Μετά από την ανάλυση του μύθου, σαν ένα ενιαίο σύνολο, θα προσπαθήσω τώρα να κάνω μία ανάλυση, σκοπός της οποίας θα είναι να μας δείξει τον τρόπο που μπορούμε να τεμαχίσουμε το μύθο, το ενιαίο αυτό σύνολο, σε μικρά κομμάτια, σχετικά εννοιολογικώς αυτόνομα, τα μυθικά στοιχεία. Θα προσφύγουμε στα εργαλεία που μας δίνει η δομική (στρουκτουραλιστική) ανάλυση, αλλά και αναλύσεις που βλέπουν σε βάθος το μύθο, χωρίς να μπορούν να χαρακτηριστούν ως δομικές. Ο πρώτος σταθμός αυτής της διαδρομής είναι ο Βλαντιμίρ Προπ.
Για το Βλαντιμίρ Γιακόβλεβιτς Προπ έχω ήδη μιλήσει στο κεφάλαιο που βλέπει το μύθο σαν αφηγηματικό στοιχείο. Εδώ θα προσπαθήσω να δείξω τον τρόπο που ο Προπ ανέλυε τα παραμύθια, πιστεύοντας ότι αυτή η ανάλυση θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε μύθο. Οι εργασίες του, όπως «Μορφολογία του παραμυθιού» (1969), «Οι μετασχηματισμοί των μαγικών παραμυθιών» (1928) ή «Το μοτίβο της θαυμαστής γέννησης» (1941) δείχνουν τη σπουδή του στις μορφές του παραμυθιού, με άλλα λόγια, αφού εξέτασε τα παραμύθια από κάποιες συλλογές, προσπάθησε να δει τις μικρότερες, αυτόνομες αφηγηματικά, δομές τους και να κατηγοριοποιήσει τα παραμύθια σύμφωνα με μοτίβα και με λειτουργίες(1).
Η μορφολογία για τον Προπ ήταν η μελέτη των μορφών. Όπως στη βοτανική, στη βιολογία και σε άλλες επιστήμες γίνεται η μελέτη των συστατικών τμημάτων, έτσι και στη λαογραφία, η μελέτη του παραμυθιού μπορεί να επεκταθεί στην ανάλυση των συστατικών τμημάτων του. Αυτή τη μελέτη την έκανε πρώτος ο Προπ, αν και δεν είχε κάνει σπουδές λαογραφίας, αλλά φιλολογικές. Το πάθος και η αγάπη του για τη λαογραφία τον οδήγησαν στη μελέτη των λαϊκών παραμυθιών. Ο ίδιος αναφέρει ότι, μετά από μία αρκετά λεπτομερειακή εργασία, μελέτησε μεγάλο αριθμό πινάκων, σχημάτων και αναλύσεων, τις οποίες προσπάθησε, όσο το δυνατό, να τις εκλαϊκεύσει και να τις παρουσιάσει. Με λεπτομερή τρόπο εξέτασε το πρόβλημα του μετασχηματισμού στα παραμύθια, όχι μόνο για να βρει τη μορφολογία, αλλά και την ιδιόμορφη λογική δομή του παραμυθιού.
Κατά τον Προπ, τα παραμύθια έχουν τη δική τους λογική. Αυτό το σημείο, το οποίο οριοθετεί την αρχή και το τέλος της εργασίας του, θα αποδειχθεί ότι θα γινόταν το σημείο εκκίνησης μίας μεγάλης και σοβαρής ενασχόλησης πολλών επιστημόνων που θα ακολουθήσουν τα βήματα αυτού του παθιασμένου ερασιτέχνη. Σύμφωνα με τον Προπ «η μελέτη του παραμυθιού επιχειρήθηκε κυρίως σε μία γενετική προοπτική και, στις περισσότερες περιπτώσεις, χωρίς απόπειρα προηγούμενης συστηματικής περιγραφής… Είναι φανερό ότι, πριν διαλευκάνουμε το ερώτημα από πού προέρχεται το παραμύθι, πρέπει να διαλευκάνουμε το ερώτημα πως παρουσιάζεται το παραμύθι» (Προπ σ. 9). Ξεκινά από κάποιες κατηγοριοποιήσεις παραμυθιών, κυρίως του Αφανάσιεφ, όπου υπήρχαν περίπου 1.200 λήμματα, από κάποιες μελέτες, για να ξεκινήσει κάποιες υποθέσεις κατηγοριοποίησης που θα του επέτρεπαν να μελετήσει το παραμύθι. Ταξινόμηση σύμφωνα με κατηγορίες, σύμφωνα με υποθέσεις, σύμφωνα με τύπους (όπως ο Aarne ονομάζει τις υποθέσεις). Η κάθε υποθετική ταξινόμηση, όπως αναφέρθηκε, δημιουργούσε προβλήματα. Καταφεύγει, τελικά, στα μοτίβα, συμφωνώντας με το Βεσελόφσκι, στο ότι η υπόθεση είναι ένα σύμπλεγμα μοτίβων και ένα μοτίβο μπορεί να συμπίπτει με διαφορετικές υποθέσεις (Προπ σ. 18). Τα μοτίβα διαχωρίζονται από τις υποθέσεις για να μπορέσουμε να κάνουμε μία σωστή μορφολογική εξέταση.
Πολύ μεγάλη σημασία έχει η διαπίστωση του Προπ: «Όσο δεν υπάρχει ορθή μορφολογική επεξεργασία, δε θα μπορεί να υπάρχει και ορθή ιστορική επεξεργασία. Αν δεν ξέρουμε να αποσυναρμολογήσουμε το παραμύθι στα συστατικά του μέρη, δε θα μπορέσουμε να επιτελέσουμε ορθή σύγκριση… Αν δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ένα παραμύθι με το άλλο, πώς να μελετήσουμε το δεσμό παραμυθιού και θρησκείας, πώς να συγκρίνουμε το παραμύθι με τους μύθους;» (Προπ σ. 22). Αυτή η μορφολογική εξέταση, η οποία επιχειρείται από την οπτική γωνία των αφηρημένων-μορφικών προβλημάτων, μπορεί να φωτίσει άγνωστες πτυχές του παγκόσμιου λαογραφικού πλούτου και να συσχετίσει παραμύθια από διαφορετικές χώρες(2).
Ο Προπ διακρίνει μοτίβα και λειτουργίες στα παραμύθια και επιχειρεί μία λεπτομερή μορφολογική ανάλυση, βάσει της οποίας φτάνει στο σημείο να συμβολοποιήσει ένα παραμύθι, όπως μία μαθηματική εξίσωση, αφού κάθε λειτουργία τη συμβολίζει με ένα γράμμα ή ένα σύμβολο (Προπ σ.σ. 32-72). Δε θα επεκταθώ άλλο στην πολύ σημαντική αυτή εργασία, μπορεί κάποιος να τη μελετήσει και να αφεθεί στη γοητεία της ανάλυσής της, θα μείνω μόνο σε αυτή τη διαπίστωση ότι πλέον δικαιούμαστε, αφού θεωρητικά έχει αποδειχθεί η μέθοδος αυτή σωστή, να τεμαχίζουμε μια αφήγηση και να εξετάζουμε τα τμήματά της χωριστά και αυτόνομα μεταξύ τους, για να κάνουμε, κατόπιν, τη σύνθεση.
Η ανάλυση του Προπ θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη μελέτη των μύθων. Αφού είμαστε βέβαιοι ότι μπορούμε να τεμαχίσουμε μία αφήγηση για να εξετάσουμε τα μέρη της, τότε μπορούμε να δούμε, όπως και στα παραμύθια, τους μετασχηματισμούς που θα μας βοηθήσουν να δούμε τόσο το πέρασμα από τον ένα μύθο στον άλλο, μέσα στο ίδιο εθνογραφικό περιβάλλον ή σε διαφορετικά, όσο και τη σχέση των μύθων με την Ιστορία.
Ο Kirk κάνει μια καλή ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών μύθων και επιχειρεί μία σχεδόν δομική ανάλυσή τους. Δέχεται ότι αυτοί έχουν αναπτυχθεί διαμέσου διαφορετικών ενδιαφερόντων και καταστάσεων, ανάμεσα σε αυτές η θρησκεία και η τελετουργία, για να αποκλείσει σα λανθασμένη την καθολική θεωρία μύθου και τελετουργίας(3), όσον αφορά στους ηρωικούς μύθους, ενώ δέχεται ότι οι θεϊκοί μύθοι έχουν τις καταβολές τους στην τελετουργία. Αρνείται το συσχετισμό των μύθων με το σύστημα λέξεων και συμβόλων ή με το σύστημα αντικειμένων και πράξεων-συμβόλων, για να καταλήξει ότι: «Είναι περισσότερο οι καταστάσεις στις οποίες οι ήρωες εμπλέκονται που έδινε στις πράξεις μια μυστηριώδη δύναμη και νόημα μάλλον παρά στο γεγονός ότι οι ίδιοι μπορούν να αποκαλούνται κατά κάποια έννοια δαιμονικοί ή υπερφυσικοί», αναφερόμενος στους ήρωες και στους θεούς, οι οποίοι μπορεί να θεωρούντο δαίμονες, άρα να είχαν τη δυνατότητα πρόκλησης βλάβης στους ανθρώπους, ενώ στους μύθους θεωρούνται συνηθισμένα όντα. Αν και μελετά με πολύ προσεχτικό τρόπο τους ελληνικούς μύθους δεν μπορεί να δει τη σύνδεση των μύθων με την ελληνική κοινωνία, εκείνης της εποχής, στην εργασία του που αφιερώνεται σε αυτούς (Kirk σ.σ. 209-238)(4).
Πάντως η μυθική σκέψη θεωρήθηκε από πολλούς διανοητές ως πρωτόγονη και μη ανεπτυγμένη, επειδή «αντί για έννοιες, χρησιμοποιούνταν εικονικές παραστάσεις» (Μήττα σ. 39). Ο Schelling θεώρησε ότι η συνείδηση του ανθρώπου είναι πιο ορθολογική, απαλλαγμένη από τη δεισιδαιμονία και το φετιχισμό, σε αντίθεση με το θρησκευτικό στοιχείο του μύθου. Όσο και αν θεωρούμε πολεμική τη θεωρία του Schelling στη μυθική σκέψη, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη συμβολή του σε μια ερμηνεία των μύθων που τους φέρνει αντιμέτωπους με το σήμερα, τους βάζει σε αντιπαράθεση με άλλους μύθους για να φτάσει σε μία θεωρία για την κυριολεκτική ερμηνεία τους, την οποία θα ονομάσει ταυτηγορική. Μεγάλη σημασία έχει ότι έρχονται σε επαφή, μέσα από την άναλυσή του, κείμενα που δεν είναι καθαρά μυθολογικά με μύθους, για να αποδειχθεί ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία τα οποία δείχνουν πως μπαίνουν μέσα στη μυθική αφήγηση καθαρά ιστορικά γεγονότα, όπως πως σε ιστορικές αναφορές υπάρχουν μυθικές αναφορές, άρα μία παραποίηση της αλήθειας, μία ακόμη απόδειξη ότι δεν υπάρχει μία μόνο αλήθεια για ένα γεγονός (Μήττα σ.σ. 44-47).
Σε αυτή την ανάλυση τεμαχίζεται ο μύθος στα δομικά του στοιχεία, χωρίς αυτό να είναι μία συνειδητή πράξη, αφού οι διανοητές εκείνη την εποχή έβλεπαν τουλάχιστον υποτιμητικά τους μύθους. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα ανάλυσης και σύνθεσης του μύθου, το οποίο έχει μεγάλη σημασία επειδή φτάνει σε μία κοινωνική ανάλυση, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν.
Πρόκειται για την ταινία του Δήμου Θέου, «Διαδικασία». Η ταινία μιλά για τη διαμάχη μεταξύ δύο κρατών-πόλεων, της Κρήτης και του Λυκαβηττού, ο δεύτερος ανήκει στην πρώτη, η οποία είναι η μητρόπολη. Ουσιαστικά όμως μιλά για το μύθο της Αντιγόνης. Στην ανάλυση που ακολουθείται, για να φτάσουμε από τον αρχαίο μύθο, από την τραγωδία, στο φιλμικό μύθο, όπως αποδίδεται στην ταινία, λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη δομή ενός μύθου, το μύθεμα(5), όπως αναφέρεται από το Levi Strauss, όμως εδώ έχουμε αυτό το δομικό στοιχείο, μέσα σε ένα δίπολο εκδοχής και παραλλαγής, δηλαδή μιας οντότητας όπου μία εκδοχή συνδέεται με μία παραλλαγή, τόσο στενά που γίνονται ένας οργανισμός, έτσι ώστε να μην αποκοπεί ο κόσμος που, έτσι ή αλλιώς, είναι αδιαίρετος.
Αναφέρεται πιο συγκεκριμένα: «Με άλλα λόγια, στην ανάλυση, σαν κύρια δομικά στοιχεία εκλαμβάνονται τα διάφορα συστήματα αξιών των εμπλεκομένων δρώντων και οι αντίστοιχες δράσεις-συνέπειές τους. Αυτό δε που αναζητείται είναι η αποκάλυψη της διαχρονικής σχέσης που αναγνωρίζει ο μύθος ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του αξιακού συστήματος, σαν τέτοια που τα καθιστά ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες-σύγχρονες συνθήκες (πρόσωπα-πράγματα). Με αυτή την έννοια η ανάπτυξη του μύθου αποκτά μια σύγχρονη και μια διαχρονική διάσταση. Με αυτή τη σκέψη, αν διατάξουμε οριζόντια τα άτομα και τις δράσεις τους που συνιστούν το κύριο σώμα του μύθου (θεωρώντας τα σα μυθικά δομήματα ή μυθέματα), έχουμε τη σύγχρονη διάσταση του μύθου, αν όμως ταυτόχρονα, προσέχουμε να τοποθετούμε τα ίδια μυθέματα και, ανάλογα με τα κοινά σημεία που παρουσιάζουν (κοινό σύστημα αξιών), στην ίδια κατακόρυφο, έχουμε τη διαχρονική διάσταση του μύθου». Ακολουθεί ένας πίνακας με τέσσερις κατακόρυφες και έξι οριζόντιες στήλες. Αφού αναλύονται οι συμπεριφορές των χαρακτήρων, του Πολυνείκη, του Κρέοντα και της Αντιγόνης, το τι σημαίνουν αυτές σε σχέση με την πατρίδα, με την ηθική και με τους νόμους της κοινωνίας, φτιάχνοντας έτσι ένα πολύπλοκο πλαίσιο αξιών και σχέσεων, μπορούμε να καταλήξουμε για το μύθο που υπάρχει τόσο στην «Αντιγόνη» όσο και στη «Διαδικασία». Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι έχουμε μία ανάλυση των αντιθέσεων του αξιακού συστήματος, μία θεσμοθέτηση του ρόλου της θυσίας και της μετάθεσης του ζητήματος από τη δράση, η οποία έτσι ή αλλιώς είναι πολύ μικρή, στη διαδικασία αποκατάστασης των αξιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι: «Η μυθολογική σκέψη, την οποία προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε και να προσεγγίσουμε στο βάθος του μύθου, μας αποκαλύπτεται σα ζωογόνος και δημιουργική στάση του αρχέγονου πνεύματος που κάτω από ορισμένες συνθήκες βοηθά στην ομαλή αποκατάσταση και εξομάλυνση των διαταραχών σε περιόδους «κρίσεων». Φυσικά οι «ώριμες συνθήκες» παραμένουν πάντα η φυλετική, αιματοσυγγενική οργάνωση της κοινωνίας μέσα στην οποία μπορεί και έχει τη δύναμη να λειτουργήσει ο μύθος σαν τέτοιος».
Για να μιλήσουμε για τις μέρες μας και, κατά συνέπεια, για να δοκιμάσουμε τη διαχρονικότητα του μύθου, θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ανάλυση της δικής μας κοινωνικής κατάστασης, βάσει της ανάλυσης του μύθου που επιχειρήσαμε πιο πάνω. Θα καταλήξουμε, λοιπόν, ότι: «Με τη «Διαδικασία», ο μύθος κάτω από την πίεση των σκόπιμα ενταγμένων και συγκεκριμένων πλέον συγκρούσεων, και όχι των «ουδέτερων τέτοιων», υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει την αλήθεια γυμνή και να ομολογήσει την πραγματική αδυναμία της μεταπαιδείας(6), που τη συνθέτουν οι πραγματικές αντιθέσεις του αξιακού συστήματος (και όχι να τις δικαιολογήσει), αφήνοντας ελεύθερο το χώρο για το στοχασμό πάνω στις δυνατότητες ελευθερίας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Αυτό είναι το άνοιγμα της «Διαδικασίας»: αναζήτηση και εντοπισμός των συνθηκών απελευθέρωσης και ελευθερίας του ανθρώπου μέσα στην ιστορία και την κοινωνία, πράγμα που αρνείται αυστηρά η μυθολογική σκέψη και η μυθολογία, όταν εφαρμόζεται στις μη-συγγενικές κοινωνίες, αναζήτηση και εντοπισμός των συνθηκών μίας αυθεντικής και όχι τραυματικής ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία να οδηγεί και να καταλήγει σε μία αυθεντική και μη-τραυματική ιστορία.».
Βλέπουμε λοιπόν ότι με μία σωστή και λεπτομερής ανάλυση (Γεράσης 1979 σ.σ. 86-109, συνολικά για όλες τις προηγούμενες αναφορές) όπως αυτή έγινε σε ένα μύθο τόσο στο παλιό του κείμενο όσο και στο νέο του περιεχόμενο, σε μία νέα αφήγηση, θα φτάσουμε σε κάποια συμπεράσματα που μας μιλούν ουσιαστικά για το αύριο και όχι για το σήμερα, για μία μελλοντική δομή της κοινωνίας μας, κάνοντας μία ανάλογη -και ίσως πιο βαθιά- ανάλυση από αυτή του Προπ. Χρειαζόμαστε όμως μία δομική ανάλυση για το μύθο, για να μπορέσουμε να κάνουμε τη σύνθεσή μας στο αφηγηματικό περιβάλλον που θα προτείνουμε εμείς.
Για να κάνουμε μία δομική ανάλυση θα καταφύγουμε στον Claude Levi Strauss, γνωρίζοντας ότι αυτός ανέπτυξε και ανέδειξε τη μυθολογική σκέψη σαν ένα εργαλείο για την κοινωνική ανάλυση. Η δομική ανάλυση, έτσι όπως θα την επιχειρήσουμε, θα είναι ένα ερέθισμα για μία ανάλογη διαδικασία σκέψης που θα μπορούσε να την κάνει κάλλιστα οποιοσδήποτε, χρησιμοποιώντας την προτεινόμενη ή και τη δική του βιβλιογραφία, όπως και παρατηρήσεις για το τμήμα αυτό της μυθικής σκέψης που θέλει να ερευνήσει.
«Οι μύθοι σχηματίζονται μέσα στον άνθρωπο αλλά χωρίς αυτός να το γνωρίζει (…) [διότι] ο καθένας από εμάς είναι ένα είδος οδικής διασταύρωσης όπου συμβαίνουν διάφορα πράγματα (…) Δεν υπάρχει επιλογή, είναι θέμα τύχης.» (Levi Strauss 1986 σ. 23). Η αυθόρμητη και τυχαία αυτή διαδικασία έχει κυρίως το χαρακτήρα του αυθαίρετου, μέσα, βέβαια, στο πλαίσιο ενός στοιχειώδους κανόνα που επιβάλλουν οι κοινωνικές καταστάσεις και η αφήγηση. Το αυθαίρετο, με τη σειρά του μας βάζει στη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής του λόγου(7), άρα το μυθικό στοιχείο λειτουργεί, τελικά, σαν ένα παράγωγο του λόγου ή της γλώσσας. Μία άλλη «συνέπεια» του αυθαίρετου είναι ότι τα μυθικά στοιχεία εμφανίζονται να είναι χωρίς νόημα, παράλογα, παρόλα αυτά τα βλέπουμε να επανεμφανίζονται σε όλα τα μέρη του κόσμου(8) (ο.π. σ. 39), κατά συνέπεια μεταφέρουν το λόγο τους ακολουθώντας μια ιστορική διαδρομή, παραποιώντας το αφηγηματικό τους φορτίο, κρατώντας όμως την ουσία του(9).
Η μυθική σκέψη, σύμφωνα με το Levi Strauss, είναι ότι ο πρωτόγονος τρόπος σκέψης, δηλαδή αυτός στους λαούς που δεν έχουν γραφή, πηγάζει από την ανάγκη να μην πεινάσουν, να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες, να κατανοήσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει και την κοινωνία τους. Ακολουθούν διαδικασίες, χρησιμοποιούν μέσα νοητικά, ακριβώς όπως ένα φιλόσοφος, ή, μέχρι ένα βαθμό, ένας επιστήμονας (ο.π. σ.σ. 45-48). Σε αυτό το σημείο διαφοροποιείται ο Levi Strauss από τους άλλους ανθρωπολόγους(10) και η μελέτη του, πάνω σε αυτό το θέμα, γίνεται πλέον κλασική και με θεμελιώδη σημασία για τη σύγχρονη αντίληψη του τρόπου σκέψης, όχι μόνο του «πρωτόγονου» αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου.
Αυτό το συσχετισμό μεταξύ της «πρωτόγονης» και της επιστημονικής σκέψης, θα τον αναπτύξει στο κλασικό του έργο που μιλά για την άγρια σκέψη, και όχι για τη σκέψη των άγριων, με την έννοια ότι αυτή η άγρια σκέψη μπορεί και να παρατηρείται και στο σύγχρονο άνθρωπο (Levi Strauss 1962). Μπορούμε σε αυτό να βρούμε πλήθος παραδειγμάτων που συνηγορούν σε αυτή τη διαπίστωση. Μιλώντας, εν πολλοίς, για τον τοτεμισμό δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιλάμε για το σύμβολο και για το μύθο και για το πώς αυτά δομούν το δικό τους λόγο. «Μέσα σε αυτή την αδιάκοπη αναδόμηση, με τη βοήθεια των ίδιων υλικών, είναι πάντα τα παλιά τελικά σημεία (στα μυθολογικά σύμπαντα) που καλούνται να παίξουν το ρόλο των μέσων: τα σημαινόμενα γίνονται σημαίνοντα, και το αντίστροφο» (Levi Strauss 1962 σ. 35). Όπως θα δούμε, η μυθική σκέψη συσχετίζεται με άλλες δομές για να δομήσει το λόγο της, έχοντας τις ρίζες της σε σχεδιάσματα του λόγου σε αρχαία κοινωνικά περιβάλλοντα(11). Ακόμη, όπως θα δούμε κατόπιν, η μυθική σκέψη σχετίζεται με την τέχνη, ανοίγοντας έτσι έναν ακόμα, παράλληλο, τρόπο προώθησης του λόγου της.
Πως όμως κατασκευάζεται ένας μύθος; Οι εικόνες του μύθου δεν έρχονται από μια καθαρή πρώτη ύλη, αλλά από προϊόντα που είναι ήδη ανοικτά(12), με όρους της γλωσσολογίας, σε εκφράσεις που περιέχουν τις αναγκαίες σχέσεις, μεταξύ αυτών τις αντιθέσεις μεταξύ των πρωταρχικών στοιχείων του. Σε αυτή τη διαδικασία μπαίνουν μέρη που αλληλοσυγκρούονται, δημιουργώντας ρήξεις και αποδομήσεις, μέσα σε αυτό το σύστημα, γεννώντας ένα άλλο που, με το φαινόμενο του καθρέφτη(13), έχει τις αντανακλάσεις των αντικειμένων, δηλαδή τα σημεία που είναι ακόλουθα από τα σημαινόμενα, μία σειρά από γεγονότα, τα οποία παρατίθενται σύμφωνα με μία ιδεολογική διεργασία.
Αν όλα αυτά φαίνονται ακατανόητα, στην πράξη αποδεικνύονται και επαληθεύονται. Στη μυθική σκέψη δεν υπάρχουν γεγονότα απομονωμένα που της δίδουν κάποια δομικά στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός της οργάνωσης της κοινωνίας στις διάφορες φυλές. Σύμφωνα με παρατηρήσεις εθνολόγων στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε ένα χωρισμό στα δύο ενός κοινωνικού συνόλου και αποδίδονται ονόματα στις οικογένειες και στις ομάδες και στις υποομάδες, σύμφωνα με παρατηρήσεις από τη φύση. Άλλοι από φυτά, άλλοι από ζώα, άλλοι από καιρικά φαινόμενα. Ο τεμαχισμός αυτός της κοινωνίας είναι χρήσιμος, όσον αφορά στην ένταξη ενός μέλους σε μία οικογένεια, έτσι ώστε να υπάρχει μια αυστηρά οργανωμένη κοινωνία, όπως αυτή του «ανεπτυγμένου» κόσμου. Για παράδειγμα, οι Ντογκόν δίνουν ονόματα φυτών σε 22 οικογένειες, οι οποίες χωρίζονται σε δύο ομάδες των 11 υποομάδων. Σε μία από τις οικογένειες με μονό αριθμό, τη συμβολίζουν με τις γεννήσεις ενός ατόμου και δίνουν ονόματα φυτών αρσενικών και θηλυκών, τα οποία αναφέρονται στην εποχή των βροχών και στην ξερή εποχή, αντίστοιχα.
Στις οικογένειες με ζυγό αριθμό αποδίδονται οι γόνιμες γεννήσεις, ονοματίζονται με ανάλογο τρόπο, αλλά με την αντίθετη φορά, δίνονται ονόματα δέντρων, χόρτων, έτσι κάθε μέρος της οικογένειας είναι υπεύθυνο για τα τεχνικά θέματα, για την κοινωνική τάξη, για τους θεσμούς(14). Αυτή η ταξινόμηση βλέπουμε ότι υπόκειται σε κάποιους αυστηρούς νόμους, οι οποίοι έχουν τη ρίζα τους στον τοτεμισμό. Τα ονόματα αυτά επιβάλλονται από κάποιους μύθους που συνδέουν τη φύση με τον άνθρωπο, σε τέτοιο σημείο που αυτός να είναι άμεσα εξαρτώμενος από αυτή την κοινωνική τάξη. Ο πυρήνας λοιπόν της ταξινόμησης βρίσκεται στους ίδιους τους μύθους και όχι σε μια αυθαίρετη ταξινόμηση των ανθρώπων σε οικογένειες. Αυτοί οι μύθοι ξεκινούν από συγκεκριμένες αφηγήσεις, οι οποίες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Η ονοματολογία, λοιπόν, δεν είναι τυχαία: προσδιορίζει με ακρίβεια τη σχέση του κάθε κοινωνικού υποσυνόλου με το σύνολο, την οικογένεια, αλλά και με τη φύση, έχοντας έτσι και ψυχολογικές επιδράσεις στα άτομα. Κατά συνέπεια, οι μύθοι δεν υπάρχουν για να καταλάβει κάποιος τη φύση, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του, σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει (Levi Strauss 1962 σ.σ. 50-133).
Δεχόμενοι ότι, με αυτό τον τρόπο, οι μύθοι μπαίνουν μέσα στη διαδικασία της αναπαραγωγής του λόγου, ουσιαστικά τα ίδια τα σώματα των ανθρώπων γίνονται αναφερόμενα, σημαίνοντα και σημαινόμενα, γίνονται, τελικά, λόγος(15). Κάτι ανάλογο έχουμε και στην ονοματολογία των ατόμων. Στην κοινωνική ταξινόμηση έχουμε μια πορεία από το ειδικό στο γενικό, από το στοιχείο της φύσης στον προσδιορισμό της οικογένειας και τελικά του σύμπαντος κόσμου, στην ονοματοποίηση των ατόμων έχουμε την αντίστροφη πορεία, από το γενικό, την οικογένεια, στο μοναδικό άτομο. Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε ονομασίες που βασίζονται στα τοτέμ, αλλά λαμβάνεται υπόψη και η κοινωνική δομή. Το άτομο, λοιπόν, αποκτά ξεχωριστές, για τον καθένα, υπευθυνότητες, προσδιορίζεται με ακρίβεια ο ρόλος τους στην κοινωνία, κάτι που έχει πάλι ψυχολογικές προεκτάσεις. Πάλι από πίσω βρίσκεται ο μύθος, πάλι το σώμα του ανθρώπου μπαίνει μέσα στη διαδικασία της αναπαραγωγής του λόγου, ενώ έχουμε και τις τελετές που μεταδίδουν το λόγο αυτών των μυθικών στοιχείων(16) (Levi Strauss 1962 σ.σ. 194-229).
Τέλος, οι λειτουργίες μέσα στην ίδια την κοινότητα καθορίζονται αυστηρά από τους μύθους, σύμφωνα με την τοτεμική διαδικασία. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, η διακίνηση των ανθρώπων, ειδικά των γυναικών, η τροφή είναι στοιχεία που προσδιορίζουν αυστηρά μία οικογένεια και ένα άτομο, όταν αυτό γεννηθεί. Μπορούμε να καταλήξουμε κάπως έτσι: Η φύση και ο πολιτισμός είναι δύο συστήματα που μπορεί να έχουν διαφορές, έχουν όμως μία ανάλογη μορφή. Κάθε ομάδα ψάχνει να βρει την εικόνα για τη φύση, στην προσπάθειά της να κρατήσει την ενότητά της με τις άλλες ομάδες(17), στα αντικείμενα αποδίδεται ο μυθικός τους ρόλος. «Κάθε ομάδα φαντασιώνεται, με παρόμοιο τρόπο, να εξασκεί μαγική εξουσία σε ένα είδος (…) Οι κάστες προβάλλονται, αυτές οι ίδιες, σα φυσικά είδη, ενώ οι τοτεμικές ομάδες προβάλλουν τα φυσικά είδη σαν κάστες. Οι κάστες φυσικοποιούν, με λανθάνοντα τρόπο, έναν πραγματικό πολιτισμό, οι τοτεμικές ομάδες πολιτισμικοποιούν μία λανθάνουσα φύση… Το σύστημα των κοινωνικών λειτουργιών ανταποκρίνεται στο σύστημα των φυσικών ειδών, ο κόσμος των ανθρώπων στον κόσμο των αντικειμένων, αναγνωρίζουμε, λοιπόν, μέσα στο σύστημα των φυσικών ειδών και σε αυτό των κατασκευασμένων αντικειμένων, δύο σύνολα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να κατανοήσει την αντίθεση μεταξύ φύσης και πολιτισμού, να τα σκεφτεί σαν ένα σύνολο… Ο τοτεμισμός, ο οποίος είχε υποβιβαστεί ως «η γλώσσα των πρωτόγονων» -με ένα πολύ απλό μετασχηματισμό- θα μπορούσε να ήταν επίσης ο λόγος της κυριαρχίας της κάστας, ο οποίος είναι ακριβώς το αντίθετο του πρωτογονισμού (…). Όπως η γλώσσα μαρτυρεί, σχεδόν παντού, είναι δύο απόψεις ή δύο τρόποι που χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν με ακρίβεια μια πράξη που μπορεί να είναι, σαν κοινωνική δραστηριότητα, μία εσωστρέφεια ή μία εξωστρέφεια και που έχει πάντα αυτές τις δύο κατευθύνσεις αν και εκδηλώνεται σε πλάνα και σε διαφορετικούς κώδικες (…). Πιστεύουμε ότι ανάμεσα στην πράξη και στις πρακτικές, υπάρχει πάντα ένας μεσάζων, ένα ιδεολογικοποιημένο σχήμα, μέσα από το οποίο η ύλη και η μορφή, αποποιούμενη η μία και η άλλη την ανεξάρτητη υπόστασή τους, ολοκληρώνονται σα δομές, δηλαδή σα να είναι εμπειρικές και ιδεολογικοποιημένες συγχρόνως. Δεχόμενοι τη θεωρία των υπερδομών(18), η οποία ελπίζουμε να μας βοηθήσει, αφήνουμε στην Ιστορία τη φροντίδα να αναπτύξει τη μελέτη των υποδομών, δε θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς αφού η εθνολογία έχει να κάνει κατ΄αρχήν με την ψυχολογία» (Levi Strauss 1962 σ.σ. 134-163). Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αποδώσουμε με ακρίβεια το δομικό ρόλο του μυθικού στοιχείου στην κοινωνία, στις κοινωνικές σχέσεις και στην ιδεολογία που τις περιβάλλει.
Εξάλλου, το μυθικό στοιχείο προσδιορίζεται επίσης ως ένα πρόσκαιρο σύστημα που συνδυάζει τις ιδιότητες της γλώσσας και του λόγου, μιλά για ένα γεγονός που έχει γίνει, για μία δομή που αυτά τα γεγονότα έχουν δημιουργήσει, δομώντας μία εσωτερική αξία στο μύθο. Όμως εξασκώντας μία δομική ανάλυση σε ένα μύθο, μιας φυλής, μιας κάστας ή ενός έθνους, τότε θα έχουμε μία συνιστώσα, ουσιαστικά δύο διαστάσεων. Αν θεωρήσουμε διάφορες εκδοχές του ίδιου μύθου, για το ίδιο κοινωνικό περιβάλλον, τότε θα έχουμε ένα τρισδιάστατο σχήμα. Αν θέλουμε να κάνουμε διάφορες συγκρίσεις, τότε οι διαστάσεις αυξάνονται τόσο πολύ που δεν μπορούμε να μελετήσουμε τις εσωτερικές σχέσεις του. Το τοπίο ξεκαθαρίζει όταν κατανοήσουμε την ελικοειδή πορεία ανάπτυξης του μύθου, η οποία χαρακτηρίζεται από μία συνέχεια, ενώ η δομή του χαρακτηρίζεται από την ασυνέχεια. Έτσι ανάμεσα στη γλώσσα και στο λόγο, το μυθικό στοιχείο είναι σαν το κρύσταλλο ανάμεσα σε δύο φυσικά περιβάλλοντα, από τη μία έχουμε τη στατιστική των δομικών του στοιχείων και από την άλλη τη δομή τους, που πρέπει να λάβουμε και τα δύο υπόψη μας, για μια πλήρη μελέτη του, δηλαδή τις διαφορετικές εκφάνσεις του μυθικού στοιχείου μέσα στο παγκόσμιο αφηγηματικό σύμπαν(19) (Levi Strauss 1974 σ.σ. 237-265).
Πολύ ενδιαφέρον έχει η θεώρηση, πάλι του Levi Strauss, διότι, όπως θα δούμε αυτή σχετίζεται με τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. «Θεωρούμε, στην πραγματικότητα, ότι οι πραγματικές δομικές ενότητες που φτιάχνουν το μύθο δεν έχουν ιδιότητες, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση, καμιά επαφή, μεταξύ τους, αλλά πακέτα σχέσεων και μόνο με τη μορφή συνδυασμών αυτών των πακέτων οι δομικές ενότητες αποκτούν μία σημαινομένη λειτουργία. Σχέσεις που έρχονται από το ίδιο πακέτο μπορούν να εμφανιστούν σε απομακρυσμένα διαστήματα, όταν τις βλέπουμε με τη διαχρονική άποψη, αλλά, αν θέλουμε να τις επαναθέσουμε στη «φυσική» ομάδα, πετυχαίνουμε συγχρόνως να οργανώσουμε ένα μύθο, σύμφωνα με τις λειτουργίες ενός συστήματος αναφοράς, πρόσκαιρου, ενός νέου τύπου και το οποίο ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αρχικής υπόθεσης. Αυτό το σύστημα έχει, στην πραγματικότητα, δύο διαστάσεις: τη διαχρονική και τη συγχρονική, ενώνοντας έτσι τις χαρακτηριστικές ιδιότητες της γλώσσας και του λόγου» (Levi Strauss 1974 σ. 242). Βλέπουμε, στη διαχρονική διάσταση αυτό το ταξίδι του μυθικού στοιχείου, το οποίο υποθέσαμε σε αυτή την εργασία. Αν, τώρα, θέλουμε να θέσουμε αυτό το σύστημα με έναν κάπως διαφορετικό τρόπο, δηλαδή σαν ένα κείμενο, σύνολο σημείων, που διαπερνά τις τέχνες, τότε αυτή διαχρονικότητα έχει να κάνει με την ανάπτυξη του μυθικού στοιχείου μέσα στον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει περισσότερα στο κεφάλαιο «Performance, μια θεώρηση μέσα στην Τέχνη», σε αυτή την εργασία, ειδικά το τελευταίο μέρος του που φτάνει σε ένα συμπέρασμα ως προς αυτή τη θεώρηση, συνδυάζοντας τη θεωρία του Noam Chomsky).
Τέλος, να αναφέρω τη συγκριτική μελέτη του Levi Strauss για τους μύθους των πουλιών που τραγουδούν, μέσα από διαφορετικές εκδοχές τους. Σε μία ανάλογη μελέτη με αυτή του Προπ ή του Γεράση (βλέπε Βιβλιογραφία Προπ και Γεράσης 1979), έχουμε εδώ ένα μύθο που μεταλλάσσεται, από τον Καναδά μέχρι την Βραζιλία, φτιάχνοντας ένα μυθολογικό σύμπαν, πλούσια πηγή για καλλιτεχνικές δημιουργίες όπως και για τη μελέτη αυτών των κοινωνιών, των διατροφικών συνήθειων τους, των τελετουργιών τους, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να φτιάξει ένα αφηγηματικό άτλαντα, μέσα από αυτές τις μυθικές αφηγήσεις (Levi Strauss 1964, σ.σ. 306-324).
Το μυθικό στοιχείο, εδώ είναι πλέον ξεκάθαρο, μεταφέρει όχι μόνο το λόγο του αλλά και τον κρυμμένο ιστορικό λόγο που, μετά από έρευνα, μπορούμε εύκολα να ανακαλύψουμε. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ολοκληρώνεται η έρευνα του καλλιτέχνη που θα πρέπει να θεωρήσει την τέχνη σαν ένα μυθικό σύστημα.
Έχουμε αναλύσει το μύθο σε μυθικά στοιχεία και τη διαδρομή τους μέσα στην παγκόσμια ιστορία και μέσα στο παγκόσμιο αφηγηματικό σύμπαν. Έχουμε καταλήξει ότι ένας μύθος, ακόμα και ένα μυθικό στοιχείο δεν μπορεί να μείνει αναλλοίωτο, αλλά συνεχώς αλλάζει και το αφηγηματικό του φορτίο μεταβάλλεται συνεχώς. Επίσης έχουμε δείξει ποια μπορεί να είναι τα εργαλεία ανάλυσης, της δομικής ανάλυσης, για να βρούμε κάθε φορά την καταβολή αυτών των στοιχείων, από ποιους μύθους προέρχονται. Τίθεται τώρα το ερώτημα: Ποια είναι η χρησιμότητα αυτής της ανάλυσης για έναν καλλιτέχνη;
Σύμφωνα με τον Μποντλέρ, «ο άνθρωπος περνά από σύμβολα γύρω του αραδιασμένα που το θεωρούν με γνώριμες ματιές»(20). Τα σύμβολα πετάνε κλεφτές ματιές στον άνθρωπο, σα να το γνωρίζουν χρόνια, αυτός όμως, τι ξέρει από αυτά; Η ψευδαίσθηση, μέσα σε έναν κόσμο που έχει απομυθοποιήσει τα πάντα και έχει απαλλαγεί από ψευδαισθήσεις, η διατήρηση αυτής τη ψευδαίσθησης είναι η Τέχνη. Μέσα σε αυτό τον ψευδαισθησιακό κόσμο φωλιάζει το μυθικό στοιχείο, κρύβεται πολλές φορές και περιμένει να το ανακαλύψουν. Η γνώση, αυτό είναι που ψάχνουμε να βρούμε, δηλαδή το αληθινό, το οποίο «είναι χτισμένο σε άσπρο μάρμαρο», κατά το Boileau, δηλαδή αόρατο, και η αναζήτηση του ενός και μοναδικού αληθινού στοιχείου είναι ανέφικτη, μία ουτοπία(21). Έτσι μπορούμε να μιλάμε για τη διαισθητική γνώση που βρίσκεται μέσα από το σύμβολο: «Το σύμβολο ή καλύτερα ο συμβολισμός χαρακτηρίζει ολόκληρη την καλλιτεχνική-δημιουργική προσπάθεια» (Βιτσαξής σ. 137). Μετά τη στροφή του Χέγκελ και του Καντ στο αισθητικό, θα (ξανα)ανακαλύψουν ότι όλες οι τέχνες ξεκινούν από το σύμβολο. Εδώ ξεκινά μία πολύ μεγάλη κουβέντα που έχει δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι το τι είναι Τέχνη και η δεύτερη είναι πως προσδιορίζεται το ωραίο. Δε θα μπούμε ούτε στη μια ούτε στην άλλη, θεωρητικά προβλήματα που ακόμα δεν έχουν λυθεί και που ξεπερνούν το πλαίσιο αυτής της εργασίας. Εμάς μας ενδιαφέρει που βρίσκεται, μέσα στο καλλιτεχνικό σύμπαν, το σύμβολο και, κατ΄επέκταση, το μυθικό στοιχείο.
Ο μύθος είναι η γλώσσα του ανθρώπου που νιώθει τον εαυτό του να είναι εντελώς ένα με τον κόσμο, τμήμα του κόσμου, μία μορφή ανάμεσα στις μορφές του σύμπαντος, είναι συγχρόνως η πρώτη διάσπαση που συμβαίνει μέσα στον εαυτό του, η πρώτη πτήση του ψηλά που κάνει το πραγματικό μη πραγματικό, και τον αποσπάει από το περιβάλλον του και έτσι γίνεται η πηγή κάθε ποίησης και κάθε πολιτισμού, σύμφωνα με τον Dardel (Βιτσαξής σ. 147).
Η τέχνη δουλεύει σε μια πιο μικρή κλίμακα από την επιστήμη, η πρώτη λειτουργεί μεταφορικά ενώ η δεύτερη μετωνυμικά(22). Η Τέχνη βρίσκεται σε μία ενδιάμεση θέση, ανάμεσα στην επιστήμη και στην τεχνική. Σύμφωνα με το Levi Strauss: «Ολοκληρώνει τη σύνθεση των εσωτερικών ιδιοτήτων της και αυτών που την αναδεικνύουν σε ένα περιεχόμενο τόσο χωρικό όσο και πρόσκαιρο… Σύνθεση, ακριβώς ισορροπημένη από μία ή περισσότερες τεχνικές και φυσικές δομές και από ένα ή περισσότερα γεγονότα φυσικά ή κοινωνικά, το αισθητικό συναίσθημα έρχεται, από αυτή τη θεσμοθετημένη ένωση, μέσα από ένα αντικείμενο κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, κατά συνέπεια επίσης εικονικά από το θεατή που βρίσκει το δρόμο μέσα από το έργο Τέχνης, ανάμεσα στη δομή και στο γεγονός. Αυτή η ανάλυση απαιτεί πολλές παρατηρήσεις. Κατ΄αρχήν, μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα γιατί οι μύθοι μας φαίνονται συγχρόνως σα συστήματα αυθαίρετων σχέσεων και αντικειμένων αισθητικού περιεχομένου: στην πραγματικότητα, η δημιουργική πράξη που εγγράφει ο μύθος είναι συμμετρική και αντίστροφη από αυτήν που βρίσκουμε στις καταβολές του έργου τέχνης (…) Η τέχνη ξεκινά από το σύνολο (αντικείμενο και γεγονός), ο μύθος ξεκινά από μία δομή, από την οποία επιχειρεί τη δόμηση ενός συνόλου (αντικείμενο και γεγονός) (…) Η καλλιτεχνική, δημιουργική διαδικασία, μέσα στο πλαίσιο της αντίθεσης της δομής και του τυχαίου, ψάχνει το διάλογο είτε με το μοντέλο είτε με την ύλη είτε με το χρήστη.» (Levi Strauss 1962 σ.σ. 39-43).
Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να ορίσουμε την τέχνη σαν ένα μυθικό σύστημα και να δούμε ότι επιβάλλεται να κάνουμε σε αυτή την ίδια δομική ανάλυση, όπως περιγράψαμε πιο πάνω, για να μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το καλλιτεχνικό της κείμενο και να τοποθετήσουμε το έργο τέχνης σε ένα σημείο της ιστορίας της τέχνης ή να μπορέσουμε να κάνουμε την αντίστροφη πορεία, τη σύνθεση, φτιάχνοντας το δικό μας έργο τέχνης, την καλλιτεχνική μας πρόταση, αντιμετωπίζοντας ένα κοινωνικό, ιδεολογικό και ιστορικό περιεχόμενο. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα στο κεφάλαιο «Η διακειμενική αφήγηση», για να μπορέσουμε να ορίσουμε με ακρίβεια μία προτεινόμενη μεθοδολογία για την έρευνα.
Μαρ 21, 2021 0
Σεπ 11, 2019 0
Ιούν 10, 2019 0
Ιούν 12, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη