Απρ 06, 2021 Κινηματογράφος 0
Βραβευμένα ντοκιμαντέρ οι ταινίες | γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι αυτή η προβολή -έστω διαδικτυακά- βραβευμένων ντοκιμαντέρ σε Φεστιβάλ των Βαλκανίων είναι μία από τις πιο σημαντικές προβολές του Φεστιβάλ, του οποίου οι εργασίες τελειώνουν τον Ιούλιο.
Aπρόσμενες ιστορίες αγάπης, μία αναμέτρηση με την κορυφή του Έβερεστ, η σημερινή γενιά του Τσέρνομπιλ, η μακραίωνη κληρονομιά μιας άγνωστης μειονότητας που ζει τόσο κοντά μας, ένα αρχιτεκτονικό ταξίδι σε ένα εμβληματικό κτίριο.
Σπουδαία ντοκιμαντέρ που απέσπασαν διακρίσεις σε κινηματογραφικά φεστιβάλ της ευρύτερης γειτονιάς μας προβάλλονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του Φεστιβάλ online.filmfestival.gr. Σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Beldocs (Σερβία) και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Astra (Ρουμανία), στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Με την υποστήριξη του ευρωπαϊκού προγράμματος Media, παρουσιάστηκαν έξι ντοκιμαντέρ, τα οποία αγαπήθηκαν και βραβεύτηκαν στα δυο γειτονικά μας φεστιβάλ. Οι προβολές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο θα κορυφωθεί το καλοκαίρι (24 Ιουνίου – 4 Ιουλίου 2021) στους φυσικούς του χώρους, εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες, αλλά και online.
Μέχρι το καλοκαίρι, το Φεστιβάλ θα πραγματοποιεί προβολές online, κρατώντας ζωντανό τον δίαυλο επικοινωνίας του κοινού με το ντοκιμαντέρ.
Αυτές οι προβολές, όπως και πολλές ταινίες που έχουμε δει και σε αυτό το Φεστιβάλ, μας δυναμώνουν την αντίληψη ότι το ντοκιμαντέρ και η ταινία μυθοπλασίας δεν έχουν τεράστιες διαφορές. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ταινίες ντοκιμαντέρ.
Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα σε επόμενο σημείωμά μας. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι ότι το ντοκιμαντέρ έχει τη μυθοπλασία του, αυτούς που υποδύονται ένα ρόλο. Η μόνη διαφορά είναι ότι, στις ταινίες-ντοκιμαντέρ, αυτοί που υποδύονται τους ρόλους είναι τα πρόσωπα που έχουν ζήσει από πρώτο ή δεύτερο χέρι μία ιστορία.
Δεν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε έναν αυστηρό διαχωρισμό, αλλά να μιλάμε -και στις δύο περιπτώσεις- για κινηματογράφο. Κάνουμε μόνο μία υποσημείωση ότι η ανάπτυξη της μυθοπλασίας στο ντοκιμαντέρ είναι πιο δύσκολη από την ταινία μυθοπλασίας, αν δε θέλουμε να παραποιήσουμε την πραγματικότητα. Αυτό είδαμε στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Αντιστρέφοντας τη γνωστή ρήση, «όλα θα πάνε καλά», εδώ, στην ταινία των Helena Maksyom και Adrian Pirvu, «Όλα δεν θα πάνε καλά» («Everything will not be fine»), 2020, 82΄, συμπαραγωγή Ρουμανίας και Ουκρανίας, έχουμε ένα βιωματικό ταξίδι.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας έχει γεννηθεί σχεδόν τυφλός. Η αιτία είναι το ταξίδι της μητέρας του στην Ουκρανία, τότε που έγινε το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ. Όταν μία μακρόχρονη σχέση του τελειώνει, αποφασίζει να ταξιδέψει εκεί, στην αιτία του τραύματός του, για να βρει άλλους που έχουν παρόμοια προβλήματα με αυτόν, λόγω της ίδιας αιτίας.
Καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι πρόκειται για ένα βιωματικό ταξίδι που είναι μία προσπάθεια ψυχοθεραπείας. Εκεί θα γνωρίσει μία νεαρή Ουκρανή και θα την ερωτευτεί. Ένας έρωτας που ξεκινά από ένα τραύμα, μία υστερική κατάσταση, έχει, από την αρχή, ένα παραβατικό λόγο. Και οι δύο έχουν πρόβλημα υγείας.
Μπορεί αυτή η σχέση να έχει διάρκεια; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αυτονόητη: όχι! Πράγματι, μετά από λίγο χρονικό διάστημα η σχέση τους θα παγώσει. Γιατί όμως;
Μπορούμε να δούμε ότι όσο το ψυχολογικό τραύμα θεραπεύεται, συγχρόνως με την ιατρική ίαση, τόσο είναι δύσκολο να το δεις στον καθρέφτη. Δηλαδή, να δεις την προηγούμενη κατάστασή σου, όταν ήσουν σε απόγνωση. Αυτό συμβαίνει και με τους δύο νεαρούς.
Εμείς, βλέποντας την ταινία, μπορούμε να δούμε το τραύμα, πως αυτό παράγεται και ποιο λόγο εκφέρει. Ακόμη, πως αυτό γιατρεύεται και αλλάζει ριζικά το ψυχικό τοπίο, άρα και την εκφορά του λόγου.
Εξαιρετική ταινία που βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία της στο Διεθνές Φεστιβάλ Astra, το 2020, στη Ρουμανία, ως καλύτερη ρουμάνικη ταινία.
Ο Φλορίν είναι ένας Ρουμάνος ζητιάνος στη Σουηδία. Η Γιοζεφίν είναι μητέρα με δύο παιδιά που δεν έχει παντρευτεί. Βλέπει το Φλορίν να ζητιανεύει στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς της, τον πλησιάζει και τον ερωτεύεται.
Παντρεύονται και ζουν μαζί. Η ζωή τους κυλά αρμονικά μέχρι τη στιγμή που οι επιθυμίες της οικογένειας του Φλορίν μπερδεύονται στη ζωή τους. Σιγά σιγά απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο. Χωρίζουν και, μετά από ένα διάστημα ενώνονται ξανά.
Βλέποντας την ταινία στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτό που τους χωρίζει δεν είναι οι παράλογες επιθυμίες της οικογένειας στη Ρουμανία. Η αιτία είναι η νεύρωση του Φλορίν που είναι μεγάλη, από τη μία, κρατά αποστάσεις από την οικογένειά του, από την άλλη, θέλει να τους προστατεύσει, για να δείξει τον άλλο εαυτό του.
Αυτό το Υπερ-Εγώ του, ένα συνονθύλευμα ψυχικών νευρώσεων, θα έρθει να δέσει με την υπόγεια υστερία της Γιοζεφίν.
Αυτή έχει να θρέψει τα παιδιά της, εκ των οποίων το ένα έχει μία μικρή αναπηρία. Αποζητά την αποδοχή από τον άλλον, στην ουσία, όμως, θέλει να την αποδεχτεί ο Άλλος εαυτός της, αυτός που έχει δομήσει, μέσα από υστερίες, η ζωή της είναι γεμάτη από τραυματικές εμπειρίες.
Η ταινία περιγράφει όλο αυτό το σύμπλεγμα με μικρά αφηγήματα που έχουν την ιδιότητα της κίνησης. Δηλαδή, αυτές οι αφηγήσεις, οι οποίες είναι προϊόν νευρωσικών καταστάσεων, δημιουργούν την αφηγηματική εξέλιξη της ιστορίας.
Με πολύ απλό τρόπο, στην ταινία «Γιοζεφίν και Φλορίν» («Josefin & Florin»), σουηδική παραγωγή, 2019, 80΄, των Ellen Fiske και Joanna Karlberg, βλέπουμε τόσο το τραύμα στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, το σύμπλεγμα που από κοινού παράγεται, αλλά και την πολιτισμική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών.
Απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο ρουμάνικο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Astra, στη Ρουμανία, το 2020.
Η ταινία «Παρακαλώ μείνετε στη γραμμή σας» («Please hold the line»), 2020, 86΄, του Pavel Cuzuioc, αυστριακή παραγωγή, μας μεταφέρει σε ένα βαβυλωνικό τοπίο, μέσα στο οποίο ζούμε.
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί ένα συνεργείο που επισκευάζει επικοινωνιακά συστήματα, τηλέφωνα, διαδίκτυο, τηλεοράσεις, σε σπίτια ή επιχειρήσεις.
Μέσα από αυτές τις επισκέψεις θα δούμε το επικοινωνιακό χάος που υπάρχει στην κοινωνία μας. Ακόμα στο ίδιο σπίτι οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν ουσιαστικά. Όταν προσπαθούν να το κάνουν, παρατηρούμε ότι ο λόγος τους είναι χαοτικός.
Είναι εύκολο να δούμε την καταγραφή του λόγου είτε στο υστερικό είτε στο ψυχωτικό πεδίο. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση μπορούμε να δούμε τις εντάσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία, ποια είναι η πηγή τους, μέχρι που μπορούν να φτάσουν. Βλέπουμε την παραβατική συμπεριφορά εν τη γενέσει της.
Ενώ, φαινομενικά, τίποτε δε γίνεται, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, βλέπουμε να παράγεται ένα παζλ, μία τρομακτική εικόνα, η απεικόνιση ενός συλλογικού ψυχικού τραύματος.
Η αφήγηση της ταινίας είναι μία τεράστια εξίσωση, με τελεστές μικρής τιμής, στην οποία παράγεται ένα μεγάλο γενόμενο, το οποίο συρρικνώνεται σε μία μικρή τιμή, σε μία απλή διαπίστωση, που μας καλεί να τη δούμε και να παράξουμε το λόγο μας, άρα γίνεται ξανά μεγάλη, μέσα στο κοινωνικό πεδίο.
Αυτός ο αφηγηματικός ελιγμός δίνει ρυθμό στην ταινία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, είναι άρρυθμη. Η σκηνοθεσία βάζει τα θέματα στη θέση τους με αριστουργηματικό τρόπο.
Ειδική μνεία για το καλύτερο ρουμάνικο ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Astra, στη Ρουμανία, το 2020.
Ο Mladen Kovacevic, με την ταινία «4 χρόνια σε 10 λεπτά» («4 years in 10 minutes»), 2018, 63΄, σέρβικη παραγωγή, κάνει μία επική ταινία με αφορμή την αναρρίχηση ενός Σέρβου ορειβάτη στο Έβερεστ.
Η αφήγηση της εικόνας «μπερδεύεται» με αυτή των ημερολογιακών σημειώσεων του ορειβάτη. Βλέπουμε και αισθανόμαστε την αγωνία και το πάθος τους ορειβάτη για να φτάσει στο υψηλότερο σημείο του κόσμου. «Πάνω από εμένα δεν είναι τίποτε», θα πει όταν θα φτάσει. Θα κάνει έναν απολογισμό, για να μας πει ότι είναι ηττημένος.
Είναι όμως; Μπορεί να νικήθηκε από τα όρια που η ίδια η φύση βάζει. Όμως αυτός νίκησε τον εαυτό του. Ξεπέρασε τα όριά του. Εδώ έχουμε τον υστερικό λόγο που δέχεται την ήττα και τη νίκη του ταυτόχρονα. Μετά καταλαβαίνει τι έχει γίνει και επανέρχεται στην πραγματικότητα.
Τα σχόλιά του μας δείχνουν την εσωτερική πάλη σε αυτό τον άνθρωπο. Έρχονται άλλοτε σε αντίθεση και άλλοτε σε σύνθεση με τα πλάνα, όπως τα βλέπουμε στην οθόνη μας.
Τα πλάνα αρκετές φορές είναι άσχημα. Αυτό δεν ενοχλεί γιατί βλέπουμε την προσπάθεια ενός ερασιτέχνη κινηματογραφιστή. Παρατηρούμε τον εσωτερικό του κόσμο, σαν η κάμερα να είναι συνδεδεμένη με την ψυχή του.
Τελικά η σκηνοθεσία της ταινίας γίνεται στο μοντάζ, όπου δίνεται ρυθμός στην αλληλουχία των πλάνων, έτσι ώστε ο θεατής να μη βαριέται ούτε ένα λεπτό και να παρακολουθεί προσηλωμένος την εσωτερική του πάλη και το σωματικό του αγώνα.
Αυτή η πολύ καλή ταινία, που προβλήθηκε στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, έχει κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο, όχι άδικα, στο Φεστιβάλ Beldocs, στη Σερβία, το 2018.
Η τελευταία ταινία αυτού του σημειώματος, αφού μία από αυτές που προβλήθηκαν θα αναλυθεί σε ξεχωριστό σημείωμα, είναι ένα δημιούργημα που το χαρακτηρίζει ο αργός και βιωματικός τρόπος καταγραφής: η εγγραφή του συναισθήματος.
Η ταινία «Κέντρο» («Centar»), 2018, 48΄, του Ivan Markovic, συμπαραγωγή Σερβίας και Γερμανίας, είναι αυτό που λέμε ταινία του δημιουργού («auteur»). Θα εξηγήσουμε το γιατί.
Η κάμερα είναι, στις περισσότερες σκηνές, ακίνητη. Σε πολλές από αυτές δε γίνεται απολύτως τίποτε. Είναι όμως έτσι;
Όταν βλέπουμε μία εντελώς ακίνητη σκηνή, ουσιαστικά παρατηρούμε αυτό που είναι μπροστά μας, το αποτυπώνουμε και, μέσα στην αλληλουχία των σκηνών, προσπαθούμε να δούμε αυτό που υπάρχει πίσω από τις εικόνες.
Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι ένας παρωχημένος κινηματογράφος. Είναι όμως έτσι; Έχουμε μία ταινία όπου η κάμερα είναι το μάτι του θεατή. Αυτός παρατηρεί και μπορεί πλέον να ενεργοποιήσει τη φαντασία του.
Με άλλα λόγια: Τι γίνεται πίσω από αυτό που βλέπουμε; Ποιο είναι το συναίσθημα; Ποια είναι η κίνηση που παράγεται από αυτά τα συναισθήματα; Ποιο είναι το τελικό προϊόν;
Η καταγραφή, έτσι όπως μοντάρεται, απαντά σε αυτά τα ερωτήματα. Ο θεατής μπαίνει μέσα στην ταινία και παράγει το δικό του λόγο. Έχουμε λοιπόν πολλές διαφορετικές αφηγήσεις, όχι μόνο όσοι είναι οι θεατές, αλλά και όσα τα συναισθήματα απόκρισης του κάθε θεατή, όταν βλέπει την ταινία και αφού την έχει δει.
Αυτή είναι όμως η ουσία του κινηματογράφου. Ο Markovic το έχει καταλάβει καλά και ακολουθεί, πιστά, με το δικό του τρόπο, το δρόμο τόσο των δασκάλων του όσο και των θεωρητικών της αφήγησης. Στοχεύει επιτυχώς την ψυχή του θεατή.
Πολύ σωστά, λοιπόν, πήρε το βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, στο Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα, του Φεστιβάλ Beldocs, το 2019. Μας γοήτευσε!
Το 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έκανε την αρχή. Στον ελληνικό χώρο δεν είχαμε μέχρι σήμερα μία τόσο μεγάλη και σπουδαία συνέχεια προβολών που δομούν ένα τεράστιο σε όγκο φεστιβάλ.
Μέχρι αυτό το Φεστιβάλ να ολοκληρωθεί (24 Ιουνίου-4 Ιουλίου 2021) δεν ξέρουμε τι άλλο θα μας προσφέρει. Αναμένουμε και προσμένουμε να βουτήξουμε στη μαγεία της κινούμενης εικόνας. Να καταφέρουμε να ενεργοποιήσουμε τη φαντασία μας. Τελικά, να δημιουργήσουμε τη δική μας πραγματικότητα.
Πέντε ταινίες-ντοκιμαντέρ χώρεσαν σε αυτή την αναφορά μας. Μία μικρή απόδειξη ότι το ντοκιμαντέρ είναι κινηματογράφος, το ίδιο γοητευτικός και δημιουργικός όσο ο μυθοπλαστικός.
Μαρ 23, 2024 0
Μαρ 23, 2024 0
Μαρ 04, 2023 0
Φεβ 26, 2023 0
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Οκτ 24, 2024 0
Οκτ 24, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Οκτ 28, 2024 0
Οκτ 26, 2024 0
Οκτ 24, 2024 0
Οκτ 24, 2024 0
Οκτ 22, 2024 0
Οκτ 20, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη