Αυγ 30, 2015 Κινηματογράφος 0
Εδώ υπάρχει ένας άντρας, ένας μεγάλος σκηνοθέτης και ένας σπουδαίος άνθρωπος, για τον οποίο η νεκρολογία δεν έχει ακόμα γραφτεί, μία φορά για πάντα. Εάν οι παλιές ιστορίες είναι αληθινές, σχετικά με τα φαντάσματα και τις χαμένες ψυχές, οι οποίες υπάρχουν στον περιβάλλοντα χώρο για να κλείσουν τις ανοιχτές υποθέσεις, ο Orson Welles θα πρέπει να μείνει μαζί μας, κουνώντας τις αλυσίδες του και θρηνώντας για δύο λόγους: επειδή οι περισσότεροι από εμάς έχουμε αντιληφθεί λάθος ή δεν έχουμε καταλάβει την πορεία της κινηματογραφικής του καριέρας και λόγω του ότι το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων των ταινιών για τις οποίες κάποιοι έχουν εκφρασθεί με τα καλύτερα λόγια, έχει δεσμευτεί με νομικό τρόπο, μετά το θάνατό του.
Φαντάσματα δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν πολλές λυπητερές κραυγές που προκαλούν το ενδιαφέρον για μία καλύτερη κατανόηση της κληρονομιάς του Welles, αν και δε μένουν μόνο στις εικασίες. Το ενδιαφέρον για την προβολή των ταινιών του που δεν έχουμε δει θα μπορούσε να υπερεκτιμηθεί. Όπως βλέπουμε στην αξιόλογη ταινία ντοκιμαντέρ «Orson Welles: the one man band», του Vassili Silovic, 1996, υπάρχουν πάρα πολλές εργασίες σε αρχεία, παρατημένες και ξεχασμένες εξαιτίας των κληρονομικών υποθέσεων του Welles. Κάποιες είναι πιο γοητευτικές απ’τις άλλες, οι περισσότερες είναι κωδικοποιημένες απ’το όνομα του δημιουργού, έτσι όπως τον αποκαλούμε, ως auteur, ενώ άλλες είναι ασυνήθιστες σχετικά με τον τρόπο που προσπαθούν να μετατρέψουν δυναμικά τον τρόπο κατανόηση της δημιουργικής του πορείας.
Θα ήταν τυπικό να αξιολογήσουμε τις εργασίες του Jean-Luc Godard και του Howard Hawks, δεν θα προσέδιδε κάτι καινούργιο αφού θα εστιάζαμε σε ταινίες που βρίσκονται στο επίσημο χώρο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως οι ταινίες που έχουν βραβευτεί απ’την Ακαδημία Κινηματογράφου των ΗΠΑ και αυτές που έχουν προβληθεί σε διάφορα φεστιβάλ. Είναι λογικό να καταλάβουμε ότι οι δομημένες κρίσεις δεν μπορούν να δημιουργηθούν στις σκιές και στο περιθώριο της έρευνας για την καριέρα του Welles, εάν αυτά είναι περιορισμένου ενδιαφέροντος.
Ας δούμε ένα περιορισμένο αριθμό από ταινίες του Orson Welles που δεν έχουν τόσο προβληθεί ή δεν έχουν προβληθεί ποτέ:
Ο Welles έδειξε δύο αποσπάσματα αυτής της ταινίας το 1975 σε μία εκδήλωση προς τιμή του με θέμα το πλέον γνωστό κινηματογραφικό του έργο που είχε διοργανώσει το American Film Institute, υπάρχει ακόμη μία τρίτη ταινία, το ντοκιμαντέρ «One man band». Αναφέρεται στην ιστορία του διάσημου διευθυντή καλλιτεχνικού πρακτορείου, του Jake Hannaford, ο John Huston έκανε μία προσέγγιση το 1970, στην προσπάθεια να γίνει μία φιλόδοξη, προσωπική και περίπλοκη καλλιτεχνική ταινία, αντίθετα με το κλίμα αυτής της εποχής, την ασφυκτική κολακεία και το σκεπτικισμό του τύπου, και το δυσλειτουργικό σύστημα του Χόλιγουντ.
Κάποιος μπορεί να δει αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτή την ταινία. Αυτή η πολύ φιλόδοξη παραγωγή, μία αναφορά στον έρωτα, συγκρίσιμη με το τρίπτυχο του Sergei Eisenstein «Ivan the terrible» (1945/1958), με το «Playtime» (1967), του Jacques Tati, με το «The big red one» (1980), του Samuel Fuller, ή, ακόμη, το «Don Quixote» (1970-1976), του Welles. Τα αποσπάσματα δείχνουν ένα παράξενο, απόκοσμο και σχεδόν ριζοσπαστικό έργο, η πολυπλοκότητα του οποίου υπαινίσσεται το σπασμένο μοντάζ και το ύφος του «F for fake» (1973). Το τι θα μπορούσε να περιείχε επί πλέον και τι θα έκανε στο μοντάζ ο Welles, μόνο κάποια λίγα άτομα θα ξέρουν με βεβαιότητα, στενοί φίλοι του όπως οι Gary Graver και Peter Bogdanovich θα μπορούσαν να μας μιλήσουν για το πως θα ήταν η ταινία στην τελική μορφή της. Σύμφωνα με τον κινηματογραφιστή Curtis Harrington, ο οποίος ήταν ηθοποιός στην ταινία, «είχαν όλα γυριστεί, απλά θα έπρεπε να γίνει το τελικό μοντάζ, η επεξεργασία του ήχου, η τελική μορφή της μουσικής και όλη η παραγωγή θα είχε τελειώσει». Μεταξύ των ταινιών που δεν κυκλοφόρησαν αυτή είναι πιθανόν η πιο αναμενόμενη.
Ο Welles απολάμβανε την εμπειρία στην κινηματογράφηση του «Filming Othello» (1978) τόσο πολύ που ήθελε να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση με ένα παρόμοιο σχέδιο που εστίαζε στη μεταφορά του Κάφκα, της «Δίκης», το 1962. Χρησιμοποιώντας κάμερα 16 mm και φιλμ έγχρωμο αντεστραμμένο, ο Graver κινηματογράφησε το Welles στη διάλεξή του στους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, το 1981. Η παραγωγή δεν ολοκληρώθηκε αφού ο Welles πέθανε το 1985. Τα γυρίσματα της πανεπιστημιακής διάλεξης ενώθηκαν μεταξύ τους και με το επίσημο τρέιλερ της ταινίας «The trial» (1962), αυτή η ταινία παρουσιάστηκε στο Filmmuseum Munich, σε μία έκδοση των 82 λεπτών.
«The deep»: το αφήγημα αυτής της ταινίας, από ένα μυθιστόρημα του Charles Williams, χρησιμοποιήθηκε για το θρίλερ «Dead calm», του Phillip Noyce, 1989, ένας ξένος, που ισχυριζόταν ότι είχε επιβιώσει από ένα ναυάγιο, συνάντησε ένα ζευγάρι στο γιοτ τους, αλλά όταν ο σύζυγος ερεύνησε την ιστορία του επισκέπτη τους και ανακάλυψε την αλήθεια η γυναίκα του δολοφονήθηκε και αυτός δέχθηκε έναν άλλο επιζώντα, πιθανότατα τόσο επικίνδυνο όσο και ο πρώτος. Ο ενθουσιασμός του Welles για την παραγωγή, μίας απ’τις πιο καθαρά εμπορικές από τότε που λειτούργησε σαν ανεξάρτητος, ήταν τέτοιος που είχε πει ότι βρισκόταν σε παρακμή από τότε που ο ηθοποιός του Laurence Harvey έπασχε από καρκίνο στο στομάχι, το 1973. Ήταν ένα καλό στοίχημα, ο Welles πρόσβλεπε σε κέρδη απ’την ταινία «The deep», κάτι που θα του έδινε δύναμη για την παραγωγή της «The other side of the wind», έτσι αυτή η ταινία σχεδόν ολοκληρώθηκε, κάτι που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για αυτήν και να μην περιοριστεί στα κυκλώματα αναβίωσης των ταινιών, υπό μορφή ρετροσπεκτίβας, όπου μπορεί να βρει το ακροατήριό της.
Ο Welles αγάπησε τον Isak Dinesen, του οποίου οι αναμνήσεις θα είναι η βάση για τη βραβευμένη ταινία «Out of Africa», του Sydney Pollack, 1985. Προσάρμοσε στην κινηματογραφική γλώσσα το μυθιστόρημά του, «The Immortal story» (1968). Κινηματογράφησε ένα μέρος των «Dreamers» κατά τη διάρκεια τριών χρόνων, νωρίς τη δεκαετία του 1980. Μία εκδοχή είναι ότι κινηματογράφησε κάποιες σκηνές, 20 λεπτά συνολικά, ως ένα τεστ, με τη σκέψη ότι θα επανέλθει αργότερα, με έναν καλύτερο προϋπολογισμό. Χωρίς άλλο κείμενο ή χωρίς να έχουμε διαβάσει την ιστορία, τα αποσπάσματα φαίνονται παράξενα ως αφήγηση, έχουν ενδιαφέρον μόνο για τους ερευνητές του Welles, αλλά είναι ένα παράδειγμα του ταλέντου του να ξυπνά το συναίσθημα, με τον ελάχιστο προϋπολογισμό.
Αυτή είναι μία παράξενη περίπτωση. Η ταινία του Welles, του 1969, είναι η τέταρτη μεταφορά σεξπιρικού έργου, το οποίο σήμερα έχει ολοκληρωθεί, μέσα στην τηλεοπτική παραγωγή «Orson’s bag», αλλά δύο από τα τρία μέρη της μουσικής είχαν κλαπεί και δεν αποκαταστάθηκαν. Αργότερα κινηματογράφησε το περίφημο «hath not a Jew eyes», ομιλία χωρίς μέικαπ, θεατρικό παίξιμο, αυτή η ηθοποιία, με άλλα κομμάτια σα γέφυρα από το «The merchant of Venice» χρησιμοποιήθηκαν για την ταινία ντοκιμαντέρ «One man band».
Ακόμη μία άλλη περίεργη περίπτωση, εδώ έχει γίνει θεατρικό και ερασιτεχνικό γύρισμα σε βίντεο. Αλλά έχει «χαθεί», σε μεγαλύτερο βαθμό απ’αυτά που δεν έχουμε δει. Πιθανότατα ο «Don Quixote» υπάρχει στην ταινία «The other side of the wind», η παραγωγή όπου ο Welles αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην αγάπη και στο πάθος. Ξεκίνησε τα γυρίσματα το 1952 και σχεδίαζε την παραγωγή μέχρι το 1985, λίγο πριν απ’το θάνατό του. Έχουμε να κάνουμε με την απόπειρα της ανανέωσης της αφήγησης του Don Quixote, μπερδεμένη όπως και η παραγωγή της ίδιας της ταινίας. Αρκεί να πούμε ότι, με κάποιο θαυμαστό τρόπο, ποτέ δε βρήκαμε κάτι που να έχει να κάνει με το «Don Quixote», έτσι όπως ο Welles το ήθελε, μέχρι που το 1992 έγινε μία παράξενη και παράδοξη προσέγγιση απ’τον Ισπανό σκηνοθέτη Jesus (Jess) Franco.
Υπάρχει μία μεγαλύτερη υπόθεση πλέον. Η ταινία ντοκιμαντέρ του Vassili Silovic, «Orson Welles: the one man band»(1995) περιέχει σκηνές απ’την τηλεοπτική σειρά «Orson bag»: ο Welles σε μία σκηνή για τους αλαζονικούς Βρετανούς ράπτες, μία άλλη που παίζει πολλαπλούς ρόλους: έναν αστυνομικό του Λονδίνου που τραγουδά το «One-man band», τον πραγματικό one man band, ένα άσχημο στερεότυπο ενός Κινέζου ιδιοκτήτη στριπτιζάδικου και μία γριά γυναίκα που πουλά βιολέτες και βρώμικες ταξιδιωτικές κάρτες.
Ο Welles ερμηνεύει τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και κάνει πρόβα στο «Moby Dick». Φιλοξενείται στο δικό του σώου, μικρό σε διάρκεια, με επισκέπτες τους Muppets, τον Burt Reynolds, την Angie Dickinson.
Ταινίες που δεν έχουν γίνει, που δεν έχουν ολοκληρωθεί, που έχουν αφεθεί, όλα αυτά πριν την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «Citizen Kane» (1941) και πριν τη περίφημη ραδιοφωνική του εκπομπή «War of the worlds», ηχογράφησε την αφήγηση στη «The Spanish earth», του Joris Ivens, 1937, η οποία απορρίφτηκε για να επικρατήσει μία του Ernest Hemingway. Άλλες ανολοκλήρωτες και μη πραγματοποιημένες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης μίας μεταφοράς του «Heart of darkness», του Joseph Conrad, αρκετές ταινίες βασισμένες στη λογοτεχνία, όπως πάνω στο Shakespeare και το «Έγκλημα και τιμωρία», το «The landru story», το οποίο θα το σκηνοθετούσε ο Chaplin, με σεναριογράφο το Welles, όπως το πολύ καλό «Monsieur Verdoux» (1947), του Charles Chaplin και πολλά άλλα είναι ένα δείγμα των απέλπιδων εργασιών του.
Το 2002, το Showtime, ένα αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο, δέχτηκε, υπό την πίεση της Oja Kodar, σύντροφο του Welles στο τελευταίο κομμάτι της ζωής του και ηθοποιό σε πολλές απ’τις ταινίες του, και του Graver, φίλο του Welles και κινηματογραφιστή σε ταινίες του, τη δεκαετία του 1970 και του 1980, να δείξει την ταινία «The other side of the wind», η οποία είχε ολοκληρωθεί. Ήδη όμως απ’τον Αύγουστο η Beatrice Welles-Smith, η κόρη του Orson, ήταν εμπόδιο στην προσπάθεια, προβάλλοντας τα συγγενικά πνευματικά δικαιώματα, σοβαρό εμπόδιο για αυτούς που θέλουν να προσφέρουν αλλά δεν έχουν τον τρόπο και τα χρήματα για να το διεκδικήσουν.
Ευτυχώς μία πλευρά της καριέρας του είχε ικανοποιητικά καταγραφθεί, οι ταινίες που ολοκλήρωσε, στις ΗΠΑ ή αλλού. Θα μπορούσαμε να ξαναπούμε τις γνωστές ιστορίες για τη γέννηση, την παραγωγή και την αποδοχή του «Citizen Kane» και την απογοητευτική τραγωδία της καταστροφής των «The magnificent Ambersons» (1942), αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερο ο αναγνώστης να αναλάβει να φτιάξει τη δική του ιστορία που θα εστιάσει σε αυτό το κομμάτι του κινηματογράφου και σε αυτό το τμήμα της πολιτιστικής μας ιστορίας, έτσι ώστε να το συγκρίνει με τις υπόλοιπες ταινίες.
Αυτό το μακάβριο, πλαδαρό, και εξαιρετικά διασκεδαστικό θρίλερ, μία παραγωγή με την οποία ο Welles ήθελε να ισορροπήσει την οικονομική αποτυχία της Marcury Production, με τη «Around the world», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, με δεδομένη την κόντρα με την Columbia, τα διοικητικά στελέχη της αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη λογική του μοντάζ της Viola Lawrence, για να «σώσουν» την ταινία. Οι εικόνες είναι γεμάτες με ενδείξεις απ’την ανάμιξη των στούντιο: Τα επιδέξια πλάνα και οι σεκάνς διακόπτονται από παράξενα κοντινά, αναμφίβολα συρρικνώνουν και την τελευταία λαμπρότητα σε κάθε όψη των ηθοποιών, της Rita Hayworth και του Orson Welles, η φωτογραφία έτσι φτιαγμένη οδηγεί στην αποτυχία της πολιτικής του στούντιο.
Ο James Naremore, στην περιγραφή του και στις σημειώσεις της Columbia, αναφέρει ότι ένα εκπαιδευμένο μάτι μπορεί εύκολα να διακρίνει ποια πλάνα ακολουθούν την αισθητική του Welles και ποια είναι ένα «απελευθερωμένο κιτς». Εκτός απ’αυτές τις αλλαγές, η ταινία ξέφυγε απ’τα χέρια του Welles πριν να βρεθεί μία καλή μουσική, έτσι ο συνθέτης Heinz Roemheld, ο οποίος συνεργαζόταν με την Columbia, έγραψε τη μουσική, η οποία αντιμετώπισε τα παράπονα του Welles, όπως αναφέρονται σε σημείωμά του στην εταιρεία, που εστίαζαν στο ότι δεν ακολουθεί η μουσική τη ροή της εικόνας σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι ο θεατής μπορεί να δει μία ταινία κατά το 75% είναι του Welles και κατά 40 έως 50% της εταιρείας παραγωγής.
Κάποιοι κινηματογραφιστές είχαν ως είδωλό τους το Shakespeare τόσο πολύ όσο και ο Welles, όμως αυτός ήταν ο πρώτος απ’τους ήδη αναγνωρισμένους σκηνοθέτες που έθεσε ζητήματα σχετικά με την αξιοπιστία της αληθοφανούς μεταφοράς των έργων του. Η ριζοσπαστική θέση του σχετικά με την εργασία στο Bard βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για αυτές τις εκστατικές και σύγχρονες μεταφορές όπως ο «King Lear», του Jean-Luc Godard, 1987, ή του «Titus», του Julie Taymor, 1999, και «Hamlet», του Michael Almereyda, 2000. Η ταινία του «Othello» γυρίστηκε «στον αέρα», μέσα σε μία χρονική περίοδο αρκετών ετών, ανάμεσα στο Μαρόκο και την Ιταλία και είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας δείκτης του χαρακτήρα της κινηματογραφίας του, εκτός των αμερικάνικων στούντιο: κάνει μία ταινία με ελάχιστα ή καθόλου μέσα, αλλά την ολοκληρώνει. Είναι η ευκαιρία να δούμε το ταλέντο του στο ελίσσεται: μπορεί να κάνει δύο απ’τις μεγαλύτερες αμερικάνικες ταινίες, «Citizen Kane» και «The magnificent Ambersons», στην ιστορία του Χόλιγουντ και πολλές παγκόσμιες επιτυχίες, πρακτικά χωρίς λεφτά, εκτός ΗΠΑ, αλλάζοντας το συνεργείο, ανάλογα στη χώρα στην οποία δούλευε, με την ίδια επιτυχία.
Γνωστή και με τον τίτλο «Confidential report», εδώ ο Welles κάνει ένα θρίλερ με διεθνείς διαστάσεις, σαν ένα μωσαϊκό, αλλά είναι ένα διαμάντι. Ξεκινά με αυτό που είναι ο κεντρικός του χαρακτήρας και ερευνά τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναπτύξει την κινηματογραφική του ιστορία. Αυτό όμως που θα δούμε εδώ είναι η ανάγκη για κάτι περισσότερο τόσο στην εγγραφή του ήχου, όσο στους ηθοποιούς και στα κινηματογραφικά κοψίματα. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη, κάτι που δε συνηθίζεται στο στιλ του Welles. Το θέμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όταν ανακαλύψουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές της ταινίας, η κάθε μία εντελώς διαφορετική τόσο που είναι άλλη ηθοποιία και άλλη αφήγηση.
Ένα θέμα που έρχεται απ’το Francois Truffaut, ο οποίος πίστευε ότι ο Welles έκανε Κάφκα με τόση ψυχραιμία και ευλάβεια όση θα έπρεπε να είχε ένα θεατρικό σχήμα που κάνει Shakespeare. Ακόμη, ο Joseph McBride διέκρινε ότι η ταινία του Alfred Hitchcock, «The wrong man», βασισμένη σε αληθινή ιστορία, είναι πιο κοντά στην κινηματογραφική προσέγγιση του Φρανζ Κάφκα, παρά η αυτή του Welles όπου μπορείς να διακρίνεις την αμεσότητα. Όπως συνέβη και με τη σπουδή στο Shakespeare, η ιδέα της αληθοφανούς προσέγγισης παραμερίστηκε, άρα θα πρέπει να δούμε αυτή την ταινία έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Φυσικά ένα δεδομένο είναι η εξέλιξη του μέσου. Αυτή η ταινία μπορούμε να πούμε ότι είναι η πιο ευχάριστη απ’αυτές του Welles, ίσως επειδή είναι απ’τις λίγες που μπορούμε να τη δούμε σήμερα στην πρωτότυπη μορφή της. Ο κλασικός εξπρεσιονιστικός εφιάλτης έχει στο κέντρο του τον Anthony Perkins, ένα ανορθόδοξος ήρωας για τον Welles, αλλά ένα τέλειο θύμα για τις ραδιουργίες της ταινίας. Ο σκηνοθέτης ισορροπεί ανάμεσα στα μεγάλα σε διάρκεια στατικά πλάνα και στις εξίσου μεγάλες σε διάρκεια σεκάνς, αλλά και με τα κλειστοφοβικά κοντινά πλάνα, τα γρήγορα και δύσκολα κοψίματα, για να εμβολίσει στην ιστορία την αίσθηση της απώλειας, την απομόνωσης και ίσως της ελευθερίας, πάντα σε σχέση με το έγκλημα που είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Δεν θα ασχοληθούμε με το «Macbeth» (1948), του Welles, χαμηλότερη σε ποιότητα εργασία του, πάντως γοητευτική και αποτελεσματική, θα μιλούσαμε για την ποιητικότητα στην ηθοποιία του ως Φαλστάφ και για τον αγώνα του με το κείμενο: δεν το είχε σκοπό να κάνει μία πιστή μεταφορά ενός κειμένου, να βγάλει απ’τη δημιουργία τη δική του πινελιά. Σε αυτή την ταινία, όπως στον «Othello», όλα γυρνούν γύρω απ’τον Shakespeare και μεταβιβάζονται στον Welles στιγμιαία. Οι προσπάθειές του να αποδώσει το σεξπιρικό κείμενο στον κινηματογράφο ήταν συνειδητά πιο φαντασιακές, θα μπορούσαμε να το φανταστούμε να έλεγε: «Σκέφτομαι ότι ο Shakespeare θα ήθελε ένα κοντινό εδώ». Η ταινία του Branagh, «Henry V» (1989) έχει ξεκάθαρα επιρροές απ’αυτή την ταινία του Welles, ειδικά στις σκηνές μάχης στο λασπωμένο τοπίο, αλλά οι προσπάθειές του στις «Hamlet» (1996) και «Love’s labour lost» (2000) αντανακλά το πνεύμα αυτού του σκηνοθέτη που θέλει να αποφύγει τον πειραματισμό και να κοροϊδέψει τις προσπάθειες άλλων προς αυτή την κατεύθυνση. Η ταινία του Welles είναι γήινη, ωμή, ανακατεμένη, γεμάτη συναίσθημα, ενώ ο «Henry V», του Branagh, είναι βεβαίως γήινος, σχετικά όμως με τη δουλειά του Welles, όχι σε σχέση με το κείμενο του Shakespeare. Θα πρέπει να είναι αυτό που ο Βρετανός θεατρικός ήθελε να αποδώσει, αλλά εδώ ο Welles το «μεταφράζει» όμορφα στην κινηματογραφική γλώσσα.
Αυτή είναι η ταινία που πολλοί κινηματογραφόφιλοι την ανακάλυψαν στις ιδιωτικές προβολές στο σπίτι τους τυχαία και, μετά απ’αυτή την ανακάλυψη, δεν μπορούν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους. Η παραγωγή είναι όμοια με την ταινία ντοκιμαντέρ του Francois Reichenbach για το μεγάλο καλλιτέχνη Elmyr de Hory, ο οποίος βιογραφήθηκε απ’τον Clifford Irving. Όταν ο Irving, απρόσμενα, αποδείχτηκε το ίδιο κατεργάρης όσο και Elmyr, τα ονόματα των οποίων «μπερδεύονται» στην ταινία, ο Welles που, εκείνη την εποχή ήταν στην Ίμπιζα, στην Ισπανία, ξεκίνησε αυτή την παραγωγή και δημιούργησε ένα μοντέλο ταινίας-δοκίμιο με ίντριγκα. Η παραγωγή κόλλησε, αν και σε αυτή υπήρχαν οι τσαρλατάνοι, οι ψεύτες, αυτοί που συγχωρούν, ακριβώς όπως και στη ζωή και στην καριέρα του Orson Welles.
Σε αυτή την ταινία έχουμε την τύχη να μελετήσουμε από πρώτο χέρι, με δεδομένα την ομιλία του ίδιου του σκηνοθέτη, με στοιχεία για την κινηματογραφία του που ο ίδιος δίνει, σε σχέση πάντα με τον πολύ μεγάλο ποιητή, το Shakespeare. Παράλληλα μπορούμε να πάρουμε μία ιδέα για τις χαμένες εργασίες του Welles και να συμπληρώσουμε έτσι τα κενά στην κατανόηση της κινηματογραφίας του.
Το μεγαλείο του Welles και των εικόνων του, καθώς και οποιεσδήποτε αμφιβολίες μπορεί να έχουμε γι’αυτόν, φαίνονται ότι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν έννοιες όπως σπουδαιότητα και επικά χαρακτηριστικά σε όλους τους τομείς: μία περιθωριακή, πρακτικά, προσωπικότητα, που υψώνει τη φωνή της, που δίνει νόημα σε ηθοποιίες, οι οποίες αντανακλούν αξίες της ζωής του ανθρώπου. Παίρνει ρίσκα, βουτά στον πειραματισμό.
Αφήνει χώρο στην ποιητική δημοσιογραφία για να εξισορροπήσει την πραγματικότητα με την απόδοσή της απ’τον κάθε καλλιτέχνη. Στην προσπάθειά του να κάνει αυτό που θέλει, ως δημιουργός ταινιών, τίθεται στο περιθώριο της οικονομικής ζωής στο Χόλιγουντ, υποφέρει απ’τον αποκλεισμό του απ’τις χρηματοδοτήσεις ή από το μπλοκάρισμα των παραγωγών που είχαν ήδη ξεκινήσει. Όλο το έργο του Welles θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία αποθήκη ιδεών, αισθητικών προτάσεων, αφηγηματικών μοτίβων για τους νεότερους κινηματογραφιστές.
Γιάννης Φραγκούλης
Μαρ 12, 2022 0
Απρ 09, 2021 0
Μαρ 27, 2021 0
Μαρ 14, 2021 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη