Το φυντανάκι: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Την παράσταση του θεατρικού έργου «Το φυντανάκι», του Παντελή Χορν, είδαμε στο Ανοιχτό Θέατρο Συκεών Μάνος Κατράκης, στα Μερκούρεια. Μια παραγωγή των θεατρικών εργαστηρίων «Μελίνα Μερκούρη»-Κεντρική Σκηνή του Δήμου Νεάπολης-Συκεών.
Στις αρχές της δεκαετίας του1920, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, στην Πλάκα, ο Γιάγκος και η Τούλα θα ερωτευτούν. Εκείνη είναι μια φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου της περιοχής. Ο Γιάγκος, κουτσαβάκης και άνεργος, σύντομα θα προδώσει τον έρωτά τους για τα μάτια της προκλητικής Εύας. Αυτή μπορεί να του εξασφαλίσει με τις γνωριμίες της, μία καλύτερη ζωή. Η Τούλα όμως είναι έγκυος και, το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει θα οδηγήσει αυτή και τον πατέρα της, σε αποφάσεις τραγικές για τη ζωή και των δύο.
Η παράσταση «ανέβηκε» από ερασιτέχνες ηθοποιούς υπό την καθοδήγηση και διδασκαλεία του Σταμάτη Στάμογλου. Η είσοδος ήταν χωρίς εισιτήριο για το κοινό. Ο λόγος ήταν τουλάχιστον οι δημότες του Δήμου Νεάπολης-Συκεών να δουν τη δουλειά του εργαστηρίου, των «δικών μας παιδιών», όπως είπε ο Δήμαρχος Σίμος Δανιηλίδης. Έχοντας δεν την παράσταση, «Το φυντανάκι», και προσπαθώντας να την αξιολογήσω όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, μπορώ να πω ότι δεν είχε να ζηλέψει από επαγγελματικές παραστάσεις.
Το έργο είναι δύσκολο. Δεν είναι ούτε ρεαλισμός ούτε ηθογραφία. Βρίσκεται ανάμεσα στα δύο. Ο Παντελής Χορν θέλει να κάνει μια κριτική στην ελληνική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Κάνει ένα έργο που φαινομενικά ηθογραφεί. Με την πρώτη ανάγνωσή του αποτυπώνει ρεαλιστικά την κοινωνία της εποχής του. Όμως ξέρει πολύ καλά, ως λογοτέχνης, ότι μπορεί να ελίσσει το λόγο του. Ως ήρωας του πολέμου για την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία των εναπομεινάντων εδαφών, έχει υψηλό φρόνημα και αγάπη για την πατρίδα του. Άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι υπόγεια δυναμιτίζει τα θεμέλια της κοινωνίας της πατρίδας του, με «Το φυντανάκι».
Έχει όμως το δικαίωμα να κριτικάρει τα ήθη της σύγχρονής του κοινωνίας και το κάνει. Μάλιστα, αυτή η κριτική ήταν τόσο εύστοχη και αποτελεσματική που κατάφερε δύο πράγματα: Το πρώτο ήταν ο πόλεμος των λογοτεχνών και θεατρικών συγγραφέων της εποχής του. Ήθελαν να υπήρχε ο στρογγυλωμένος λόγος, ενώ ο Χορν έβαλε «Το φυντανάκι» να έχει λόγο που υπονοεί. Το δεύτερο ήταν η εύστοχη κριτική που είναι διαχρονική. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι δυστυχώς η κοινωνία της χώρας μας ελάχιστα έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα. Για αυτό όμως δεν «φταίει» ο Παντελής Χορν.
Έχουμε λοιπόν ένα άρτιο θεατρικό κείμενο που βρίσκεται ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ηθογραφία. Πόσο ανάμεσα όμως; Και, αν θέλουμε να κάνουμε τη δική μας παράφραση, ως σκηνοθεσία, υπάρχει περίπτωση να το καταστρέψουμε; Δύο ερωτήματα που, λογικά, βασάνισαν το σκηνοθέτη της παράστασης. Από ότι μας είπε ένα μεγάλο μέρος των προβών έγινε σε εποχή covid, άρα εξ αποστάσεως. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δύσκολος ο έλεγχος των κινήσεων και των συμπεριφορών των ηθοποιών, από τη μεριά του. Και όμως, τα κατάφερε μια χαρά. Όχι μόνο αυτός αλλά όλη η ομάδα, αφού η δημιουργία αυτής της παράστασης είναι συλλογική εργασία. Μια ανάγνωση των συντελεστών θα σας πείσει.
Το σκηνικό είναι πολύ απλό. Μια αυλή και τέσσερεις πόρτες. Η μία μας οδηγεί στον έξω κόσμο, οι άλλες τρεις στα σπίτια που μένει η μία οικογένεια και τα άλλα τρία άτομα που πρωταγωνιστούν. Η αυλή, λοιπόν, είναι ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας. Είναι ένα απόλυτα ρεαλιστικό τοπίο. Ως μινιμαλισμός, όμως, υπονοεί. Σε αυτό το σημείο της αφήγησης ξεφεύγουμε από το ρεαλισμό και πάμε στο φαντασιακό. Σε μια δημιουργία του μυαλού του θεατή. Αυτός θα φτιάξει το δικό του κόσμο που περιβάλλει την αυλή, ξεκινώντας από «Το φυντανάκι». Θέλει όμως το χρόνο του.
Ο Σταμάτης Στάμογλου ξέρει πολύ καλά ότι θέλει χρόνο να διαβάσει τους χαρακτήρες. Έτσι αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην περιγραφή τους, όταν αυτό είναι αναγκαίο. Ουσιαστικά όταν τους συστήνει. Ξέρει επίσης ότι ο θεατής θέλει να έχει ένα ρυθμό, δηλαδή μια άρθρωση, αυτή η αφήγηση. Οι κινήσεις των ηθοποιών δίνουν αυτό το ρυθμό: Μπαίνουν και βγαίνουν από το σκηνικό χώρο με τέτοιο ρυθμό που να υπενθυμίζουν στο θεατή την παρουσία τους, ακόμη να φέρουν, με το σώμα τους, το θεατρικό κείμενο. Ο ρυθμός της σωματικής κίνησης είναι και ο τόνος της αφήγησης. Ακόμη, δίνει ένα ρυθμό στη δημιουργία του θεατή, στο μετακείμενο, αφού έχει δει μέρος ή το όλο της παράστασης.
Επίσης ο Σταμάτης Στάμογλου γνωρίζει ότι δεν πρέπει να έχει πράγματα που δε χρειάζονται. Θα κούραζε το θεατή, θα «έσπαγε» το ρυθμό, τέλος, θα έκανε δύσκολη την ανάγνωση του κειμένου. Δεν έβαλε κάτι που μπορείς να το αφαιρέσεις. Κάτι άχρηστο. Ήταν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο «Το φυντανάκι».
Οι ηθοποιοί, από τη μεριά τους έπαιξαν με απόλυτα φυσικό τρόπο. Δεν υπήρχαν οι υπερβολές και η θέληση να κάνουν κάτι που να μοιάζει με επαγγελματικούς θιάσους. Ήταν αυτοί και το έργο. Αυτός ο νατουραλισμός έδινε, σε όλο το παραστασιακό χρόνο, την αίσθηση του ρεαλισμού. Μικρές κινήσεις του σώματός τους μας οδηγούσαν στο αφηρημένο και απροσδιόριστο, δηλαδή στο κριτικό κείμενο που βρίσκεται πίσω από το ρεαλιστικό του Χορν. Έχασαν μόνο δύο φορές τα λόγια τους, ήταν ακριβείς στην ερμηνεία τους. Άρα, σε τι υπολείπονταν από έναν επαγγελματικό θίασο;
Μόνο το τραγούδι στο τέλος ήταν περιττό. Έδινε την αίσθηση του τραγικού, αλλά αυτό ήταν έκδηλο σε όλη την παράσταση. Η μουσική, σαν «χαλί», βοηθούσε να διατηρηθεί ο ρυθμός στα επιθυμητά επίπεδα.
Για να γίνουμε πιο σαφείς: Η ερμηνεία των ρόλων ήταν τέτοια που βρισκόταν ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ηθογραφία-φαντασιακό. Έτσι όπως έπαιζε η Τούλα, απέδιδε το τραγικό σε όλη του την ένταση και, συγχρόνως, το αμφισβητούσε. Δηλαδή προκαλούσε το θεατή να δει αυτά τα όρια του τραγικού, να ασκήσει την κριτική του. Ο κυρ. Αντώνης έτσι όπως μιλούσε και κινούσε το σώμα του ήταν ο κακόμοιρος και αυτός που ήθελα να βιώσει κάτι πιο καλό, πιο ευχάριστο. Ο Γιάγκος ήταν ο μάγκας και ο τρυφερός άντρας. Δήλωνε ότι έκανε κάτι που δεν ήθελε να το κάνει στην πραγματικότητα. Η Εύα έπαιζε τη μοιραία γυναίκα που καλοβλέπει το συμφέρον της, αλλά, από την άλλη, ήθελε να βιώσει τον πραγματικό έρωτα. Η φυσική γοητεία της ηθοποιού βοηθούσε πολύ σε αυτή την απόδοση. Η Τούλα ήταν αυτή, μαζί με τον κυρ. Αντώνη, που «τραβούσαν» το κείμενο, οι κινητήριες δυνάμεις που εξέλισσαν την αφήγηση. Οι υπόλοιποι πρόσθεταν όσα ακριβώς έπρεπε.
Με άλλα λόγια, ήταν μια παράσταση που κάλλιστα θα μπορούσε να περιοδέψει σε όλη την Ελλάδα. Τα γεωγραφικά όρια του Δήμου Νεάπολης-Συκεών είναι πολύ περιοριστικά για αυτήν. Το χειροκρότημα ήταν θερμό και τους άξιζε.
ΤΟ ΦΥΝΤΑΝΑΚΙ
Συγγραφέας: Παντελής Χορν
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Στάμογλου
Μουσική: Άννα-Χριστίνα Στάμογλου
Σκηνογραφία: Ο θίασος της Κεντρικής Σκηνής
Ενδυματολογία: Ο θίασος της Κεντρικής Σκηνής
Δημιουργικό αφίσας και πρόγραμμα: Αργυρή Τσιώμου
Παίζουν: Δημήτρης Μπατάκης (κυρ-Αντώνης), Γιωτα Καραβασίλη (Κατίνα), Γεωργία Αγγελίδου (Τούλα), Βενετία Στέμκα (Τούλα), Αργυρή Τσιώμου (Φρόσω), Μαριάννα Διαμαντοπούλου (Εύα), Στέφανος Παπακυριακίδης (Γιάγκος), Μιλτιάδης Παπαδόπουλος (Γιάγκος), Σταμάτης Στάμογλου (Γιαβρούσης), Παύλος Παυλίδης (θείος)
Παραγωγή: Δήμος Νεάπολης Συκεών-Θεατρικά Εργραστήρια «Μελίνα Μερκούρη»-Κεντρική Σκηνή
Θέατρο: Ανοιχτό Θέατρο Συκεών Μάνος Κατράκης
Ημερομηνία παράστασης: 1/9/2022.
Διαβάστε τις θεατρικές κριτικές που έχουμε δημοσιεύσει
Επιστροφή στο ευρετήριο άρθρων
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Σεπ 01, 2024 0
Σεπ 01, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Αυγ 10, 2024 0
Αυγ 10, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη