιδιώκει την αναίρεση του περιεχομένου. Το κείμενο συλλαμβάνεται μέσα από μία σειρά σημειολογικών συστημάτων και σαν πολλαπλότητα δομής. Προϋπόθεση είναι η κειμενοανάλυση. Ο Metz αναφέρεται στο κείμενο σαν το συστηματικό πλαίσιο όπου εντάσσονται τα έργα μίας εποχής ή μιας σχολής.
Κίνηση: (kinetique, kinetic) Η κίνηση ενός σώματος καθιστά, από μόνη της, μια αυτόνομη γλώσσα. Έχει το δικό της λόγο και τρόπους ανάλυσης ανάλογους της προφορικής ή της γραπτής γλώσσας. Αναλύσεις που έχουν γίνει οδήγησαν στην κατάτμηση του κινετικού λόγου, σε μέρη ανάλογα με το μορφήματα ή φωνήματα. Όμως έχει πολύ λίγο μελετηθεί, κυρίως λόγω της πολύ μεγάλης δυσκολίας της συγκρότησης ενός κινετικού λόγου με κοινά στοιχεία σε διαφορετικούς λαούς ή κοινωνικά περιβάλλοντα. Η μελέτη της πάντως δεν είναι αδύνατη, είναι γοητευτική, αντιθέτως.
Κώδικας: (code, code) Συστήματα όπου το μήνυμα μπορεί να αναλυθεί σε σταθερά σημεία, συστηματικά ή μη. Χαρακτηριστικό του είναι ο αριθμός των σημείων, οι τάξεις, οι αρθρώσεις τους, οι νόμοι και η σύνταξή τους. Έρχεται στη θεωρία της επικοινωνίας με τη δομική γλωσσολογία, ο κώδικας είναι ένα από τα βασικά συστατικά της δομής του λόγου, μία μικρο-δομή που έχει μία αυτοτέλεια.
Κωδικοποίηση: (codification, coding) Η πράξη εισαγωγής σε πλήθος αδιαμόρφωτων σημείων Η δημιουργία σημείων και η εφαρμογή κανόνων σύζευξή τους. Προϋποθέτει τη συμφωνία αυτών που τη χρησιμοποιούν για τη σχέση μεταξύ των σημείων που δημιουργεί και των αντίστοιχων σημαινόμενων. Στην αναπαραγωγή του λόγου, σύμφωνα με τη σημειωτική ανάλυση, παίζει θεμελιώδη ρόλο.
Λειτουργία: Ο Προπ αναφέρει ότι ως λειτουργία σε ένα παραμύθι εννοείται η ενέργεια ενός δρώντος προσώπου που ορίζεται από την άποψη της σημασίας της για την πορεία της δράσης. Τα μόνιμα, σταθερά στοιχεία του παραμυθιού είναι οι λειτουργίες των δρώντων προσώπων, ανεξάρτητα από το ποιοι και το πώς τις επιτελούν. Οι λειτουργίες συγκροτούν τα θεμελιώδη συστατικά μέρη του παραμυθιού. Ο αριθμός τους που γνωρίζει το μαγικό παραμύθι είναι περιορισμένες (βλέπε Προπ σ.σ. 26-27 και έπειτα).
Λόγος: (langage, speech) Ένα ερμητικό ή μη σύστημα κωδίκων και συνταγμάτων που συνιστά μία αφηγηματική αυτοτέλεια. Στο λόγο η διάταξη των κωδίκων έχει μία ακριβή θέση και μία μετατροπή της μας οδηγεί σε ένα διαφορετικό λόγο, όπως του ποιητικού, του χαοτικού, του ρεαλιστικού κ.λπ. Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος είναι οι δύο τρέχουσες εκδοχές ενός λόγου.
Μετακείμενο: (Metatexte, metatext) Όρος δανεισμένος από το φροϋδισμό που δηλώνει την παρουσία μίας δεύτερης, λανθάνουσας ισοτοπίας από φιλολογικό κείμενο. Εκτός από το φιλολογικό κείμενο, ο όρος χρησιμοποιείται και σε κείμενα άλλων τεχνών ή σημειακών συστημάτων (π.χ. στο κινηματογραφικό, στο θεατρικό κείμενο ή σε αυτό της ζωγραφικής, της φωτογραφίας κ.λπ., βλέπε σχετικό όρο σε αυτό το γλωσσάρι).
Μεταφορά: (metaphore, figurative meaning) Κατάγεται από τις προσωποποιήσεις. Η μεταφορά κυριαρχεί στο ρομαντισμό, στο συμβολισμό και στο σουρεαλισμό. Είναι η μεταβίβαση του νοήματος από το γενικό στο μερικό.
Μετωνυμία: (metonymie, metonymy) Ρητορικός τρόπος όπου μία λέξη χρησιμοποιείται από μία άλλη. Ο λόγος αναπτύσσεται με τη μεταφορά και με τη μετωνυμία. Είναι ένα από τα κύρια μέσα αποδιάρθρωσης του έργου Τέχνης. Είναι η αφηγηματική προέκταση της μεταφοράς.
Μοτίβο: Σύμφωνα με το Βεσελόφσκι, είναι μια αδιαίρετη μονάδα της αφήγησης, γνώρισμά του είναι ο παραδειγματικός, μονομελής σχηματισμός, αυτά είναι τα μη περαιτέρω διαιρετά στοιχεία της μυθολογίας και του παραμυθιού. Όμως ο Προπ βρίσκει ανακρίβειες σε αυτό τον ορισμό και, πιο συγκεκριμένα, παρατηρεί ότι κάποια μοτίβα μπορούν να διαιρεθούν (βλέπε Προπ σ. 18).
Μύθεμα: Ένα μικρό αυτοτελές μέρος του μύθου, όπως μόρφεμα στο γραπτό λόγο. Εδώ έχουμε ένα μικρό κείμενο που περιέχει κάποιες λειτουργίες και μοτίβα, κάποια σύμβολα και σημεία, μπορούμε έτσι να έχουμε αναγωγές σε διάφορες εποχές ή κοινωνικά περιβάλλοντα, πιο εύκολα από το αν εξετάζαμε όλο το μύθο ενιαία.
Παράσταση: (Performance) Ο όρος εδώ είναι μετάφραση του όρου «Performance» και ξεχωρίζει από τον όρο «παράσταση», τον οποίο θα αποδίδαμε ως ηθοποιία. Πρόκειται για τη δημιουργία ενός σύμπαντος, μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία, όπου συνυπάρχουν στοιχεία από περισσότερες από μία τέχνες. Στην πιο ολοκληρωμένη μορφή της η Παράσταση συνδυάζει στοιχεία από τέχνες και από διαφορετικές επιστήμες, οι οποίες δεν είναι καθαρά αφηγηματικές, όπως η φυσική, η βιολογία, η ιστορία κ.λπ. Πιο συχνά συνδυάζεται η λαογραφία, η ιστορία με διαφορετικές τέχνες για να παρασταθεί ένας νέος κόσμος, ο οποίος, μερικές φορές, είναι μία πρόταση για τη δομή παλιότερων ή αρχαϊκών κοινωνικών δομών. Αν κάναμε μία δομική ανάλυση, τότε θα βρίσκαμε ότι η δομή της Παράστασης έχει να κάνει με τις μαθηματικές δομές του χάους, από το οποίο δημιουργείται κάτι το καινούργιο σχεδόν από την αρχή και δεν αναδημιουργείται από κάτι που ήδη υπάρχει. Κυριότεροι εκφραστές της Παράστασης είναι ο Jerzy Grotowski, ο Πήτερ Μπρουκ, ο Πήτερ Γκρηναγουέι, ο Grotowski θεωρείται ο θεωρητικός θεμελιωτής της, όπως και ο θεωρητικός του ανθρωπολογικού θεάτρου.
Περιεχόμενο: (contenu, context) Διατρέχει όλο το μήκος του κειμένου. Για παράδειγμα, στα έργα Τέχνης το σημαινόμενο ταυτίζεται με το περιεχόμενο, με αποτέλεσμα η συζήτηση γύρω από το σημαινόμενο να πηγαίνει προς το περιεχόμενο και να μιλάμε για μορφή και περιεχόμενο.
Περισότητα: (redondance, redudancy) Είναι το αντίστοιχο του «πλατυασμού» (στην τέχνη) στη θεωρία της επικοινωνίας. Δηλώνει την περίσσεια σημείων που γίνεται για λόγους σημασίας και όχι για λόγους ρητορικούς, όπως ο πλεονασμός. Αντίθετό της είναι το ελλειπτικό ύφος.
Ποιητικό: (poetique, poetic) Ο προσδιορισμός αυτός υπάρχει εκεί όπου συντελείται μία διαδικασία στην παραγωγή ή στην αναπαραγωγή του λόγου. Έχουμε έναν κώδικα ή ένα σημείο. Σε αυτό γίνεται μία «επίθεση» από ένα σημείο, έτσι αλλάζει η δομή του. Κατά πόσο αλλάζει, αυτό είναι που εξετάζεται στις διαφορετικές βαθμίδες του ποιητικού. Έτσι ο ποιητικός λόγος αλλάζει λίγο και, προοδευτικά, μεταμορφώνεται, θα έλεγε κανείς, στον ποιητικό ρεαλισμό. Μπορεί όμως να αλλάζει ριζικά στην ποιητική αφήγηση. Όμως η δομή αυτού του λόγου έχει ακριβείς κανόνες που σημαίνει ότι, σε επίπεδο δομής, υπακούει στην αριστοτελική δόμηση. Η κάθε αλλαγή υποστηρίζεται από στοιχεία του λόγου που την προσδιορίζουν, με ακρίβεια ή όχι. Όταν έχουμε αλλεπάλληλες «επιθέσεις» που δεν υποστηρίζονται για να γίνει κατανοητή η κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί, τότε έχουμε το χαοτικό ποιητικό λόγο. Τέλος δεν μπορούμε να μιλάμε για ποιητική γλώσσα, αφού δεν έχει γίνει κάποια σοβαρή αλλαγή στους κανόνες της, μπορούμε, αντίθετα να μιλάμε για ένα ιδιόλεκτο του λόγου. Για περισσότερα βλέπε στο Kristeva 1974.
Ποιητικό αφήγημα: Βλέπε το «ποιητικό».
Ποιητικός λόγος: Βλέπε «ποιητικό».
Ρηματική γλώσσα: Αυτός ο όρος δεν μπορεί να σταθεί αξιόπιστα στη σημειωτική, διότι μέσα σε μία γλώσσα υπάρχει η ρηματική και η μη ρηματική έκφραση (ή λόγος). Άρα μία γλώσσα πολύ σπάνια μπορεί να είναι μόνο ρηματική.
Ρηματικός λόγος: (verbal, verbid) Η λέξη ή η ομάδα λέξεων που λειτουργεί σε μία πρόταση, σα ρήμα.
Σημαινόμενο: (signifie, signified) Μας οδηγεί στο νόημα και, συγχρόνως, στο σημαίνον. Αυτά τα δύο είναι αδιάλυτα. Δεν μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει γιατί, έτσι ενωμένα, φτιάχνουν το σημείο που δεν μπορεί να διασπαστεί στα δύο.
Σημαίνον: (signifiant, signifier) Έχει μία μορφή και μία υπόσταση. Η ύπαρξη του υπακούει σε κάποιους νόμους που μόνο ο δημιουργός τους ξέρει. Φτάνουμε σε ένα μυστικισμό, ο οποίος είναι ένα ψευτοδίλημμα. Από το σημαίνον φτάνουμε στον κώδικα έχοντας περάσει από το σύμβολο τη στιγμή ακριβώς που γεννιέται το σημείο, άρα και το σημαίνον.
Σημειακή συνάρτηση: Μια αλληλουχία σημείων, σύμφωνα με ένα κανόνα, ο οποίος καθορίζει τη δομή της και μπορεί να αποτελέσει το πρώτο μικρό μόριο μιας αφήγησης, πριν να έχουμε τη δημιουργία ενός κώδικα, στο κατώφλι της δημιουργίας του.
Σημειακή υπερσυνάρτηση: Εδώ έχουμε περισσότερες από μία σημειακή συνάρτηση. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να έχουμε μικρές ή μεγάλες μεταβολές ή ανατροπές στην αφηγηματική διαδικασία. Αυτό μπορούμε να τα δούμε πιο απλά σε ένα σενάριο, στις ανατροπές του και στις εναλλαγές του.
Σημείο: (signe, sign) Καθιερώθηκε από το Saussure σα μονάδα της γλώσσας. Γενικά, είναι το αισθητό που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε ένα μη άμεσα αισθητό. Σημαίνει κάτι που απουσιάζει. Σύμφωνα με το Saussure, το σημείο αποτελείται από το σημαίνον (αισθητικό γεγονός, μορφή) και το σημαινόμενό του (νόημα, περιεχόμενο). Σύμφωνα με το Hjelmslev, υπάρχει το στοιχείο που αντιστοιχεί στο επίπεδο της έκφρασης και το επίπεδο του περιεχομένου, αντικαθιστώντας τους παραπάνω όρους. Εκτός από τη γλώσσα, το σημείο παρατηρείται, σαν όρος, στο συμβολισμό, στην πνευματική και κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Στη γλώσσα είναι αυθαίρετο, συνδέεται, έτσι και με το σύμβολο και με το σημαίνον.
Σημειωτική: (semiotique, semiotic) Η επιστήμη που εξετάζει και αναλύει τα συστήματα του λόγου και της γλώσσας, όχι μόνο τα προφορικά ή τα λεκτικά, αλλά κάθε σύστημα κωδίκων που είναι συστατικό κάθε μορφής επικοινωνίας.
Σημειωτική διαδικασία: Η διαδικασία που ακολουθούμε σε μία ανάλυση ή σε μία σύνθεση ενός κειμένου ή μίας οποιασδήποτε εκφοράς μίας γλώσσας, σύμφωνα με τις αναλυτικές μεθόδους της σημειωτικής (βλέπε Έκο).
Σημειωτική χώρα (chora semiotique) Όρος που χρησιμοποιεί η Kristeva (βλέπε Kristeva 1974) έχει να κάνει με την παραγωγή του λόγου και αναφέρεται στην πλατωνική θεώρηση για το σπήλαιο, στο Τίμαιο. Εκεί, στο σπήλαιο, παράγονται οι μύθοι, ο λόγος αναπαράγεται και διαμορφώνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, μέσα από τη θεώρηση του Αγαθού και του Ωραίου, της εικόνας και της ταύτισής της με το Είναι, άρα αναπαράγεται ο ανθρώπινος λόγος, η ύπαρξη και, τελικά, η ιδεολογία του.
Σύμβαση: (convention, convention) Το γεγονός ότι τα διάφορα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας χρησιμοποιούν τους ίδιους κανόνες για τη χρήση της γλώσσας του, αναφορικά προς συγκεκριμένες καταστάσεις.
Συμβολική λειτουργία: Η δημιουργία του συμβόλου και η καθιέρωσή του σαν τέτοιο μέσα σε ένα αφηγηματικό περιβάλλον, όπως και σε μία κοινωνία, μέσα από τις τελετουργίες και τις Τέχνες.
Σύμβολο: (symbole, symbol) Το καλλιτεχνικό έργο θεωρείτο, στο Μεσαίωνα, ως αλληγορικό. Στη μετά Γκαίτε εποχή το θεώρησαν σα συμβολικό. Η διαφορά είναι ότι η αλληγορία εκπροσωπεί το γενικό, ενώ το σύμβολο βρίσκεται σε κάποια αναλογία με αυτό που παριστάνει. Η σύγχρονη δυτική αντίληψη δε δέχτηκε το σύμβολο και το αντικατέστησε με το συμβατικό σημείο και η σημειολογία προσπαθεί να αντικαταστήσει όλα τα αναλογικά σημεία με αυτά που στηρίζονται στην ομολογία. Μετά από τους φορμαλιστές, το σύμβολο επανέρχεται, κατακτά τη θέση του, δέχονται ότι σχετίζεται αναλογικά με ένα αντικείμενο και, ιδίως στον κινηματογράφο, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη Τέχνη, σα γλώσσα των συμβόλων, σύμφωνα με τον Αϊζενστάιν και το Mitry. Έτσι το σύμβολο βρίσκει τις «συντεταγμένες» του, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία κ.λπ.
Συμβολοποίηση: Η διαδικασία, σημειωτική κυρίως, που καθιστά, κάποια δομή της γλώσσας, σύμβολο. Αυτή μπορεί να είναι ένα αντικείμενο, ένα ανθρώπινο ον, ένα ζώο, ένα γεγονός κ.λπ.
Συμπαραδήλωση: Το αντίθετο της καταδήλωσης. Εδώ έχουμε διφορούμενη δήλωση. Υπάρχει η αβεβαιότητα που βλέπουμε στην ίδια τη σημειωτική διαδικασία. Αν βάλουμε την καταδήλωση με τη συμπαραδήλωση τότε έχουμε αποτελέσματα πρωτόγνωρα. Ανατροπές, αποσαφηνίσεις, συναισθηματικές εξάρσεις.
Συνέμφαση: (connotation, connotation, intensional meaning) Είναι το βασικό χαρακτηριστικό κάθε έργου τέχνης και λόγου. Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους, είναι η εσωτερική ιδιότητα της γλώσσας. Αν εξαιρέσουμε λίγους τεχνικούς όρους, ακόμα και οι επιστημονικές λέξεις παραπέμπουν σε πολλαπλές σημασίες (π.χ. η «κλίση» έχει διαφορετικές έννοιες στη γραμματική, στη φυσική, στη γεωμετρία και στην ψυχολογία, η «άνοδος» σημαίνει άλλο για τη θερμότητα και άλλο για την ηλεκτρόλυση). Στην καθημερινή χρήση της γλώσσας δίνει προσανατολισμό και αξία στις λέξεις και τις πλουτίζει με σημασία. Σύμφωνα με τους φορμαλιστές είναι μια μορφή απόκλισης. Πολλές φορές η συνέμφαση εκφράζει την τυποποίηση της τεχνικής τελειότητας που έχει καθιερώσει η παράδοση και δεν υπάρχει διάσπαση σε διαφορετικά επίπεδα σημασιών. Τότε η ερμηνεία της δίνεται από την κοινωνική ιστορία. Όταν κάποιο σημείο χρησιμοποιηθεί επιπλέον και σα σημείο ενός κώδικα κοινωνικών σημασιολογήσεων, τότε υπάρχει μία διάσταση μεταξύ συνέμφασης και καταδήλωσης. Αυτό παρατηρείται στην τέχνη, αν και ο Mitry αναφέρει ότι συνέμφαση στην ταινία είναι η μορφή που παίρνει η καταδήλωσή της ως διήγηση, η εκφραστική της αξία, επομένως, για τον κινηματογράφο, δεν υπάρχει ανάγκη ιδιαίτερης συνέμφασης. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Metz.
Σύνταγμα: (syntagme, syntagm) Οι σχέσεις που συνδέουν τα γλωσσικά σημεία σε σύστημα οργανώνονται σε δύο άξονες: των συνταγμάτων ή ετεροκλήτων και των παραδειγμάτων ή των αντιθέσεων. Το σύνταγμα είναι συνδυασμός σημαινόντων που διατάσσονται γραμμικά στο συνταγματικό άξονα. Η οργάνωσή του γίνεται στο επίπεδο της άρθρωσης πρώτου βαθμού και δεν επιδέχεται αντιστροφή.
Συντάγματα μυθολογικά: Είναι τα συντάγματα που κάνουν τα διάφορα μυθικά στοιχεία, τα μυθέματα, όπως τα συντάγματα στη γλωσσολογία. Έχουμε εδώ τις ίδιες ακριβώς λειτουργίες.
Σύστημα: Ένα σύνολο σημείων ή κωδίκων που έχουν μία, έστω και μικρή, αυτοτέλεια. Μπορούμε ένα κείμενο (εικονικό ή μη) να το τεμαχίσουμε σε συστήματα και να κάνουμε πιο εύκολα έτσι την ανάλυσή μας. Αυτή είναι η διαδικασία της δομικής ανάλυσης.
Τύπος: (type, type) Ξεχωρίζει τα επίπεδα έκφρασης και περιεχομένου σε συστατικά και σε χαρακτηρίζοντα στοιχεία. Σύμφωνα με τη ταξινομική γραμματική, τύπος είναι η μορφή που έχει αποκοπεί από τη σημασία.
Υπερδομή: Ο όρος αυτός ταυτίζεται με τον (και) πολιτικό όρο, το εποικοδόμημα (superstructure, superstructure). Δηλώνει το επιστέγασμα, την επιπρόσθετη δομή. Είναι το πολιτιστικό μέρος της κοινωνίας που περιλαμβάνει τις διάφορες μορφές ιδεολογίας και τους θεσμούς συντήρησης και αναπαραγωγής, τόσο της κοινωνικής παράδοσης όσο και του συστήματος οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων.
Μαρ 21, 2021 0
Σεπ 11, 2019 0
Ιούν 10, 2019 0
Ιούν 12, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη