Οκτ 21, 2017 Κινηματογράφος 0
του Γιάννη Φραγκούλη
Στις 19/10/2017 στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μετά την ανάγνωση αυτής της κριτικής μπορείτε να διαβάσετε τις κριτικές των άλλων κριτικών κινηματογράφου που παρατίθενται μετά από αυτό το κείμενο.
Ένα ζευγάρι και ένας φίλος τους κάνουν παρέα σε ένα σπίτι. Βγάζουν τα προβλήματά τους και φαίνονται αυτά που αντιμετωπίζουν, κυρίως όμως ο αντίκτυπός τους στη δική τους σχέση. Οι δεσμοί διαρρηγνύονται σε τέτοιο βαθμό που θα πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις την αγάπη.
Ο Γιάννης Κορρές έχει δουλέψει σε έξι ταινίες ως βοηθός σκηνοθέτης από το 2010 μέχρι και το 2015. Έχει λοιπόν πείρα στον κινηματογράφο πριν να κάνει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, μεγάλου μήκους. Το σενάριό της είναι γραμμένο από τον ίδιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ένα φιλμικό έργο ενός δημιουργού εάν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποιες αρετές στην κινηματογραφική του αφήγηση.
Διαβάζοντας κανείς τη σύνοψη είναι σα να έχει δει όλη την ταινία. Τρία άτομα που κουβαλούν στην πλάτη τους όλο το βάρος του κόσμου. Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις: ο εγωπαθής, ο άντρας, ο Ντάνυ, που πιστεύει ότι είναι πολύ καλός για αυτό τον κόσμο, η απαισιόδοξη, η γυναίκα, η Στέλλα, που πιστεύει ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο καλός για αυτήν. Τελικά ο ωτακουστής, ο Αχιλλέας, ο οποίος ακούει τα προβλήματά τους κουτσοπίνοντας μαζί τους και καπνίζοντας τα τσιγάρα του.
Είναι κατανοητό ότι ο Αχιλλέας είμαστε εμείς, οι θεατές. Ακούει αυτά που το νεαρό ζευγάρι θέλει να μας πει. Τα παράπονά τους, αυτά που τους βασανίζουν, μέσα σε αυτά είναι και ο άλλος. Αυτός ο άλλος είναι η Στέλλα για τον Ντάνυ και ο Ντάνυ για τη Στέλλα. Καταλαβαίνουμε ότι αυτά που τους χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που τους ενώνουν. Είναι επίσης κατανοητό ότι υπάρχει τεράστιο έλλειμμα επικοινωνίας. Γιατί όμως είναι ακόμα μαζί; Γιατί τα έφτιαξαν και είναι ζευγάρι; Τι τράβηξε τον έναν στον άλλο; Μήπως μόνο η ερωτική πράξη;
Ερωτήματα που τίθενται και θα πρέπει να απαντηθούν αν αυτή η αφήγηση θα θέλει να θεμελιωθεί, όπως θα αφηγούμαστε σε ένα φίλο μας, μέσα σε μία καθημερινή συζήτηση. Κατά τη διάρκεια όλης της ταινίας το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ταιριάζουν στο ελάχιστο. Δεν μπορούμε όμως να καταλάβουμε γιατί. Κυρίως επειδή δε δίνονται στοιχεία του χαρακτήρα του ενός και του άλλου. Ακόμη, είναι εντελώς άγνωστη περιοχή τα κοινά σημεία, αυτά στα οποία αναφέρονται για να μπορέσουν να πουν ότι είναι ένα ζευγάρι μέσα στην κοινωνία.
Το ερωτικό στοιχείο απλά δεν υπάρχει. Ούτε στις μικρές και αδιόρατες επαφές τους, ούτε μέσα στο χώρο που ζουν, ούτε μας δείχνεται η ερωτική συνεύρεσή τους. Καταλαβαίνουμε ότι εκτός από την αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ τους είναι και η απουσία της ερωτικής απόλαυσης που κάνει τα πράγματα παράξενα, με άλλα λόγια ένα ζευγάρι που δεν μπορεί να είναι από καμία άποψη ένας οικογενειακός πυρήνας. Το σπίτι τους δεν έχει τίποτε από αυτούς, είναι ξένοι μέσα στο χώρο τους, ζουν μία άλλη ζωή που απλά δεν την ξέρουμε και δεν πρόκειται να τη μάθουμε ποτέ γιατί η ταινία δεν μπαίνει στον κόπο να μας τη συστήσει.
Η αφήγηση κάνει κύκλους γύρω από ένα σημείο, το οποίο θα μπορούσε να περιγράψει κανείς ως «αδυναμία επικοινωνίας και επαφής», κύκλους ομόκεντρους που δε βγάζουν πουθενά. Κατά συνέπεια η ταινία το μόνο που μπορεί να επικοινωνήσει με το θεατή είναι αυτό το αίτημα της μη επικοινωνίας, της μη επαφής. Τίποτε άλλο. Θέτει ερωτήματα για τα οποία δε δίνει τίποτε για να διερευνηθούν ή για να απαντήσουν οι θεατές. Κατά συνέπεια το φιλμικό κείμενο δε διαβάζεται.
Η μόνη αρετή της ταινίας είναι το μοντάζ. Πράγματι, οι σεκάνς είναι κομμένες έτσι που να μην κάνουν «κοιλιά» και να δημιουργούν το ελάχιστο ενδιαφέρον στο θεατή. «Κοιλιά» -και μάλιστα τεράστια- όμως έχει φροντίσει να κάνει το ίδιο το σενάριο. Η σκηνοθεσία είναι διαχειριστική, δηλαδή δεν τολμά να δείξει κάτι άλλο από αυτό που ακούγεται. Με απλές κινήσεις δείχνει αλλά δεν περιγράφει. Δεν εγγράφει συμπεριφορές, ούτε με κοντινά πλάνα, ούτε με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να αφηγηθούν. Οι υποκριτικές είναι «ξερές», χωρίς βάθος και διεξόδους σε κάτι άλλο που θα δώσει τροφή έστω στο φαντασιακό.
Η ταινία βουλιάζει και δεν μπορεί κανένας να τη σώσει. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της δε σκέφτηκε να κάνει ανάλυση των χαρακτήρων και, τελικά, να τους αναπτύξει έτσι ώστε να κάνει ένα ουμανιστικό έργο. Κάτι που δε θα ήταν μόνο ελληνικό, αλλά, πολύ περισσότερο, παγκόσμιο κείμενο. Το κακό είναι ότι στην παγκόσμια, αλλά και στην ελληνική, κινηματογραφία υπάρχουν πολλά παραδείγματα ουμανιστικού κινηματογράφου. Θα ήταν ενδιαφέρον ένα τέτοιο έργο στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Άρα ή δεν ήξερε ή δεν έκανε τον κόπο να διερευνήσει την ιστορία του κινηματογράφου, ελληνική ή ξένη, ως προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι έγινε ένα έργο χωρίς κανένα απολύτως κινηματογραφικό ενδιαφέρον.
Παρ’ όλα αυτά, το «Όντως Φιλιούνται;», ακριβώς όπως και το ομοειδές «Άφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου που είδαμε πρόσφατα, δεν μπορεί να ξεκολλήσει ένα περισσότερο εξυπνακίστικο παρά σπιρτόζικο σενάριο από την trendy κοινοτοπία. Αυτή μιας ταινίας η οποία αντιμετωπίζει τους ήρωές της με αυτοαναφορικό, σχεδόν αυτιστικό και στην ουσία επιδερμικό τρόπο, ποντάροντας στις χαριτωμένες εντυπώσεις και όχι στην κινηματογραφική ουσία… Περισσότερα
Το Όντως Φιλιούνται; είναι μια πολυλογάδικη, αλλά όχι φλύαρη κομεντί δωματίου, που ψάχνει την ταυτότητα δύο νέων παιδιών χωρίς προαποφασισμένο συμπέρασμα και, σεναριακά κυρίως, δοκιμάζεται από την επιλογή αυτή. Στο μεταξύ, λειτουργεί, χωρίς φανφάρες, ως χρονικό μιας γενιάς που δεν έχει προλάβει τα βρει τα γράδα της και αποτυπώνει τη σύγχυση με τρυφερότητα και ενδιαφέρον χιούμορ… Περισσότερα
Κλείνοντας δε στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας τους χαρακτήρες του στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, δεν καταφέρνει να μεταδώσει την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει η γενιά αυτή, πράγμα που σαφέστατα επηρεάζει τον τρόπο που σκέφτονται και δρουν. Προσπαθεί με χιούμορ να δικαιώσει πρόσωπα που ο ίδιος φαίνεται να γνωρίζει καλά, όμως οι χαλαροί του ρυθμοί και η βιαστική του δουλειά στο μοντάζ τελικά έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα… Περισσότερα
Με κωμικό timing που δεν είναι καθόλου προφανές, σκηνοθέτης ερμηνειών που κάνουν το νατουραλισμό μια έννοια με σημασία (τέλεια όμοιοι και αντίθετοι μαζί οι naturals Θανάσης Πετρόπουλος και η Ηρώ Μπέζου), πολύτιμη βοήθεια από το εξαιρετικό soundtrack με τη μουσική του The Boy και ιδέες που δεν εξαντλούν το «πειραγμένο» της ρομαντικής του κομεντί (σκηνή ανθολογίας η σκηνή με τη μάσκαρα), ο Γιάννης Κορρές δεν προσποιείται ότι έχει φτιάξει κάτι μεγαλύτερο από μια μικρή, απολαυστική ταινία που σε κρατάει κολημμένο στην καρέκλα σαν τσιχλόφουσκα που μολις έσκασε στο μάτι σου. Αντίθετα, κλείνει το ίδιο αυτό μάτι σε στερεότυπα και κλισέ, ελευθερώνει ισχυρές δόσεις ρεμιξαρισμένης ποπ αισθητικής και κυρίως συστήνεται με τη σιγουριά ενός δημιουργού που ακριβώς σαν τους ήρωές του θέλει να είναι ελεύθερος να θεωρεί κάθε τι το προβληματικό χαριτωμένο. Και ευτυχώς (και) το ανάποδο… Περισσότερα
Κατ’ εμέ το «Άφτερλωβ» είναι ανώτερο από τούτο εδώ το φιλμ, το οποίο μου φάνηκε λίιιιγο αμήχανο και σε αυτό συντελεί και το «γρήγορο» φινάλε του. Θα ήθελα επίσης λιγότερη κουβέντα των τριών που πίνουν μπάφους χωρίς να παίζουν pro και περισσότερα «επεισόδια» από τη ζωή των δύο νέων εραστών (χμ, δεν διευκρινίζεται αν τη στιγμή που τους πετυχαίνουμε το «έχουν» ήδη «κάνει» – μια απόπειρα αιδιολειχίας υπαινίσσεται). Όμως, ήμαρτον, μια χαρά ταινία είναι και όσοι την δουν τώρα που κατάφερε και πήρε διανομή, θα περάσουν σούπερ. Κορυφαία η σκηνή της ληστείας από τον Tesla (που τον υποδύεται ο Boy απολαυστικά, ο οποίος εννοείται ότι έχει γράψει και τη μουσική για το σάουντρακ) – πολύ γέλιο, μα να κάνει τον… Βαν Γκογκ ήρωά μας, Πικάσο;;; Ο Ντάνυ είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινείται η ιστορία, κατά βάση μέσα από τα δικά του μάτια «βλέπουμε» το θέμα «σχέσεις», σε αυτόν ανήκουν τα πολύ αστεία φλασμπάκ με τα διάφορα «τέλη μιας σχέσης» (με πιο αστείο εκείνο της τσεβδής κοπέλας με το άιλάινερ)… Περισσότερα
Εκεί ακριβώς ξεκινά και εκεί ακριβώς τελειώνει η ιστορία του κάθε Ντάνυ και της κάθε Στέλλας που πετυχαίνουμε καθημερινά στους δρόμους της πόλης, να κάθονται απέναντί μας στο μετρό, δίπλα μας στα μπαρ, να περνάνε από μπροστά μας στο δρόμο ή να είμαστε εμείς οι ίδιοι στη θέση τους και οι οποίοι προσπαθούν να ορίσουν τι θέλουν, τι έχουν, πώς φιλιέται, πώς αγαπιέται και εν τέλει πώς καυλώνει ο νέος κόσμος σε αυτή την Αθήνα που του δόθηκε. Το «Όντως φιλιούνται;» είναι μια ταινία που εγείρει όλη αυτή την κουβέντα μετά την προβολή του και αυτό δεν είναι κάτι που προκύπτει από πολλές σύγχρονες ελληνικές ταινίες… Περισσότερα
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα παρθενική σκηνοθετική απόπειρα που θέλει να την αντιμετωπίσουμε σοβαρά και ας είναι κωμωδία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το soundtrack της ταινίας που περιλαμβάνει το ομώνυμο κομμάτι από την Δεσποινίς Τρίχρωμη, αλλά και τη μουσική που υπογράφει ο “The Boy”, -Αλέξανδρος Βούλγαρης… Περισσότερα
Και το κακό, βέβαια, είναι ότι όλα αυτά δεν κατατείνουν πουθενά. Θα μπορούσε, φυσικά, κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο: η προσωπογραφία μιας νιότης χωρίς πυξίδα και σαφή όνειρα ή σκοπό. Δυστυχώς, όμως, στο σινεμά, ακόμη και η εγωκεντρική ασάφεια μιας τέτοιας νεολαίας χρειάζεται βαρβάτο τιμόνι και μπούσουλα για να μην θαλασσοπνιγεί στο πανί. Όπως το «FrancesHa», του Μπάουμπαχ, ας πούμε. Που εξωτερικά ήταν επίσης χύμα, μα έβγαζε χυμούς και ουσία. Η ταινία θα προβάλλεται αποκλειστικά στο «Άστορ»… Περισσότερα
Δεν ξέρω τι άλλο να πω για το «Όντως Φιλιούνται;». Θεωρώ άστοχο το να δοκιμάζονται νέοι κινηματογραφιστές με έργα που δηλώνουν μια σαφή σεναριακή αμηχανία. Σεβαστά τα «πειράματα», όμως δεν έχουν θέση στην κινηματογραφική αίθουσα με εμπορικές βλέψεις. Τα ίδια είχα πει και το 2004 για το «Κλαις;»του Αλέξανδρου Βούλγαρη (το οποίο, έστω, είχε ένα θαυμάσιο εύρημα για φινάλε). Κι όπως φαίνεται, βρισκόμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο… Περισσότερα
Υπάρχουν στιγμές που η ταινία θα δοκιμάσει την υπομονή σας με τις υπερβολές στα διαλογικά μέρη, αλλά θα σε στιγμές θα σας κάνει να γελάσετε ή να χαμογελάσετε (όπως με την παρουσία του The Boy σε ρόλο ληστή), ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί το δικό μας, εντελώς ελληνικό αντίστοιχο του mumblecore… Περισσότερα
Μια ταινία για τη γενιά που πλησιάζει τα τριάντα, με τους προβληματισμούς και τα βάσανά της διανθισμένη με αρκετό χιούμορ. Ο θεατής τη βλέπει με ευχαρίστηση, τη ρουφάει, δεν τον κουράζει ούτε στιγμή. Αφήστε δε που οι τρεις πρωταγωνιστές είναι απολαυστικοί, αποπνέουν νιάτα και ομορφιά και, κατ’ επέκταση, αισιοδοξία!.. Περισσότερα
Η ταινία, χρησιμοποιώντας τον Ντάνυ ως κεντρικό χαρακτήρα και τις κωμικοτραγικές καταστάσεις στις οποίες συχνά βρίσκεται – ή δημιουργεί – επιχειρεί να μιλήσει για αυτή τη γενιά, με το χιούμορ που της αρμόζει και την κατανόηση που της αξίζει… Περισσότερα
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κορρές
Σενάριο: Γιάννης Κορρές
Φωτογραφία: Αλέξης Πηλός
Μοντάζ: Ιωάννα Παγιαντζή
Μουσική: The Boy
Παραγωγοί: Αλέξης Πηλός
Παίζουν: Θανάσης Πετρόπουλος (Ντάνυ), Ηρώ Μπέζου (Στέλλα), Όμηρος Πουλάκης (Αχιλλέας), Αλέξανδρος Βούλγαρης (Τέσλα), Κατερίνα Παπανδρέου, Γιολάντα Καλογεροπούλου, Κατερίνα Ζησούδη, Γεωργίνα Λιώση
Χώρα παραγωγής: Ελλάδα
Έτος παραγωγής: 2016
Γλώσσα: ελληνικά
Διάρκεια: 74΄
Είδος: δράμα
Ημερομηνία εξόδου: 19/10/2017
Εταιρεία διανομής: Astor Cinema.
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά: διαβάστε εδώ.
Για να βρείτε που παίζεται η ταινία πηγαίνετε εδώ.
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη