Ιούλ 17, 2014 Κινηματογράφος 1
Το πραγματικό του όνομα είναι Woody Allen Stewart Konigsberg και γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1935, στο Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη. Οι σημαντικές ταινίες του, που τοποθετούνται από τον τραγικό μέχρι τον κωμικό χώρο, τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους πιο αξιοσέβαστους Αμερικάνους σκηνοθέτες, εν ζωή. Επίσης έχει ξεχωρίσει για τη μεγάλη ταχύτητα στο έργο παραγωγής του και για το μεγάλο εύρος των έργων του. Γράφει και σκηνοθετεί τις ταινίες του, στην πλειοψηφία των οποίων παίζει. Έχει επηρεαστεί από έργα λογοτεχνικά, ερωτικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά, από το ευρωπαϊκό κινηματογράφο, από έργα σχετικά με την εβραϊκή ταυτότητα και από τη Νέα Υόρκη, όπου γεννήθηκε και έζησε όλη τη ζωή του.
Επίσης παίζει κλαρίνο, από έφηβος ακόμα, όταν εμφανιζόταν, αρκετά συχνά, σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις στο Μανχάταν, αλλά και σε Φεστιβάλ τζαζ, κάποιες φορές. Συνάντησε σε παραστάσεις τους την Preservation Hall Jazz Band και την New Orleans Funeral Ragtime Orchestra και αυτό ήταν η αφορμή για να γραφτεί η μουσική του «Υπναρά» («Sleeper»), αλλά και για ένα τουρ στην Ευρώπη, το 1996, που ήταν η γενεσιουργός αιτία του ντοκιμαντέρ «Wild man blues».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, γιος του Nettie (το πραγματικό του όνομα ήταν Cherrie, 8 Νοεμβρίου 1906-27 Ιανουαρίου 2002), που κράταγε γραφείο στοιχημάτων στο οικογενειακό μαγαζί ντελικατέσεν και της Martin Koningsberg (25 Δεκεμβρίου 1900-12 Ιανουαρίου 2001), που ήταν χαράκτης χρυσαφικών και σρβιτόρος. Έχει μια αδελφή, τη Letty, η οποία γεννήθηκε το 1943, και μεγάλωσε στο Μίντγουντ, στο Μπρούκλιν. Οι γονείς του γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ανατολική Πλευρά του Μανχάταν. Η παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένη. Οι γονείς του δεν τον παραμελούσαν και είχε ένα δυνατό δέσιμο με τη μητέρα του. Στα πρώτα παιδικά του χρόνια μιλούσε γίντις, αφού για οκτώ χρόνια παρακολουθούσε μαθήματα σε εβραϊκό σχολείο, κατόπιν πήγε σε δημόσιο σχολείο και στο Λύκειο, στο Μίντγουντ. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ζούσε σε ένα διαμέρισμα, στο νούμερο 1402 της Λεωφόρου Κ, ανάμεσα στην Ανατολική 14η και 15η οδό. Εντυπωσίαζε τους συμμαθητές του για το μεγάλο ταλέντο του στα χαρτιά και στα μαγικά κόλπα.
Για να κερδίζει λεφτά ξεκίνησε να γράφει γκαγς για τον καλλιτεχνικό πράκτορα, τον David O. Alber, ο οποίος τα πουλούσε σε χρονογράφους εφημερίδων. Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρώτο δημοσιευμένο αστείο του ήταν «σε μια στήλη κουτσομπολιών, έγραφε: Ο Woody Allen είπε ότι έφαγε σε ένα εστιατόριο που είχε Α.Υ.Μ., Άτομα Υψηλών Μισθών. Ο Milt Kamen ήταν ο πρώτος που τον πλήρωσε για τη συγγραφική του εργασία, στην ηλικία 16 ετών. Ξεκίνησε να ονομάζεται απλά Woody Allen σε αυτή την ηλικία. Ήταν ταλαντούχος νέος κωμικός και, αστειευόμενος, έλεγε ότι όταν ήταν νέος πήγε σε καλοκαιρινή κατασκήνωση όπου τον χτύπαγαν παιδιά από όλες διαφορετικές φυλές και θρησκείες. Μετά το γυμνάσιο πήγε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου σπούδασε επικοινωνία και κινηματογράφο. Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής, έτσι απέτυχε στα μαθήματα του κινηματογράφου και τα παράτησε. Αργότερα, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, πήγε στο Κολέγιο της Πόλης της Νέας Υόρκης (City College of New York).
Μετά από αυτές τις αποτυχίες του, έγινε συγγραφέας πλήρης απασχόλησης για το «Herb Shriner», κέρδιζε 75 δολάρια την εβδομάδα, στην αρχή της καριέρας του. Στα 17 του χρόνια ξεκίνησε να γράφει σενάρια για τα «The Ed Sullivan show», «The tonight show», «Caesar’s hour» και για άλλες τηλεοπτικές εκπομπές. Αυτή την εποχή δούλευε για το Cid Caesar, κέρδιζε 1.500 δολάρια την εβδομάδα και βοηθούσε τον Danny Simon για να γράφει τα σενάριά του. Το 1961 ξεκίνησε μια νέα καριέρα. Εμφανίστηκε σε ένα κλαμπ στο Greenwich Village, στο Duplex. Αποσπάσματα από τις standup κωμωδίες του μπορούμε να ακούσουμε στα «Standup comic» και «Nightclub years 1964-1968», συμπεριλαμβανομένου και του κλασικού «The moose».
Έγραφε για τη δημοφιλή σειρά «Candid camera» και εμφανίστηκε σε κάποια επεισόδια. Με τη βοήθεια των μάνατζέρ του, ξεπέρασε τις αδυναμίες του για να φτάσει στα δυνατά σημεία της καριέρας του, αναπτύσσοντας τη νευρωτική, εκνευριστική και διανοούμενη περσόνα του. Πολύ γρήγορα έγινε ένας πετυχημένος ηθοποιός και εμφανιζόταν συχνά σε νάιτκλαμπ και στην τηλεόραση. Ήταν ήδη αρκετά διάσημος, έτσι το περιοδικό «Life», το 1969, τον είχε στο εξώφυλλό του. Έγραφε μικρές ιστορίες και σενάρια για καρτούν, για περιοδικά όπως «The New Yorker». Έγινε πετυχημένος ηθοποιός στο Μπροντγουέι και έγραψε το «Don’t drink the water», το 1966, στο οποίο έπαιξαν οι Lou Jacobi, Kay Medford, Anita Gillette και ο Anthony Roberts, ο οποίος συνεργάστηκε αργότερα σε ταινίες του. Μια κινηματογραφική διασκευή του έργου, σκηνοθετημένη από το Howard Morris, βγήκε το 1969, στην οποία έπαιζε η Jackie Gleason. Το 1994, ο Woody Allen σκηνοθέτησε και έπαιξε σε μια τρίτη εκδοχή του έργου για την τηλεόραση, με τους Michael Fox και Mayim Bialik.
Στην επόμενη επιτυχία του για το Μπροντγουέι, «Play it again, Sam», δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας της, αλλά είχε παίξει και στην παράσταση. Έκανε πρεμιέρα στις 12 Φεβρουαρίου 1969 και παιζόταν για 453 παραστάσεις. Σε αυτή την παράσταση έπαιξαν και οι Diane Keaton και Anthony Roberts. Οι τρεις τους ξαναπήραν τους ρόλους τους για την κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού έργου, σκηνοθετημένη από το Hebert Ross. Ακόμη είναι συγγραφέας, έχει δημοσιεύσει τέσσερις συλλογές από τα θεατρικά του έργα, «Getting even», «Without feathers», «Side effects» και «Mere anarchy». Τα πρώιμα κωμικά έργα του είχαν επηρεαστεί από το S. Perelman.
Η πρώτη κινηματογραφική του παραγωγή ήταν το «What’s new, pussycat?», το 1965. Έγραψε το αρχικό σενάριο. Ο Warren Beatty ορίσθηκε να ξαναγράψει το σενάριο και να έχει ένα μικρό ρόλο στην ταινία. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής ο ρόλος του Beaty έγινε μικρότερος και αυτός του Allen μεγαλύτερος. Ο Beatty τσακώθηκε με την παραγωγή και αποχώρησε. Ο Peter O’Toole κέρδισε το ρόλο του Beatty και ο Peter Sellers πήρε ένα σημαντικό ρόλο. Ο Sellers ήταν ένας μεγάλος σταρ και μπορούσε να ζητήσει καλύτερες σκηνές από το Woody Allen, ο οποίος έπρεπε να τις ξαναγράψει.
Εμφανίζεται στη σκηνοθεσία με το «What’s up, Tiger Lily?», στο 1966, με συν-σεναρογράφο το Mickey Rose, σε αυτή την ταινία εντάσσεται ένα γιαπωνέζικο κινηματογραφικό έργο, το «International Secret police: key of keys» (1965), το οποίο αποδόθηκε στα αγγλικά με νέους κωμικούς διαλόγους.
Κατόπιν σκηνοθέτησε το «Take the money and run» και τις ταινίες «Bananas», «Everything you always wanted to know about sex, but were afraid to ask», «Sleeper» και «Love and death». Στις δύο ταινίες, «Take the money and run» και «Bananas», συνεργάστηκε στο σενάριο ο παιδικός του φίλος Mickey Rose.
Το 1972 έπαιξε στη ταινία «Play it again, Sam» που σκηνοθέτησε ο Hebert Ross. Όλες οι πρώτες ταινίες του ήταν κωμωδίες που βασίζονταν πολύ στο slapstick, στα επινοημένα γκανγκ και στο χωρίς διακοπή κωμικό μονόλογο. Για αυτές τις ταινίες μπορούμε να διακρίνουμε τις επιρροές των ταινιών του Bob Hope, των αδελφών Μαρξ και του Humphrey Bogart. Το 1976 έπαιξε, αλλά δε σκηνοθέτησε, την ταινία «The front», μια χιουμοριστική και δυνατή σάτιρα που αναφερόταν στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ, στη δεκαετία του 1950.
Η «Annie Hall» κέρδισε τέσσερα βραβεία της Ακαδημίας, το 1977, ανάμεσα σε αυτά της Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερου Α΄ Γυναικείου Ρόλου, για την Diane Keaton. Αυτή η ταινία είναι ένα σημείο αναφοράς για τις μοντέρνες ρομαντικές κωμωδίες και για την ενδυματολογία με συνηθισμένα ρούχα που φορούσε η Diane Keaton σε αυτή την ταινία, θα θυμηθούμε το αντρικό ντύσιμό της, όπως τη γραβάτα, που σημάδεψε την Keaton. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής ο τίτλος ήταν «Anhedonia», ένας όρος που σημαίνει την ανικανότητα να αισθανθείς την ευχαρίστηση, και η αφήγηση αναπτύσσεται γύρω από εγκλήματα μυστηρίου.
Φαίνεται ότι η υπόθεση των εγκλημάτων μυστηρίου δε δούλεψε, χρησιμοποιήθηκε όμως αργότερα, το 1993, στην ταινία «Manhattan murder mystery», έτσι ο Allen ξαναμόνταρε την ταινία και έκοψε κάποιες σκηνές, όταν η παραγωγή έδωσε μεγαλύτερη σημασία στη ρομαντική κωμωδία και στους χαρακτήρες του Allen, της Alvy Singer και της Keaton, την Annie Hall. Η νέα εκδοχή ονομάστηκε «Annie Hall» και το θέμα της ανικανότητας να αισθανθεί κάποιος ευχαρίστηση παραμένει. Κατατασσόμενη στη 35η θέση στον κατάλογο των 100 καλύτερων ταινιών του American Film Institute και στην 4η θέση των 100 καλύτερων κωμωδιών, του ίδιου Ινστιτούτου, η «Annie Hall» θεωρείται ότι είναι η καλύτερη ταινία του.
Το «Manhattan» γυρίστηκε το 1979, σε ασπρόμαυρο φιλμ, μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν μια αναφορά στη Νέα Υόρκη, η οποία είναι ο πραγματικά κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Όπως και σε άλλες ταινίες του Woody Allen, οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ακαδημαϊκοί. Δημιουργεί χιουμοριστικές καταστάσεις, βασιζόμενος σε συγκροτημένους διανοούμενους, το σενάριο βασίζεται σε απροσδιόριστες αναφορές που κάνουν την ταινία δυσανάγνωστη για το πλατύ κοινό. Η θέση του σκηνοθέτη, η οποία τοποθετείται ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος για τις διάσημες προσωπικότητες, όπως στο «Manhattan» είναι χαρακτηριστικό πολλών ταινιών του, όπως τα «Crimes and misdemeanors» και η «Annie Hall». Το «Manhattan» εστιάζει στην περίπλοκη σχέση ανάμεσα στο μεσήλικα Ισαάκ Ντέιβις (Woody Allen) και τη δεκαεπτάχρονη Τρέισι (Mariel Hemingway) που προλέγει την εξίσου περίπλοκη σχέση του σκηνοθέτη με τη Soon-Yi Previn.
Ανάμεσα στην «Annie Hall» και το «Manhattan», ο Woody Allen έγραψε και σκηνοθέτησε τις εντυπωσιακές τραγωδίες, «Interiors» (1978), που βασίζονται στο στιλ του Σουηδού δημιουργού, του Ingmar Bergman, μια από τις πιο σημαντικές επιρροές του Allen. Αυτή η ταινία θεωρήθηκε από τους κριτικούς μια σύντομη διακοπή στις πρώτες και πιο χιουμοριστικές κωμωδίες του.
Οι ταινίες του, τη δεκαετία του 1980, ακόμη και οι κωμωδίες είχαν ένα σκοτεινό και φιλοσοφικό τόνο. Κάποιες, όπως οι «September» και «Stardust memories», έχει ειπωθεί συχνά, είναι επηρεασμένες από τις δουλειές Ευρωπαίων σκηνοθετών, ειδικά από τον Ingmar Bergman και το Federico Fellini.
Στην ταινία «Stardust memories» κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Σαντι Μπέιτς, ένας πετυχημένος κινηματογραφιστής, που τον ενσαρκώνει ο Woody Allen, ο οποίος δυσαρεστεί και επιπλήττει τους φανατικούς οπαδούς του. Αντιμετωπίζοντας το θάνατο ενός φίλου του, λέει ότι «δε θέλει να κάνει χιουμοριστικές ταινίες πλέον» και ακολουθεί μια ατάκα από άτομα που το θαυμάζουν, οι οποίοι λένε ότι εκτιμούν τις ταινίες του, «ειδικά τις πρώτες, τις χιουμοριστικές».
Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Allen ξεκίνησε να συνδυάζει τα τραγικά και κωμικά στοιχεία, σε ταινίες όπως «Hannah and her sisters» και «Crimes and misdemeanors», στις οποίες αναφέρεται σε δύο διαφορετικές ιστορίες που ενώνονται στο τέλος. Επίσης παρήγαγε μια πολύ ιδιοσυγκρισιακή τραγική και κωμική παρωδία, στο ντοκιμαντέρ, το «Zelig».
Έκανε επίσης τρεις ταινίες για τη βιομηχανία του θεάματος. Η πρώτη ήταν το «Broadway Danny Rose», στην οποία παίζει έναν ατζέντη στη Νέα Υόρκη, το «The purple rose of Cairo», μια ταινία που δείχνει πόσο σημαντικός ήταν ο κινηματογράφος κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, μέσα από την Σεσίλια, και κάνει το «Radio days», το οποίο είναι μια ταινία για την παιδική ηλικία στο Μπρούκλιν και τη σημαντικότητα του ραδιοφώνου. Η ταινία «The purple rose of Cairo» χαρακτηρίστηκε από το «Time Magazine» ως η μια από τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ενώ ο Allen την αναφέρει ως μια από τις τρεις καλύτερες ταινίες του, μαζί με τις «Stardust memories» και το «Match point», προσδιορίζοντας «καλύτερη» όχι ως προς την ποιότητα, αλλά επειδή προσεγγίζουν τη δική του οπτική. Πριν το τέλος της δεκαετίας του 1980 έκανε και άλλες ταινίες που επηρεάστηκαν πολύ από τον Ingmar Bergman. Ο «September» μοιάζει στην «Autumn sonata» και ο Allen χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία από την «Persona» στο «Another woman».
Η ταινία του «Shadows and fog» (1992) είναι ένα ασπρόμαυρο αφιέρωμα στο γερμανικό εξπρεσιονισμό και επενδύεται με τη μουσική του Kurt Weill. Ο Allen κάνει την κριτική του με τραγικό τρόπο στο «Husbands and wives» (1992), με την οποία παίρνει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, Καλύτερου Β΄ Γυναικείου ρόλου, για την Judy Davis και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου για τον ίδιον. Η ταινία του «Manhattan murder mystery» (1993) συνδυάζει το σασπένς με τη μαύρη κωμωδία, συμμετέχουν οι Diane Keaton, Alan Alda και Anjelica Huston.
Μετά επιστρέφει στις πιο ελαφριές κωμωδίες, όπως «Bullets over Broadway» (1994), με την οποία κέρδισε μια υποψηφιότητα για το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας της Ακαδημίας του Κινηματογράφου. Ακολούθησε η μουσική ταινία «Everyone says I love you» (1996), η πρώτη και η μοναδική του ταινία αυτού του είδους μέχρι το 2009. Το τραγούδι και ο χορός σε αυτή την ταινία είναι ίδιοι με τα μιούζικαλ που παίζουν ο Fraid Astaire και η Ginger Rogers, η αφήγηση δεν είναι λιγότερο κωμική από αυτές που έχουν παίξει αυτοί οι σταρ. Η κωμωδία «Mighty Aphrodite» (1995), στην οποία η ελληνική και η ρωμαϊκή τραγωδία παίζουν ένα μικρό ρόλο, κέρδισε ένα βραβείο της Ακαδημίας για τη Mira Sorvino. Η ταινία του «Sweet and lowdown» (1999), κωμικοτραγωδία βασισμένη στην τζαζ, ήταν επίσης υποψήφια για δύο βραβεία της Ακαδημίας για το Sean Penn (Καλύτερου Ανδρικού ρόλου) και για τη Samantha Morotn (Καλύτερου Β΄ Γυναικείου ρόλου). Αντίθετα με αυτές τις ελαφριές κωμωδίες, κάνει στροφή στη μαύρη σάτιρα, λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας, με το «Deconstructing Harry» (1997) και «Celebrity» (1998). Συμμετέχει στο μοναδικό «αόρατο» ρόλο του, τηλεφωνικά, στο επεισόδιο «My dinner with Woody», στην εκπομπή «Just shoot me!», ένα επεισόδιο που αναφέρεται σε πολλές ταινίες του.
Η ταινία του «Small time crooks» (2000) είναι η πρώτη ταινία του με τα στούντιο της Dream Works SKG και μας παρουσιάζει μια αλλαγή στη σκηνοθεσία του. Ο Allen ξεκίνησε δίνοντας περισσότερες συνεντεύξεις και κάνει μια προφανή στροφή στις καθαρά κωμικές του ρίζες. Η ταινία είχε σχετική επιτυχία, αποδίδοντας πάνω από 17 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ, αλλά και οι επόμενες τέσσερις ταινίες του πήγαν καλά στο box office, ανάμεσα σε αυτές η πολύ ακριβή παραγωγή του, «The curse of the Jade Scorpion», με προϋπολογισμό 33 εκατ. δολάρια. Οι ταινίες «Hollywood ending», «Anything else» και «Melinda and Melinda» έδωσαν άσχημα αποτελέσματα, λιγότερα από 5 εκατ. δολάρια, στη χώρα του. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφώνησαν ότι οι ταινίες του, από το 1999 και μετά, ήταν χαμηλότερες των προσδοκιών και κάποιοι από αυτούς είπαν ότι οι καλύτερες χρονιές του Allen ήταν στο παρελθόν του.
Το «Match point» (2005) ήταν μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες των τελευταίων δέκα χρόνων που γενικά πήρε πολύ θετικές κριτικές. Έπαιξαν σε αυτή οι Jonathan Rhys-Meyers και Scarlett Johansson και ήταν πιο σκοτεινή από τις τέσσερις πρώτες του ταινίες που έκανε στα στούντιο της Dream Works SKG. Σε αυτή την ταινία του η προσοχή του μετακινείται από τους διανοούμενους στην εύρωστη οικονομικά κοινωνική τάξη του Λονδίνου. Η διαφορά με τις άλλες κριτικές σάτιρες του είναι ότι σε αυτή την ταινία χαμηλώνουν οι τόνοι της κοινωνικής του κριτικής. Είναι ξεκάθαρο ότι το θέμα της τύχης παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Το «Match point» κέρδισε περισσότερο από 23 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ, περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία της τελευταίας εικοσαετίας και πάνω από 62 εκατ. δολάρια στη διεθνή κινηματογραφική αγορά. Ακόμη, με αυτή την ταινία, πήρε την πρώτη του υποψηφιότητα για τα βραβεία της Ακαδημίας, από το 1998,για το Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο, ήταν υποψήφια για τις Χρυσές Σφαίρες, η πρώτη του υποψηφιότητα από το 1987. Ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Premiere», δήλωσε ότι ήταν η καλύτερη ταινία που είχε ποτέ κάνει.
Επέστρεψε στο Λονδίνο για να κάνει την ταινία «Scoop», όπου επίσης έπαιζε η Johansson, μαζί με τους Hugh Jackman, Ian McShane και Kevin McNally. Η ταινία βγήκε στις 28 Ιουλίου 2006 και πήρε καλές και κακές κριτικές. Έκανε, στο Λονδίνο πάλι, την ταινία «Cassandra’s dream». Έπαιζαν οι Collin Farrell, Ewan McGregor και Tom Wilkinson, η ταινία προβλήθηκε το Νοέμβριο του 2007. Αφού τέλειωσε την τρίτη του λονδρέζικη ταινία, κατευθύνθηκε προς την Ισπανία. Γύρισε την ταινία «Vicky Christina Barcelona», στην Αβίλες, Μπαρτσελόνα και Οβιέντο, τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 9 Ιουλίου 2007. Η ταινία είχε ηθοποιούς από διαφορετικές χώρες, ανάμεσα σε αυτούς οι Scarlett Johansson, Javier Bardem, Rebecca Hall και Penelope Cruz. Η ταινία είχε καλή υποδοχή, πήρε Χρυσή Σφαίρα, ως η Καλύτερη Μουσική Κωμωδία, η Penelope Cruz πήρε βραβείο Ακαδημίας ως Β΄ Γυναικείος ρόλος, για τη συμμετοχή στην ταινία.
Ο Woody Allen υποστήριξε ότι «επιβιώνει» στην ευρωπαϊκή αγορά, το κοινό φαίνεται ότι δέχεται πιο ένθερμα της ταινίες του, ιδιαίτερα στην Ισπανία και στη Γαλλία, δύο χώρες που έχει μεγάλη βάση φανατικών οπαδών. «Στις ΗΠΑ τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ και είναι δύσκολο να κάνεις καλές ταινίες μικρού προϋπολογισμού τώρα», ανέφερε σε μια συνέντευξη του το 2004. Τα στούντιο δεν ενδιαφέρονται για καλές ταινίες, εάν έχουν κάποια καλή ταινία είναι ευχαριστημένοι, αλλά τα λεφτά είναι ο μόνος τους στόχος για να κάνουν ταινίες. Θέλουν μόνο να κάνουν ταινίες με 100 εκατομμύρια και να πάρουν πίσω 500.», ανέφερε σε άλλη συνέντευξή του.
Τον Απρίλιο του 2008 ξεκίνησε να κάνει μια ταινία που στοχεύει περισσότερο σε ένα πιο γερασμένο κοινό. Οι Larry David, Patricia Clarkson και Evan Rachel Wood έπαιξαν σε αυτή την ταινία. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2008 και η ταινία βγήκε το 2009, η «Whatever works» αναφέρεται ως μαύρη κωμωδία, στην οποία υπάρχει μια αυτοκτονία και ένα ερωτικό τρίγωνο.
Εκτός από τις ταινίες του είναι γνωστός και για την επιτυχημένη πορεία του στο θέατρο. Ξεκίνησε τη θεατρική του καριέρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν έγραφε σκετς για το περιοδικό «From A to Z». Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν το «Don’t drink the water» που άνοιξε το 1968 και έκανε 598 παραστάσεις για δύο χρόνια στο Μπροντγουέι. Οι επιτυχίες του συνεχίστηκαν με το «Play it again, Sam», το οποίο έκανε πρεμιέρα το 1969, έπαιξαν ο ίδιος και η Diane Keaton, το έργο παίχτηκε για 453 παραστάσεις και ήταν υποψήφιο για τρία βραβεία Tony, από τα οποία κανένα δεν ήταν για τη συγγραφή ή για την ηθοποιία του Allen.
Τη δεκαετία του 1970 έγραψε μια σειρά από μονόπρακτα, τα πιο ονομαστά είναι τα «God» και «Death» που δημοσιεύτηκαν στη συλλογή του «Without feathers», το 1975. To 1981 παίζει στο «The floating light bulb», που άνοιξε στο Μπροντγουέι. Αυτό το έργο είχε μεγάλη επιτυχία στους κριτικούς, αλλά ήταν μια εμπορική αποτυχία. Παρά τις υποψηφιότητες για δύο βραβεία Tony, ένα Tony για τον Brian Backer, για το ρόλο του, το έργο άντεξε μόνο 62 παραστάσεις. Τον Ιανουάριο του 2008 ήταν η τελευταία δουλειά του για το Μπροντγουέι.
Μετά από μια μακρά απουσία από τη σκηνή, ο Woody Allen γυρίζει στο θέατρο το 1995, με το μονόπρακτο «Central Park West», μια παραγωγή που είναι γνωστή και ως «Death defying acts», που δημιουργήθηκε από τις πρόσφατες εργασίες των David Mamet και Elaine May. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Allen δεν είχε άμεση εμπλοκή με το θέατρο. Μια παραγωγή του «God» ανέβηκε στο θέατρο The Bank of Brazil Cultural Center, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, θεατρικές προσαρμογές των ταινιών «Bullets over Broadway» και «September», ανέβηκαν στην Ιταλία και τη Γαλλία, χωρίς την εμπλοκή του Allen. Το 1997 η έμπνευση του Woody Allen επανήλθε για να γράψει ένα ρόλο για τη γυναίκα του Soon-Yi Previn, το οποίο ματαιώθηκε σα λανθασμένο.
Το 2003 ο Allen γύρισε οριστικά στο θέατρο με το «Writer’s block», ένα δίπρακτο που αποτελείτο από δύο πράξεις: «Old Saybrook» και «Riverside drive», που παίχτηκε σε off-Broadway. Η παραγωγή ανέθεσε τη σκηνοθεσία εξολοκλήρου στον Allen, είχαν εξαντληθεί τα εισιτήρια για όλες τις παραστάσεις. Επίσης αυτή τη χρονιά γράφει το βιβλίο του για το μιούζικαλ, το οποίο βασίζεται στο «Bullets over Broadway», το οποίο δεν τέλειωσε ποτέ. Το 2004 έκανε το πρώτο του θεατρικό έργο μεγάλης διάρκειας από το 1981, το «A second hand memory», την παραγωγή διηύθυνε ο ίδιος και είχε εξαιρετική επιτυχία στο Μπροντγουέι.
Τον Ιούνιο του 2007 ανακοινώθηκε ότι ο Woody Allen θα κάνει δύο ακόμα δημιουργικά ανοίγματα στο θέατρο, σκηνοθετώντας ένα έργο που δεν είχε γράψει και μια όπερα, μια επανεξέταση της «Gianni Schicchi», του Puccini, για την Όπερα του Λος Άντζελες, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Dorothy Chandler Pavilion, στις 6 Σεπτεμβρίου του 2008.
Είναι ένας παθιασμένος κλαρινετίστας και φανατικός της τζαζ, την οποία «ανακατεύει» πολύ συχνά στις μουσικές των ταινιών του. Έπαιζε κλαρινέτο από την εφηβική ηλικία του και επέλεξε να ονομάσει την ομάδα από το όνομα ενός ειδώλου, του Woody Herman. Έπαιξε για το κοινό από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, σημειωτέον με την Preservation Hall Jazz Band, η μουσική αυτή υπάρχει στην ταινία του «Υπναράς» («Sleeper»). Στην τηλεόραση εμφανίζεται πολύ νωρίς στο The Dick Cavett Show, στις 20 Οκτωβρίου, το 1971.
Αυτός και η μπάντα του, η New Orleans Jazz Band, παίζει κάθε Δευτέρα το απόγευμα στο ξενοδοχείο Charlyle, στο Μανχάταν, και είναι ειδικευμένη στην κλασική τζαζ της Νέας Ορλεάνης, των αρχών του 20ου αιώνα. Το ντοκιμαντέρ «Wild man blues», σκηνοθετημένο από τη Barbara Kopple, καταγράφει την ευρωπαϊκή τουρνέ του Woody Allen και της ορχήστρας του, όπως και της σχέσης του με την Previn. Η ορχήστρα εξέδωσε δύο cd: «The bunk project» (1993) και το soundtrack «Wild man blues» (1997). Έπαιξαν στο Φεστιβάλ Τζαζ του Μόντρεαλ, δύο συνεχόμενες μέρες, τον Ιούνιο του 2008.
Γιάννης Φραγκούλης
Μαρ 12, 2022 0
Απρ 09, 2021 0
Μαρ 27, 2021 0
Μαρ 14, 2021 0
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Take a look at my website: seo Traverse city