Δεκ 10, 2019 Κινηματογράφος 0
Η Λουκία Ρικάκη, με τη δεύτερη ταινία της «Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις», ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αυτή όπως και η ταινία του Αντώνη Κόκκινου, «Τέλος εποχής», ξεπέρασαν το φράγμα των 100.000 εισιτηρίων και συγχρόνως μίκρυναν τη απόσταση της πρώτης σε εισιτήρια ελληνικής και ξένης ταινίας. Δε συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ούτε προσέτρεξε στη βοήθεια κάποιου παραγωγού. Μόνη της παραγωγός, σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος κατάφερε να κάνει μία ταινία που άλλοι αγάπησαν και άλλοι της γύρισαν την πλάτη. Ως ελληνίδα όμως σκηνοθέτης, που έκανε μία καλή εμπορική ταινία, κάποιος θα έχει πολλά να συζητήσει μαζί της. Πράγματι η συζήτηση με τη Λουκία Ρικάκη αποδείχτηκε γόνιμη. Ορισμένα σημεία της ταινίας ξεκαθάρισαν, ανάμεσα σε αυτά η σχέση της ταινίας με τη μουσική και την ποίηση και, εκ του μακρόθεν, με την ιστορία.
Η ταινία σας, «Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις» πήγε πολύ καλά στα εισιτήρια. Ήταν η πρώτη φορά που ελληνική ταινία έκοψε τόσα εισιτήρια, εδώ και πολλά χρόνια. Τι αποκομίσατε από αυτό το ταξίδι, από αυτή την επαφή με τον κόσμο;
Ακολουθήσαμε την ταινία στο ταξίδι σε όλη την Ελλάδα, μοιραστήκαμε με το κοινό τις απόψεις του, τι τους άρεσε, τι δεν τους άρεσε. Πριν να κάνουμε την ταινία μας προβλημάτιζε ποιος και γιατί θα τη δει, είχαμε πάντα στο μυαλό μας το θεατή και, ίσως, να έχει δει και το κοινό ότι καταφέραμε να κάνουμε ένα διάλογο, κατ’αρχήν με τα εισιτήρια και με τις επισκέψεις που κάναμε στις επαρχιακές πόλεις, συνοδεύοντας την ταινία, όπου αποκτήσαμε μία επαφή με το κοινό. Είδαμε ότι ο κόσμος ήταν πολύ τολμηρός για να πει τη γνώμη του, να εκφραστεί ελεύθερα και, για εμάς, αυτό είναι εξαιρετικά πολύτιμο να δούμε την ταινία που φτιάξαμε τι μπορεί να προκαλέσει, τι μπορεί να κάνει, πως μπορεί να επικοινωνήσει. Μέσα από αυτό το ταξίδι καταλάβαμε ότι οι πόλεις της επαρχίας συμπεριφέρονται πολλές φορές περισσότερο ως κέντρο, με την έννοια του πολιτισμού, παρά η Αθήνα. Και αυτό είναι πολύτιμο. Η δουλειά που γίνεται στην επαρχία σπάνια τη συναντά κάποιος στην Αθήνα, μέσα στη συνολική κόπωση και τον απελπιστικό ρυθμό, στον οποίο υποβαλλόμαστε.
Ας μιλήσουμε λίγο για την ταινία σας.
Είναι μία ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις, μία ερωτική ιστορία, μέσα από τη διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνία επιτίθεται στις ανθρώπινες σχέσεις, σε εμάς σα μονάδες, μας θέλει ανθρώπους πιθανόν που να μη διαμορφώνουμε σοβαρές και ισχυρές σχέσεις, είτε αυτές είναι στο επάγγελμα είτε είναι στην προσωπική ζωή, γιατί, αν μου επιτρέπετε να τολμήσω μία κοινωνική παρατήρηση πάνω σε αυτό, ενδεχομένως αν αυτό το κάνουμε δεν είμαστε τόσο εύκολοι δέκτες να καταναλώνουμε αυτό που θέλει η σύγχρονη κοινωνία, να καταναλώνουμε, είτε αυτό λέγεται τηλεόραση είτε είναι άλλα προϊόντα που άλλα μπορεί να μη μας χρειάζονται καθόλου και άλλα να μας χρειάζονται, ενώ όταν καταφέρνουμε να έχουμε σχέσεις και να σχηματίζουμε μικρούς κοινωνικούς πυρήνες, γινόμαστε πιο απαιτητικά άτομα, δεν καταναλώνουμε με την ίδια ευκολία τα ίδια πράγματα. Είναι μία κοινωνία που μας θέλει να κάνουμε μοναχικές πορείες για να πετύχουμε την καταξίωση, το χρήμα, δεν ξέρω τι μπορεί να είναι αυτό και συχνά σε αυτό το ρυθμό που ακολουθούμε δε βλέπουμε, δίπλα μας πολλές φορές πατάμε σε πρόσωπα και πράγματα, δεν αφιερώνουμε το χρόνο για να αφουγκραστούμε τι συμβαίνει. Έτσι οδηγούμαστε σε πολλές παρεξηγήσεις στις σχέσεις μας, στην επικοινωνία μας. Θελήσαμε πάνω σε αυτόν τον προβληματισμό να δούμε τι θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα σύγχρονο ζευγάρι που έχει ζήσει κάποια χρόνια μαζί και που αναγκαστικά βιώνει όλα αυτά τα σημάδια των καιρών, αυτά που έχουν επηρεάσει τις σχέσεις τους και τους έχουν οδηγήσει σε κρίση, σε μία παρεξήγηση, για το πόσο ένας επικοινωνεί την αγάπη του στον άλλο. Έτσι ξεκινά η ταινία μου, για να αναζητήσει αυτό το ζευγάρι, κάποιες συναντήσεις με τρίτα πρόσωπα που θα μπουν στη ζωή τους και, μέσα από αυτούς, θα επιχειρήσουν να δουν ξανά και το χαρακτήρα και τις σχέσεις που είχαν.
Η ταινία, μπορούμε να πούμε, κοιτάζει το παρελθόν και το μέλλον αυτών των σχέσεων;
Η ταινία δεν καταπιάνεται με το να καταγράψει με το τι συνέβαινε πριν, ο καθένας το έχει ή δεν το έχει υπόψη του. Η ταινία καταγράφει το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Οι νύξεις που κάνει για πράγματα, που μπορεί να συμβαίνουν στο παρελθόν, έχουν να κάνουν με τις ανησυχίες που έχουν οι άνθρωποι αυτοί, οι ήρωες, που, κυρίως ο ένας από αυτούς, ο Στέφανος ο μουσικός, που δίνει κάποιες συναυλίες στην Ελλάδα, σε τοπία που τον ερεθίζουν και για την αισθητική -πέρα από την ιστορία τους- έχει μία ανησυχία πέρα από το πώς θα είναι ο ήχος κτήμα όλου του κόσμου, αλλά και για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ελληνική ιστορία, την ελληνική παράδοση και πως αυτό θα είναι αποκαλυπτικό, όπως και κάποιες αξίες που μπορεί μέσα στον άλλογο ρυθμό μας να μην τις βλέπουμε, να είναι λυτρωτικές και πολύτιμες, για να φτιάξει κανείς το χαρακτήρα του. Κυρίως όμως η ταινία συναντά και καταγράφει τους ανθρώπους, όπως ζουν τη ζωή τους, στη σύγχρονη εποχή.
Είναι ένα θέμα επίκαιρο και στην ελληνική κοινωνία.
Βρήκαμε ότι είναι ένα θέμα που μας αφορά, ότι ο καθένας έχει διάφορες διαδρομές για να μπορεί να ακολουθήσει την πορεία τους, κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί πέρα από ότι είχα εγώ στο μυαλό μου ή πως είχα σχεδιάσει τον έναν ή τον άλλο ρόλο, ορισμένες φορές είναι αποκαλυπτικό να δει κανείς, να παρακολουθεί τις πορείες των τεσσάρων ηρώων, σα θεατής, και βέβαια να δίνει τις δικές του ερμηνείες. Συχνά υπάρχει μία αναζήτηση, μέσα στο τέλμα που βιώνουμε, μία λύση ή ένα μήνυμα, τι κάνουμε.
Τίθεται όμως το ερώτημα: τι είχαν αυτοί μέσα τους, ποια είναι η κινητήρια δύναμή τους για να δουν αυτά τα πράγματα;
Νομίζω ότι η κινητήρια δύναμη που συναντούμε στο ζευγάρι, πέρα από τις ευαισθησίες που είχαν κάποια στιγμή, ήταν το τέλμα, η κρίση. Αυτό τους έκανε να αναζητήσουν κάτι άλλο. Από αυτή την κρίση αναζήτησαν, μέχρι να ξανααπασχοληθούν με το τι μπορεί να κάνουν με τη σχέση τους, κάποιες συναντήσεις με τρίτους ανθρώπους. Ο μεν άντρας έκανε μία σχέση με μία κοπέλα και η γυναίκα με έναν άντρα, δε λέω διαφορετικές αφετηρίες και τρόπους. Περισσότερο ήταν ένα ταξίδι που έκαναν για να βρουν τον εαυτό τους, ήταν μοχλός, αφορμή αυτά τα τρίτα πρόσωπα που εμφανίστηκαν, τους έδωσαν τη δυνατότητα να δουν τον εαυτό τους, μέσα από ότι πήραν, απρόσιτα πράγματα, τα είδαν διαφορετικά. Καμιά φορά μπορεί οι συναντήσεις μας με άλλα πρόσωπα, είτε κάνουμε σχέσεις μαζί τους είτε όχι, μπορεί να μας ανοίξουν, αν εμείς είμαστε έτοιμοι, τον ορίζοντά μας.
Ο τίτλος, «Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις», είναι λίγο παράξενος, γιατί το βάλατε;
Είναι τέσσερις οι πρωταγωνιστές που μπλέκονται μεταξύ τους. Επίσης, καθώς η ταινία έχει να κάνει πολύ με τη μουσική και με τη μουσικότητα που υπάρχει στην ερωτική συμπεριφορά μας -και αυτό το υπογραμμίζει η μουσική και ένας από αυτούς είναι μουσικός-, είναι προφανέστατο ότι θα οδηγούμαστε σε ένα μουσικό τίτλο. Είναι και τέσσερα τα άτομα και το κουαρτέτο παίζει μέσα σημαντικό ρόλο, είναι το ερωτικό θέμα της ταινίας, το γράφει ειδικά ο Στέφανος για να το χαρίσει στην Αλεξάνδρα.
Ο Ξενάκις είναι ένας Έλληνας που ζει στο εξωτερικό, μήπως η προσωπικότητά του σας έδωσε κάποια στοιχεία για να φτιάξετε την ταινία;
Κάνετε πολύ καλά που ρωτάτε για τον Ξενάκι. Αυτός ήταν το σπέρμα αυτής της ιδέας. Πρώτος αυτός έχει κάνει στην Ελλάδα τέτοιου είδους κοντσέρτα σε χώρους μη συναυλιακούς. Αυτό το χαρακτήρα τον εμπνεύστηκα έχοντας παρακολουθήσει συναυλίες του Ξενάκι και γνωρίζοντας κάποιους ανθρώπους που είναι και συνεργάτες του Ξενάκι και που τους απασχολεί αυτό ακριβώς το ερώτημα: Πως ο ήχος μπορεί να είναι κτήμα του καθένα; Κάποια στιγμή λέει ο Στέφανος, σε κάποια ατάκα: «Θέλω ο κόσμος που θα έρχεται στις συναυλίες μου να μπορεί ο καθένας να κλέψει ό,τι θέλει από τη μουσική μου, ανάλογα με τις αναζητήσεις, τις επιθυμίες του, τα μυστικά του, να καθίσει όπου θέλει, να δει τη συναυλία από όποια πλευρά θέλει, να την ακούσει σε σχέση με το τοπίο». Είναι άνθρωποι που αναζητούν την πιο «δημοκρατική» λειτουργία του ήχου, με την έννοια ότι δε χρειάζεται να είσαι σε μία συγκεκριμένη τάξη για να πας στο Μέγαρο, για να μπορέσεις να εκτιμήσεις τη μουσική. Ο Ξενάκις ήταν πίσω από αυτό το χαρακτήρα, μόνο που η μουσική, ο ήχος με τον οποίο καταπιάνεται αυτή η ομάδα είναι πολύ εξελιγμένος για να κάνει τη μουσική πληροφορική, αυτοί πιστεύουν ότι είναι ο ήχος του μέλλοντος, αλλά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο αυτό να παντρευτεί σε μία ταινία. Για ένα διάστημα σκεφτόμουν αν τα κοντσέρτα του Στέφανου θα πρέπει να ήταν πιο προκλητικά και από την άποψη του ήχου, αλλά επέλεξα ένα δρόμο πιο ρομαντικό. Είναι ενιαίο το ύφος της μουσικής της ταινίας, με μία μουσική δυτική που παντρεύτηκε με μουσικά στοιχεία ελληνικά, βυζαντινά και, πιστεύω, πετύχαμε έναν πολιτιστικό διάλογο πάνω εκεί.
Χρησιμοποιήσατε στίχους του Παλαμά, για ποιο λόγο;
Μου αρέσει η ποίηση, μου αρέσει ότι έχει να κάνει με το πώς κανείς καταγράφει την έμπνευσή του στο χαρτί. Η λογοτεχνία θεωρώ ότι είναι η μεγαλύτερη τέχνη, πολύ ζηλεύω που δεν μπορώ να είμαι συγγραφέας, κάποια στιγμή θα τα καταφέρω. Στον Παλαμά οδηγηθήκαμε γιατί ήθελα να μείνω στους πιο παλιούς, όχι γιατί δεν έχουμε τώρα καλούς, έχουμε πολλούς αξιόλογους. Βρήκαμε στους συγκεκριμένους στίχους του Παλαμά κάποια στοιχεία που απαντούσαν στα ερωτήματα που είχαμε και εμείς σχετικά με το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η τέχνη αυτή τη στιγμή. Ο Παλαμάς στο «Δωδεκάλογο του γύφτου», γιατί από εκεί είναι το απόσπασμα, το έχει γράψει πριν από 100 χρόνια και όμως φαίνεται να τον απασχολεί τι μπορεί να κάνει ο γύφτος, που είναι ο καλλιτέχνης, με το εργαλείο του, το βιολί, για να πει κάποια πράγματα, να προκαλέσει κάποια πράγματα. Στον «Αναστάσιμο λόγο» ο Παλαμάς σα να ανακτά κάποια αισιοδοξία και να πιστεύει ότι πραγματικά η τέχνη μπορεί, το μουσικό βιολί «να κυλήσει την πρώτη πλάκα και μέσα από εκεί να βγει η Αγάπη σαν πρωτόπλαστη και μετά τη δεύτερη πλάκα», γιατί όλοι είμαστε σε ένα λήθαργο, «να βγει η μητέρα πατρίδα», με την έννοια ότι μητέρα, οικογένεια, ανήκουν σε μία πατρίδα «που ανασταίνεται τρισεύαστη μέσα στα σεβαστά», υπάρχει ένας σεβασμός για αυτή την έννοια και εγώ έχω πολύ συχνά την αίσθηση ότι δε θέλουμε να αναμετρηθούμε με αυτές τις έννοιες στην καθημερινότητα και τις χλευάζουμε. Όταν πια η Τέχνη κυλά την τρίτη πλάκα, τότε από τον τάφο βγαίνουν οι θεοί δημιουργοί, ο δημιουργός μπορεί σε κάποια φάση να είναι και Θεός, με την έννοια του να δημιουργήσει κάποια πράγματα από την αρχή. Στο τέλος τολμά έναν ύμνο στην αγάπη προκαλώντας τα περιβόλια να ανοίξουν και να υμνήσουν τη κοσμοπλάστρα μουσική.
Επιλέξατε αυτό το απόσπασμα και το «Κοντσέρτο» παίχτηκε στην Πελοπόννησο…
Πρώτα πέσαμε πάνω σε αυτό το απόσπασμα του «Αναστάσιμου λόγου» και επιλέξαμε να είναι το κείμενο για το «Κοντσέρτο των ιερών», όπως το ονομάσαμε, που δίνετε στη Στεμνίτσα, που ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας, το 1821, για τρεις ημέρες, σε ένα μαγευτικό τοπίο και που το επιλέγει ο Στέφανος και για την ιστορία του. Μετά είπαμε να αναζητήσουμε και τους υπόλοιπους στίχους του Παλαμά και, πραγματικά, στο «Δωδεκάλογο» βρεθήκαμε πολύ κοντά στον προβληματισμό μας και στα τοπία που είχαμε διαλέξει βρήκαμε τους υπόλοιπους στίχους.
Πιστεύετε ότι η ταινία μπορεί να λειτουργήσει ως ένας πομπός κάποιων μηνυμάτων, να δώσει κάποιες απαντήσεις, ενδεχομένως;
Δεν πιστεύω ότι μία ταινία μπορεί να απαντήσει, ελάχιστα πράγματα ίσως μπορεί να απαντηθούν, απλώς μπορεί να θέσει πράγματα, μπορεί να ανοίξει κάποια παράθυρα του μυαλού, της φαντασίας και να μας βοηθήσει για να ψάξουμε τις απαντήσεις ο καθένας για τον εαυτό του. Η ταινία δεν έχει στόχο να βγάλει ένα μήνυμα, έναν απόστολο για το τι πρέπει να κάνουμε, στην προκειμένη περίπτωση, γιατί νομίζω ότι θα ήταν αφελές να το ζητήσεις.
Κάνατε λόγο για μία μοναχική πορεία. Σε αυτή τη μοναχική πορεία ποιοι σας συνέδραμαν και ποιοι ήταν τα εμπόδιά σας;
Δε νομίζω ότι υπάρχει πορεία που να μην είναι μοναχική για τον καθένα μας. Απλώς καμία φορά διασκεδάζουμε αυτή τη μοναξιά νομίζοντας ότι υπάρχουν και άλλοι. Με βοήθησαν όλοι αυτοί που δούλεψαν στην ταινία, μοιράστηκαν μαζί μου αυτό το όραμα και χρειάστηκε να κάνουν και ειδικό κόπο μαζί μου. Δουλέψαμε πολύ και σε βάθος μερικά πράγματα που μας άγγιξαν. Αυτοί ήταν οι σύμμαχοί μου, όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι γύρω από εμάς ήταν πολύ επιθετικοί, γιατί ίσως είχαν αντιληφθεί ότι οι ομάδες είναι επικίνδυνες. Από την άλλη, όταν θέλεις να στήσεις μία ταινία χρειάζεται κάποιες σοβαρές σχέσεις με τους συνεργάτες που να μοιράζονται τα ίδια πράγματα, που δε σημαίνει ότι θα συμφωνούν απαραίτητα, αλλά που να έχουν την ίδια ανησυχία. Ήμουν τυχερή γιατί βρήκα αυτούς τους συνεργάτες.
Οι θεατές φτάνουν στο επιφαινόμενο, στις ερωτικές σκηνές ή υπάρχει και μία άλλη ανάγνωση της ταινίας;
Δεν μπορώ να ξέρω. Οι θεατές κάνουν απίθανα πολύπλοκες διαδρομές, βλέποντας μία ταινία. Αυτό που με εντυπωσίασε, ακούγοντας τους θεατές σε διάφορες πόλεις, τις χιλιάδες αναγνώσεις που μπορεί να κάνει κανείς, πολύ πλούσιες, πολύ περίπλοκες. Αν συμβαίνει η ταινία να αφυπνίζει κάποια κομμάτια της φαντασίας, τότε αυτό για εμένα είναι τεράστιο κέρδος. Επίσης όταν βλέπω να βρισκόμαστε με τους θεατές σε κάποια πράγματα που για εμένα είναι υπαινικτικά, τα έχω βάλει για να λύσω κάποια προβλήματα με τον εαυτό μου και με την αισθητική μου, είναι αποκαλυπτική στιγμή γιατί επικοινωνούν οι θεατές με ότι έχει γίνει. Ελάχιστοι είναι οι θεατές που, παγιδευμένοι από μία μερίδα του Τύπου που όταν δει γυμνό το προβάλλει, μείνανε εκεί. Οι θεατές κάτι βρίσκουν, παγιδεύονται, θέλουν να παγιδευτούν και κολλάνε εκεί. Αυτό φαίνεται στη συζήτηση που γίνεται μετά: οι περισσότεροι κάθονται με τις ώρες και το χρόνο τον καθορίζει η αντοχή των αιθουσαρχών. Υπάρχει βέβαια ένας κίνδυνος γιατί όταν έχεις δει μία ταινία και την κουβεντιάζεις με τις ώρες… Εγώ θέλω όταν δω μία ταινία να πάω μετά σπίτι μου και να τη σκέφτομαι το βράδυ, το επόμενο πρωί.
*Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έξορμηση», την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 1995.
Απρ 14, 2022 0
Μαρ 06, 2022 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη