Θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικές ασχολίες, οργανωτική δραστηριότητα στα καλλιτεχνικά δρώμενα… Τόσα χρόνια δημιουργίας στη Θεσσαλονίκη, τόσα χρόνια σκηνοθεσίας και πολλές προσπάθειες συλλογικές δράσεις. Σεμινάρια, κριτική κινηματογράφου, ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος που δρα χωρίς να εκδηλώνει εκκωφαντικά το εγώ του. Μία συζήτηση μαζί του είναι μία σελίδα απ’ την ιστορία καλλιτεχνικής δημιουργίας της Θεσσαλονίκης, αλλά είναι και μία επαφή ζεστή και πολύ ανθρώπινη. Ακούστε τον!
Ποια ήταν η αφορμή και επιρροή να αγαπήσεις το θέατρο και τον κινηματογράφο;
Από μικρός, είχα τρέλα με τον κινηματογράφο. Με το θέατρο όχι και τόσο. Όταν, λοιπόν με πήγαιναν στον κινηματογράφο, -ποτέ στα πολεμικά, γιατί τα φοβόμουν-, συνήθως η γιαγιά μου, τελειώνοντας η ταινία τη σχολίαζα και ασκούσα αναλυτική κριτική. Οι μεγάλοι με κοίταζαν παράξενα. Επειδή, λοιπόν, τότε, ίσχυε έντονα το «Ακατάλληλον δια ανηλίκους», έστελνα τους γονείς μου κι έβλεπαν ό,τι μου φαινόταν ενδιαφέρον και ύστερα άρχιζε το μαρτύριο γι’ αυτούς. Έπρεπε να μου διηγηθούν όλη την ταινία, με το νι και με το σίγμα, και αλλοίμονο τους αν δε θυμόντουσαν λεπτομερώς κάποιο σημείο. Η καλύτερή μου βόλτα ήταν με τους φίλους μου, να σαρώνουμε την Βασιλίσσης Όλγας, απ’ άκρη σ’ άκρη, για να βλέπουμε τις φωτογραφίες στους σινεμάδες, που, τότε, ήταν πολλοί. Μερικοί μάλιστα έβαζαν και δύο έργα μαζί. Κορωνίς, Κρόνος, Αλκυονίς, Κολοσσαίον, Ρουαγιάλ, Άννα, Ολύμπια, Αθηνά, Ρεξ, Στούντιο, Δήμητρα, Μαρί, Μετροπόλιταν, Λητώ, Αργώ, Αθήναιον, Πατέ, Φάληρον, Αμαλία, Άνετον, Απόλλων, Λάουρα, Αρζεντίνα. Ζούσαμε στο Μπρόντγουέϊ περιτριγυρισμένοι από τόσους σταρ. Η ζωή ήταν Παράδεισος.
Στην οικογένειά σου υπήρχαν αυτά τα καλλιτεχνικά στοιχεία για να σε ωθήσουν να ασχοληθείς με τις παραστατικές τέχνες;
Υποθέτω πως, ναι. Η μητέρα μου ήταν κινηματογραφόφιλη. Η ίδια ήταν εξαίρετη πιανίστρια, που σταμάτησε την καριέρα της εξ αιτίας του γάμου και της οικογένειας. Όταν η αδελφή μου πέρασε στο πανεπιστήμιο, ασχολήθηκε ξανά με το πιάνο, αλλά μόνο σα δασκάλα για ιδιαίτερα μαθήματα. Η επαγγελματική σταδιοδρομία την τρόμαζε, παρ’ όλες τις προτάσεις π.χ. του συγχωρεμένου του Νίκου Παπάζογλου. Θείος μου ήταν ο Διευθυντής του Κρατικού Ωδείου, πρώτα εδώ και μετά στην Αθήνα. Θείοι μου είχαν από τα σημαντικότερα «Ατελιέ Φωτογραφίας» της πόλης. Από μικρό μου άρεσε η ζωγραφική και ασχολούμουν. Υποθέτω την έφεση την είχα από την γιαγιά μου, από την πλευρά της μαμάς μου. Και ο πατέρας μου, έπαιζε πολύ ωραία κιθάρα. Παρ’ όλα αυτά οι γονείς μου ήθελαν να γίνω, όπως κι έγινα, φυσικός. Σύμμαχό μου ενεργό στις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες είχα την νουνά μου, που ήταν Βιεννέζα. Πιανίστρια κι αυτή, και πολύ ανοικτό μυαλό. Και σε πολλά άλλα θέματα. Ήμασταν πολύ δεμένοι. Την έχασα στα 25 μου.
Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τις σπουδές σου στη σκηνοθεσία;
Θα αναφερθώ, μάλλον επιγραμματικά. Αρχικός μου στόχος ήταν η IDHEC στο Παρίσι, όπου και βρέθηκα για μικρό χρονικό διάστημα. Λόγω, όμως των οικογενειακών προστριβών βρέθηκα στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό Εφαρμοσμένων Ηλεκτρονικών στο King’s College, που σύντομα το εγκατέλειψα για να βρεθώ για θεατρικές σπουδές στο Βερολίνο. Επιστροφή στην Ελλάδα, πάλι για οικογενειακούς λόγους, ολοκληρωμένες θεατρικές σπουδές, αποφοιτώντας με άριστα, στην Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης της Ρούλας Πατεράκη, επιστροφή στο Βερολίνο και από κει τελικά στη Φλωρεντία για σπουδές σκηνοθεσίας θεάτρου-κινηματογράφου με τον Κριστόφ Ζανούσσι. Σπουδές, που στην συνέχεια τις ολοκλήρωσα με Ρόλαντ Ραντ και Τόμας Γέϊτς των Actors Studio.
Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το θέατρο, ποια ήταν η αφορμή;
Όταν κάποια στιγμή το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, που μου είχε κάνει την τιμή να με εντάξει στην Οργανωτική Επιτροπή της τότε ανθούσας Κινηματογραφικής του Λέσχης, μου ζήτησε να παίξω σαν πυροσβέστης στον «Μπίντερμαν και τους Εμπρηστές», του Μαξ Φρις, αν και τρομοκρατημένος από το εγχείρημα, δέχτηκα. Η εμπειρία των προβών με τον Πάνο Χαρίτογλου και την Ρούλα Πατεράκη, όπως και των παραστάσεων που ακολούθησαν, ήταν συγκλονιστική. Αντιλήφτηκα, πως αν ήθελα να γίνω καλός σκηνοθέτης, έπρεπε πρώτα να σπουδάσω υποκριτική, για να κατευθύνω σωστά τους ηθοποιούς μου. Στον Φ.Ο.Θ.Κ. που ήμουν στα φοιτητικά μου χρόνια, σαν Φυσικός, είχα ασχοληθεί μόνον με τον κινηματογράφο και την μουσική τζαζ, επηρεασμένος από τον Φλώρο Φλωρίδη και τον Σάκη Παπαδημητρίου που τους θαύμαζα και τους θαυμάζω απεριόριστα.
Ο κινηματογράφος πότε μπήκε στη ζωή σου;
Από τότε που έχω ανάμνηση του εαυτού μου, την έχω συνδεδεμένη με τον κινηματογράφο. Είναι το οξυγόνο μου.
Έχεις γυρίσει ταινίες μεγάλου μήκους στη Βόρειο Ελλάδα; Ήθελες να «κατέβεις» στην Αθήνα να δοκιμάσεις εκεί τις δυνάμεις σου;
Δυστυχώς μεγάλου μήκους, όχι. Οι δυο μεγαλύτερες που γύρισα ήταν λίγα λεπτά μικρότερες από 1 ώρα. Οπότε θεωρούνται μεσαίου μήκους. Στην αρχή της καριέρας μου είχα προτείνει στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, την φιλόδοξη μικρού μήκους M.M.S.S. Από Αθήνα μεριά είχαν εμπλακεί η Άννα Σωτρίνη, ο Αχιλλέας Χαρίτος, ο Κώστας Βελινόπουλος, ο Νίκος Ζερβός, κ.ά. Από δω η Σοφία Φιλιππίδου κ.ά. Τελικά το Ε. Κ. Κ. δεν την ενέκρινε, με το σκεπτικό ότι «δεν άπτεται της ελληνικής πραγματικότητας». Και πράγματι δεν είχε μέσα μουσακά, ούτε ούζο, ούτε τοπία στην ομίχλη, ούτε καν έναν αντάρτη, που τότε ήταν πολύ της μόδας. Η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ. Ένα άλλο project μεταφοράς διηγήματος του Μένη Κουμανταρέα, έμεινε μόνο στις συζητήσεις. Το ίδιο και μια συνεργασία με την Κωστούλα Μητροπούλου. Εντωμεταξύ είχε αρχίσει να με κερδίζει το θέατρο, όπου μπορούσα να βασιστώ περισσότερο στις δικές μου δυνάμεις. Ίσως θάπρεπε να επιμείνω, τότε, περισσότερο.
Έχεις ασχοληθεί και επαγγελματικά, ως αιθουσάρχης με το θέατρο. Αυτή ήταν μία δραστηριότητα που σου έδωσε χαρές ή πίκρες;
Από το 2000 έως το τέλος του 2005, ήμουν γενικός διευθυντής του Θεάτρου «Αυλαία», ιδιοκτησίας Χ.Α.Ν.Θ., που το είχα μετονομάσει σε Πολυχώρο Αυλαία. Εκθέσεις ζωγραφικής, παραστάσεις δικές μας και φίλων, κυρίως εξ Αθηνών. Μουσικές βραδιές, συναυλίες, μπαλέτο, σεμινάρια, χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, στόλισμα του δέντρου, πάρτι, πρόβες, προβολές, διαλέξεις, φεστιβάλ παιδικού θεάτρου, φεστιβάλ ταινιών διαλογισμού, περιοδικό «Αυλαία». Μεγάλες χαρές. Σλόγκαν μας : «Στην καρδιά της πόλης, στην καρδιά του πολιτισμού». Ο χώρος παλλόταν από ζωή και καλλιτεχνική δημιουργία. Στις μεγάλες λύπες η συνεργασία με το Σταύρο Παράβα και η αλόγιστη αύξηση του ενοικίου χρόνο με το χρόνο από μέρους της Χ.Α.Ν.Θ. Στο τέλος ήταν αδύνατον ο χώρος να είναι βιώσιμος. Αποχώρηση, λοιπόν. Μεγάλη λύπη. Μήνες μετά, κάηκε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τα έργα που έχεις ανεβάσει στο θέατρο, για τη θεματολογία τους;
Όταν έχεις σκηνοθετήσει 81 θεατρικές παραστάσεις, είναι δύσκολο να μιλήσεις για όλες. Στάθηκα τυχερός. Ποτέ δε σκηνοθέτησα κάτι εξ ανάγκης ή κάτι που δε μου άρεσε. Επιγραμματικά θα αναφερθώ σ’ αυτές που θεωρώ σταθμούς, στην σκηνοθεσία μου. «Νερό για πέταμα» (1979), «Κολλέξιον» (1981), «Μπ όπως Μπέκετ: το όνομα της ιστορίας» (1986), «Ο βασιλιάς Υμπύ» (1986), «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» (1987), «Η ιστορία του ζωολογικού κήπου» (1988), «Λουτ» (1988), «Σουίτα 719» (1989), «Οι παλιοί καιροί» (1991), «Μαγεία, ένα σκηνικό παιχνίδι» (Outcry) (1993), «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» (1995), «Ο εγωιστής γίγαντας» (1997), «Όνειρα» (1998), «Oι Ψευδο-εξομολογήσεις» (2001), «Άγρια δύση» (2004), «Το γαλάζιο πουλί» (2005), «Οι καλόπιστοι θεατρίνοι» (2005), «Αμφιτρύων» (2005), «Έκβους» (2005), «Γκόλφω» (2007), «Το έγκλημα σου πάει πολύ» (2008), «Η φαλακρή τραγουδίστρια» (2009), «Κενό, κοινό, καινό» (2010), «Εύθραυστη ισορροπία» (2011), «Προδοσία +10 ποιήματα του Γέϊτς» (2012), «Herr(Ο Κος) Κόλπερτ» (2012), «Ο Μάγειρας, ο Άμλετ, η Οφηλία και …τα φαντάσματα» (2013), «Όταν τελειώσει μια ζωή…πού να πας;» (2014), «Ο Μικρός Πρίγκιπας» (2014). Υπάρχουν και τρία έργα για τα οποία, εγώ προσωπικά, δεν αισθάνομαι και πολύ περήφανος που τα παρουσίασα στο κοινό. Δεν είχε δέσει αυτό που λέμε το «βύσσινο». Και ας είχαμε, προηγουμένως δουλέψει εξαντλητικά. Θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω τους τίτλους τους. Θεματολογικά, κινήθηκα προς πολλές κατευθύνσεις, ανθρωποκεντρικά πάντα -πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά στο θέατρο;-, νομίζω, όμως, πως μ’ απασχολεί πολύ η μνήμη, η στρέβλωση που προκύπτει από την καταπίεση, η αναζήτηση του «Θείου» -όπως μου επεσήμανε σε μελέτη της η πανεπιστημιακός Χάρης Σβαλίγκου- και το αναπαραστατικό σύστημα σε σχέση με τον θεατή.
Ποια «σχολή» θεατρική σε εμπνέει περισσότερο;
Με γοητεύουν τα πάντα, αν και αισθάνομαι πιο άνετα με το Θέατρο του Παραλόγου και το αγγλόφωνο Θέατρο-Άλμπι, Μπέκετ, Ουίλλιαμς, Ουάϊλντ, Πίντερ, Όρτον, Σάφερ, Μποντ, Μπέλλοου, Σίσγκαλ- ίσως γιατί αυτοί μου επιτρέπουν στο Θέατρο να σκηνοθετώ πιο κινηματογραφικά. Με γοητεύει ιδιαίτερα, όταν ετοιμάζω παράσταση μεικτών μέσων. Άλλωστε ας μη ξεχνάμε πως ήμουν ο πρώτος που την εφάρμοσε στην Ελλάδα, με την «Κολλέξιον» (1981), του Χάρολντ Πίντερ, και μάλιστα σε μη κλασικό θεατρικό χώρο, αφού οι θεατές ήταν καλεσμένοι σε δύο ειδικά διαμορφωμένα διαμερίσματα, του Χάρυ και του Μπιλ (κλασικό), της Στέλλας και του Τζέιμς (υπερμοντέρνο), όπου τα βίντεο έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο. Πολύ πιο σύνθετη ήταν η δομή στο «Μπ όπως Μπέκετ: το όνομα της ιστορίας» (1986), του Σάμιουελ Μπέκετ, παράσταση 5,5 ωρών, με επτά μονόπρακτα του Μπέκετ, όπου προβαλλόταν τρις ταινίες, ο χορός είχε σημαντική υπόσταση και η ηχητική Μπάντα είχε διάρκεια περί τις 3,5 ώρες. Πειραματίστηκα ξανά σε συγγενική δομή στο «Κενό, κοινό, καινό» (2010) (κείμενα Άλμπι, Μπρεχτ, Σίσγκαλ, Μπέκετ) προσθέτοντας και τις τεχνικές τσίρκου. Συναρπαστική εμπειρία.
Οι ταινίες σου ποια θεματική έχουν, ποια αισθητική προσεγγίζουν;
Την μοναξιά του σημερινού ανθρώπου, το χάσιμό του ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω», το «είναι» και το «φαίνεσθε». Το βλέμμα που στραμμένο εκτός κάδρου αναμένει κάτι: Τη λύτρωση; Το «θείο»; Τον σωτήριο έρωτα; Την δικαίωση της ύπαρξης; Η μορφή, αν και αφηγηματική, παραμένει πειραματική μπερδεύοντας τα είδη: ντοκιμαντέρ; μυθοπλασία; τεράστιο video clip; Η ανορθόδοξη χρήση της μουσικής, παίζει σημαντικό ρόλο. Πιο κλασικότροπη απ’ όλες φαντάζομαι πως είναι το «Ένα πτώμα χορεύει στο σεληνόφως», συμπαραγωγή με την ΕΡΤ3. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τόσο σα δομή, όσο και σαν περιεχόμενο είναι και η πιο πρόσφατη, «Το μήνυμα» (2013), σε συσκηνοθεσία με τον Θεόδωρο Ράκο.
Οι τελευταίες δουλειές σου βλέπουμε ότι προσεγγίζουν αυτό που λέμε ουμανιστικό θέατρο, σε συνεπαίρνει αυτή η θεατρική «σχολή», γιατί;
Ζούμε σε χαλεπούς καιρούς, όπου οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε αριθμούς: ΕΝΦΙΑ, χαράτσια, κόκκινα δάνεια και άλλα «χαριτωμένα». Σαν τους χιτλερικούς αριθμούς που γράφονταν στα μπράτσα των Εβραίων. Η αξία των πτυχίων της νεολαίας εκμηδενίστηκε. Οι περισσότεροι στρέφονται προς το εξωτερικό. Η αξιοκρατία, που ποτέ δεν υπήρχε σ’ αυτήν την χώρα, παραμένει ακόμα όνειρο άπιαστο. Βασιλεύουν παντού οι ημέτεροι. Ίσως και πιο προκλητικά από ποτέ. Όλα αυτά, και πολλά άλλα, οδηγούν τους σημερινούς Έλληνες στην απόγνωση, τους οδηγούν στην εσωστρέφεια, στο cocooning, στην ηθελημένη απομόνωση. Όμως, η λύση βρίσκεται, εάν υπάρχει, στην ομαδικότητα, στην επικοινωνία, και όχι μόνο μέσω facebook, αλλά ευρύτερα. Σε τέτοιους καιρούς το θέατρο πρέπει και έχει καθήκον να είναι ουμανιστικό. Να μην ομφαλοσκοπεί. Δέστε και την εξαιρετική «Utopia in progress», των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη. Το νέο μου έργο, «Ζήτω, η αμφίβολη ζωή!» του Σάκη Σερέφα, είναι ό,τι πιο επικοινωνιακό με τους θεατές, έχω κάνει ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της ποιότητας.
Έχω δει επίσης ότι σου αρέσει, εκτός από τη σκηνοθεσία, να παίζεις πολλές φορές τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με αυτό τον τρόπο δοκιμάζεις περισσότερο τις δυνάμεις σου;
Όχι, τίποτα τέτοιο. Ας μη ξεχνάμε ότι έχω σπουδάσει ΚΑΙ ηθοποιός. Υπήρξαν ρόλοι που ήθελα να παίξω, πάσει θυσία, όπως τον Βασιλιά Υμπύ, τον Πήτερ στην «Ιστορία του ζωολογικού κήπου», τον Κο ΜακΛέβι στο «Λουτ», το Φελίτσε στο «Outcry», τον Κο Κιπς στη «Γυναίκα με τα Μαύρα», τον Ιάσονα στη «Μήδεια», τον Παρασκευαστή στο «Πίστη, αγάπη, ελπίδα», τον ψυχίατρο Μάρτιν Ντάϊσαρτ στο «Έκβους», τον Γερο-εβραίο στο «Κενό-κοινό-καινό», ή τον Τομπάϊας στην «Εύθραυστη ισορροπία». Και ρόλοι που παίχτηκαν εξ ανάγκης, γιατί έκρινα πως η διδασκαλία τους σ’ έναν άλλο ηθοποιό θα ήταν πιο χρονοβόρα και επίπονη απ’ ότι αν τους έπαιζα εγώ.
Εκτός από αυτές τις ασχολίες έχεις εμπλακεί σε θεατρικές συλλογικότητες, βρίσκεις ότι με αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται με πιο «αγαπησιάρικο» τρόπο η θεατρική σου δημιουργία;
Υποθέτω πως, ναι. Γενικά θεωρούμαι δύσκολος και απόμακρος άνθρωπος, σνομπ, που του αρέσει να συναναστρέφεται μόνο με πολύ κλειστό κύκλο ατόμων, την «αυλή» του, όπως λένε. Αυτή την ρετσινιά μου την είχαν κολλήσει από πάρα πολύ παλιά. Κι, όμως, δεν είμαι καθόλου έτσι. Απλά περνάω πολύ καλά και όταν είμαι μόνος. Έχω τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω. Αυτές οι άλλες ενασχολήσεις μου που λες, μάλλον έχουν να κάνουν με το ν’ αποδείξουν στους άλλους πως είμαι «αγαπησιάρικο» άτομο, αν και παραμένω αρχικά ντροπαλός σε νέες γνωριμίες. Κι αυτό ίσως το παρεξηγούν οι άνθρωποι. Όπως και την επιμελημένη μου εμφάνιση, που δεν παραπέμπει σε μπήτνικ εμφάνιση, σήμα κατατεθέν των περισσότερων καλλιτεχνών. Είμαι περισσότερο Όσκαρ Ουαϊλντικός τύπος, θα έλεγα.
Τι ετοιμάζεις αυτή την εποχή, μίλησέ μας για αυτή τη δουλειά σου.
Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος και αισιόδοξος γι’ αυτή τη νέα δουλειά. Με τον Σάκη Σερέφα γνωριζόμασταν, χρόνια. Ο φίλος μου και αξιόλογος ηθοποιός Στέργιος Κωνσταντζίκης έριξε την ιδέα για μια συνεργασία, το Πάσχα που μας πέρασε. Του Σάκη του άρεσε η ιδέα. Με το φίλο μου, γείτονα και μοναδικό showman Διογένη Δασκάλου, συζητούσαμε για μια συνεργασία εδώ και 3 χρόνια. Όταν άκουσε τα12 κείμενα του Σάκη, ενθουσιάστηκε. Με το Θοδωρή Τέρπο γνωριζόμασταν, είχα δει δουλειές του, αλλά μόνο αυτό το καλοκαίρι αρχίσαμε να βρισκόμαστε φιλικά πολύ πιο συχνά, μέσω του κοινού μας φίλου Στέργιου. Όταν έμαθε για την δουλειά που ετοιμάζουμε, δήλωσε πως τον ενδιέφερε πολύ να συμμετάσχει. Προστέθηκαν στον θίασο και οι παλιοί μου συνεργάτες Χριστίνα Καραγρηγορίου, Νάνσυ Σακελλαρίδου και Βασίλειος Σταθόπουλος κι έτσι το «Ζήτω, η Αμφίβολη Ζωή!», που προανέφερα, άρχισε να υλοποιείται, και αν όλα πάνε καλά, θα κάνει πρεμιέρα στις 27 Νοέμβρη, στο νεοσύστατο Θέατρο «Φαργκάνη», περιοχή Καμάρας, σχεδόν γωνία με Ιασωνίδου και Εγνατία.
Παίζω κι εγώ σε δύο σκετς. Πάντως στις πρόβες πέφτει πολύ γέλιο. 12 σύντομα σκετς, 12 πορτραίτα σημερινών Ελλήνων, 12 «ακτινογραφίες» της σύγχρονης ζωής, μαζί με μιαν εισαγωγή κι έναν επίλογο, είναι το έργο του Σάκη Σερέφα, «Ζήτω, η αμφίβολη ζωή !». Όπως τονίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας «Δώδεκα ιστορίες που δείχνουν πόσο απρόοπτες είναι οι ζωές μας. Για καλό ή για κακό. Δώδεκα ιστορίες που αμφισβητούν τις μασίφ βεβαιότητες μέσα στις οποίες κατοικούν οι τρόμοι ή οι παρηγοριές μας.» Και που θέτουν στον θεατή το ερώτημα : «Εσύ, τι θάκανες;» Γιατί, εδώ, ο θεατής είναι συμμέτοχος, είναι ο φίλος, ο κριτής, ο εξομολόγος, ο (συν)πάσχων. Ο Σερέφας δεξιοτεχνικά περνάει από το χιούμορ στη συγκίνηση κι από κει πίσω στο γέλιο. Και απευθύνεται μετωπικά σε όλους εμάς που βρισκόμαστε επί σκηνής ή στην πλατεία. Με παιχνιδιάρικη διάθεση, χωρίς μακρηγορίες και δραματολογικούς εξαναγκασμούς μας κάνει να συλλογιστούμε πάνω στην «ανθρώπινη κατάσταση», βγαίνοντας τελικά από την παράσταση, θέλουμε να πιστεύουμε, μ’ ένα πλατύ λυτρωτικό χαμόγελο.
Μίλησέ μας για τις μελλοντικές σου δουλειές.
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ίσως μια Γαλλική κωμωδία, ίσως το νέο έργο του Σερέφα, ίσως κάτι άλλο γερμανικό, σε σχέση με τον Δον Ζουάν. Θα δούμε. Σίγουρα, με τον Θεόδωρο Ράκο, σκοπεύουμε να γυρίσουμε την νέα μας ταινία, μέχρι τον Ιούνιο του 2015. Από πέρσι την προετοιμάζουμε. Ας δώσει ο Θεός να υλοποιηθεί, αυτή τη σεζόν.
Απρ 14, 2022 0
Μαρ 06, 2022 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη