Ο άνθρωπος αντλεί τη ψυχική και τη σωματική του δύναμη απ’τον πρόγονό του. Αυτή είναι μια διαπίστωση που έρχεται ως συμπέρασμα ερευνών πολλών ετών από διάφορους ανθρωπολόγους από τη δεκαετία του 1950 και μετά. Στην ψυχολογία ο Φρόιντ φέρνει, με το βιβλίο του «Τοτέμ και ταμπού», αυτή την ανθρωπολογική προσέγγιση στο πεδίο της ψυχολογίας. Εξηγείται η σύνδεση μεταξύ του ψυχικού και του σωματικού τομέα του χαρακτήρα του ανθρώπου και, κατ’επέκταση, πως εγγράφεται αυτή η ψυχική-σωματική διαδικασία μέσα στην κοινωνία, όπως θα δούμε στη συνέχεια του κειμένου, στην ανάλυσή μας για τις «Χοηφόρους», του Αισχύλου.
Το σκηνικό βρίσκεται μπροστά στο παλάτι του Άργους. Τα κεντρικά πρόσωπα είναι ο Ορέστης και η Κλυταιμνήστρα. Η ανάλυση του έργου προϋποθέτει την γνώση του πρώτου μέρους της τριλογίας, του «Αγαμέμνονα», του ίδιου ποιητή. Ο Αγαμέμνων έχει σκοτωθεί από τη γυναίκα του και τον εραστή της όταν ακριβώς επιστρέφει νικητής απ’την Τροία και, μαζί μ’αυτόν, βρίσκει εκδικητικό θάνατο η Κασσάνδρα, η οποία είχε προφητέψει τόσο το φόνο του όσο και τη συνέχεια των φόνων που θα βασανίσουν τη βασιλική οικογένεια του Άργους.
Ο χορός εδώ δεν παίζει το ρόλο του λαού, αλλά των αιχμαλώτων γυναικών απ’την Τροία που αισθάνονται συνδεδεμένες ψυχικά με το νεκρό βασιλιά, αν και αυτός ήταν ο αρχιστράτηγος του στρατού των κρατιδίων της Ελλάδας που νίκησε, κούρσεψε και κατέστρεψε την Τροία. Ο Αγαμέμνων είναι πλέον νεκρός και ο τάφος του είναι το σημείο αναφορά για την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, τα δύο παιδιά του που ζουν, αφού η Ιφιγένεια θυσιάστηκε απ’τον ίδιο για να έχουν ούριο άνεμο στο ταξίδι τους για την εχθρική αυτή πόλη. Σε άλλο κείμενό μας θα αναφερθούμε στη σημασία ή στην αναγκαιότητα του θανάτου του Αγαμέμνονα. Εδώ θα μιλήσουμε για τη δράση του Ορέστη και της αδελφής του, της Ηλέκτρας.
Αν και βρισκόμαστε στους ιστορικούς χρόνους και στην πατριαρχία που προσπαθεί να εδραιωθεί στην Ελλάδα, η θεώρηση της άντλησης της δύναμης απ’τον πεθαμένο πρόγονο είναι κάτι που το βρίσκουμε κυρίως στην πρωτόγονη σκέψη. Σ’αυτή ο πρόγονος καταναλώνεται απ’τους απογόνους για να μπει μέσα στον οργανισμό τους η δύναμή του, σαν τροφή και ενέργεια, και να συνεχιστεί έτσι η δυναμική της φυλής. Πιο μπροστά όμως έχει γίνει η συμφιλίωση μ’αυτόν, όπως έχει γίνει με τους νεκρούς εχθρούς, στους οποίους αποδίδονται τιμές σα να ήταν φίλοι τους, για να μη λειτουργήσουν εκδικητικά, ως πνεύματα πλέον, και να σπείρουν το κακό στη νικήτρια φυλή.
Στην περίπτωση του Ορέστη έχουμε μια εν δυνάμει συμφιλίωση με το νεκρό πατέρα. Αυτό επιβάλλει η ισχύουσα τάξη της κοινωνίας. Ο θάνατός του, έτσι όπως έγινε, είναι κολάσιμος και θα πρέπει να τιμωρηθεί. Η εκδίκησή του οριστικοποιεί τη συμφιλίωση και το όλο έργο θα λειτουργήσει σαν ένας κανόνας, ηθικός ή νομικός, για την ελληνική κοινωνία, κάτι που μπορούμε να το δούμε στον «Ορέστη», του Ευριπίδη, όπου αναφέρεται στη μοίρα των γυναικών και των αντρών της Ελλάδας.
Ο Ορέστης παίρνει εντολή απ’τον Απόλλωνα. Οδηγείται στην εκδίκηση από θεϊκό χέρι και όχι από δική του, ανθρώπινη, βούληση. Αυτό μας εξασφαλίζει ότι με κάποιο τρόπο μπορεί να προστατευτεί όταν θα τεθεί το ερώτημα αν θα πρέπει να τιμωρηθεί ή όχι και με ποιο τρόπο. Αυτός που του ορίζει αυτή την πράξη είναι ο θεός Απόλλωνας και αυτός που του δίνει δύναμη είναι ο πατέρας του, Αγαμέμνων, ο οποίος έχει πάρει πλέον μια σχεδόν θεϊκή υπόσταση. Η Ηλέκτρα τον υποστηρίζει, αλλά εδώ δε θα παίξει ενεργό ρόλο. Η έκβαση της τραγωδίας θα οριστεί από το χορό των αιχμαλωτισμένων γυναικών απ’την Τροία που μεταφέρουν μία γνώση των πραγμάτων από μία άλλη χώρα, άρα παγκόσμια, κατά συνέπεια πανανθρώπινη.
Στο σημείο που αποδίδονται οι χοές, οι θυσίες, στον τάφο του νεκρού βασιλιά, απ’την κόρη του και το χορό των γυναικών, εκεί οριοθετείται το δραματουργικό έργο. Η σύσταση γίνεται με σημεία-σύμβολα, η πλεξούδα των μαλλιών, το υφαντό της Ηλέκτρας, που βοηθούν να συστηθούν οι δύο νέοι, ο αδελφός και η αδελφή που έχουν αποχωριστεί για πολλά χρόνια, χωρίς να κινδυνεύουν στο να γίνει γνωστή η πράξη που σχεδιάζουν. Η κομβική διαπίστωση είναι ότι η ευτυχία είναι σπάνια στον κόσμο. Απ’αυτό το σημείο το έργο ακουμπά το θεατή, μιλά για τη ζωή του και λειτουργεί σαν προβληματισμός για το αν η εκδίκηση του Ορέστη μπορεί να πάρει νομική υπόσταση, να λειτουργήσει δηλαδή κανονιστικά όσον αφορά στη ζωή στην ελληνική κοινωνία.
Φαίνονται αμέσως ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις στην κοινωνία του Άργους: αυτοί που πρόσκεινται στον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα και οι άλλοι που αισθάνονται πιο κοντά στον προηγούμενο βασιλιά που έχει δολοφονηθεί απ’τη γυναίκα του και τον εραστή της, δηλαδή ανάμεσα στο νέο και στον παλιό νόμο, αντίστοιχα. Η αντιπαλότητα του δίδυμου Ορέστη-Ηλέκτρας με αυτό Κλυταιμνήστρας-Αίγισθου ισοδυναμεί με μία εμφύλια σύρραξη που δεν έχει ακόμη ξεσπάσει. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε κάπως έτσι: Απ’τη μία έχουμε τους ζηλωτές του παλιού νόμου, της απαραβατικότητας του νόμου που θέλει τη διατήρηση της τάξης ως έχει και της συνέχειας της ζωής, άρα δε δέχεται τη δολοφονία, της υπεράσπισης της θέσης της γυναίκας που θα είναι υποτελής στον άντρα, στο πλαίσιο της πατριαρχίας, στο σεβασμό των αποφάσεων, ακόμα και αν αυτές οδηγούν σε πόλεμο και στην αφαίρεση των ζωών πολλών ανθρώπων. Απ’την άλλη θα βρούμε αυτούς που θέλουν την αλλαγή της κοινωνίας, έστω και μ’έναν επαναστατικό τρόπο, όταν διαφωνούν με την παλιά τάξη, εδώ ο πόλεμος στη Τροία, θεωρούν ακόμα ότι η θέση της γυναίκας έχει αποφασιστικό λόγο, όμως ο άντρας είναι ο ενεργών παράγοντας, βασίζονται όμως στους νόμους που ήδη ισχύουν, άρα θέλουν μια ειρηνική επανάσταση.
Η εμφύλια αυτή σύρραξη δεν εκδηλώνεται, αλλά η έκβασή της είναι σα δαμόκλεια σπάθη πάνω απ’τα κεφάλια των Ελλήνων. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε αυτό το σημείο σαν κομβικό για τη μεταγενέστερη ιστορία της Ελλάδας που είναι γεμάτη από εμφύλιους σπαραγμούς και να το ξαναβρούμε στη λύση της τραγωδίας. Στο θεϊκό πεδίο αυτή η εμφύλια απειλή μεταφέρεται ανάμεσα στον Απόλλωνα και τη θεά Δίκη ενάντια στις Ερινύες. Αφού οι θεοί ξεκινούν το ανθρώπινο δράμα, αυτοί θα δώσουν και τη λύση του.
Τα τεχνάσματα για να κοροϊδέψει ο Ορέστης την εξουσία του Αίγισθου είναι η προσέγγιση των ξένων μέσω της ιστορίας του ίδιου του Ορέστη και των συναισθημάτων που αυτή συνεπάγεται τόσο για την εξουσία του Αίγισθου, συμπεριλαμβανομένης τόσο της Κλυταιμνήστρας, όσο και των πολιτών του Άργους, ακόμα και αν αυτή η ιστορία είναι ψεύτικη. Θέλει να μπει στο παλάτι και να πάρει εκδίκηση. Όταν τα καταφέρνει, μαζί με το επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, τότε κορυφώνεται το τραγικό μέρος. Το σημείο της κορύφωσης είναι η αντιπαράθεση γιου και μάνας.
Η Κλυταιμνήστρα ξέρει ποιο είναι το λάθος της, το δικαιολογεί και το μόνο που έχει να πει είναι ότι η μητροκτονία θα επισύρει άλλα δεινά τόσο για τη βασιλική οικογένεια όσο και για τον ίδιο τον Ορέστη. Αυτός όμως τυφλώνεται από το πάθος του για εκδίκηση και δεν μπορεί να δει το μέλλον, μπήγει το σπαθί του στο στήθος όπου βύζαξε. Έρχεται η σειρά του Αίγισθου. Η πράξη της μητροκτονίας και της δολοφονίας του νυν βασιλιά γίνεται σε πολύ λίγο χρόνο. Αυτό που ενδιαφέρει τον ποιητή είναι ο ψυχικός κόσμος του μητροκτόνου, μετά απ’τα εγκλήματά του.
Οι Ερινύες αναλαμβάνουν δράση. Προστατεύουν την οικογενειακή ειρήνη και, κατά συνέπεια, επιτίθενται στον Ορέστη που απειλεί αυτή τη γαλήνη και την οικογενειακή συνοχή. Του βάζουν προβλήματα στον ψυχικό του κόσμο τα οποία είναι πολύ δύσκολο να τα λύσει μόνος του και, κυρίως, να τα λύσει εκείνη τη στιγμή. Βρίσκεται σε μία υστερική κατάσταση και η ψυχασθένειά του μπορεί να αναγνωρισθεί απ’τον οποιοδήποτε, δεν έχει ανάγκη κάποιας ιατρικής γνωμάτευσης.
Δέχεται την Κλυταιμνήστρα σα μητέρα του και συγχρόνως την απορρίπτει. Αναγνωρίζει ότι η μητροκτονία είναι μία πράξη ενάντια στον ισχύοντα νόμο και, με αυτή την ενέργεια, θέλει να προστατέψει την εξουσία του άντρα. Η σχάση των ψυχικών του δομών είναι δεδομένη. Βρίσκει καταφύγιο στον ύπνο. Η ελπίδα του είναι να βρει την αλήθεια του ή τη λύση της τραγωδίας στα όνειρά του. Αυτό όμως δε γίνεται. Ο ποιητής δεν του δίνει αυτή την εύκολη λύση αλλά τον βάζει σε μεγάλη δοκιμασία. Ο άρρωστος πλέον Ορέστης δεν είναι κίνδυνος για το Άργος, είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του. Ο Απόλλωνας δεν μπορεί να το βοηθήσει, θα πρέπει να πάθει για να μάθει, να γίνει πιο σοφός όσον αφορά στους νόμους που διέπουν την κοινωνία για να μπορέσει, κάποια στιγμή, να εξασκήσει εξουσία στην πόλη όπου γεννήθηκε. Και έτσι γίνεται.
Η υστερική νεύρωσή του τον νεκρώνει και από ενεργητικό τον κάνει ένα παθητικό μέλος της κοινωνίας που ζει στο περιθώριό της. Ο χρησμός της Κασσάνδρας και η κακή προαίσθηση των αιχμαλωτισμένων γυναικών απ’την Τροία, που αποτελούν το χορό, έχουν βγει αληθινοί. Ο Ορέστης είναι ανήμπορος και αφήνει απροστάτευτη την Ηλέκτρα που τον έχει βοηθήσει στην εκδικητική του πράξη. Η αντρική αντεξουσία καταρρέει. Το Άργος είναι μια πολιτεία πλέον άναρχη, βυθίζεται στο χάος και στη διχόνοια. Θα συνεχίσει τη βασιλική διακυβέρνησή του ή θα ενταχθεί στο δημοκρατικό κόσμο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δε δίνεται σε αυτό το τραγικό έργο.
Αυτό όμως που μπορούμε να εξάγουμε σα συμπέρασμα είναι η δράση και η αντίδραση: ο φόνος και η εκδίκηση, όσον αφορά τη μοίρα του Αγαμέμνονα, η μητροκτονία και οι τύψεις, όσον αφορά τη μοίρα του Ορέστη. Το υποκείμενα και τα αντικείμενα αυτών των πράξεων ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στη βασιλική οικογένεια. Άρα έχουμε ένα κλειστό σύστημα και μπορούμε να πούμε ότι η βασιλική οικογένεια του Άργους είναι το αναφερόμενο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι λοιπόν το σημαινόμενο παίρνει μια αφηρημένη έννοια όταν αυτή η κατάσταση γενικεύεται, μέσα στο εθνικό και παγκόσμιο ιστορικό πλαίσιο, γίνεται σημαίνον και, μ’αυτό τον τρόπο, μπαίνει ως δομικό στοιχείο στην αφήγηση της ελληνικής ιστορίας και της μυθολογίας της.
Είμαστε έτοιμοι λοιπόν να ανασύρουμε αυτή την περίπτωση και να την τοποθετήσουμε στο σήμερα ή στο παρελθόν, να λειτουργήσει σαν ένα στοιχείο κρίσης της ελληνικής ιστορίας, να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα για την ίδια μας τη ζωή. Να δώσουμε νέα πνοή σ’αυτό το μύθο του Ορέστη, φορτισμένο απ’το φόνο του πατέρα του και τη μητροκτονία, να τα δούμε σα μία ιστορία βίας που εγγράφεται στο κοινωνικό πεδίο και παράγει το λόγο τους.
Η βία με ποιο τρόπο παράγει λόγο και ποιες είναι οι κινητήριες δομές αυτής της αφήγησης; Αυτό που βιώνουμε είναι οι αποσχιστικές τάσεις της κοινωνίας. Μια διαλυμένη οικογένεια μπορεί να διαλύσει όλη την κοινωνία, όταν κανονίζει τη ζωή σ’αυτή, σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν.
Η βία φέρνει τη βία, ο φόνος την εκδίκηση, η αλληλουχία αυτών των καταστάσεων δημιουργεί τον εθισμό σ’αυτή την άρρωστη, κοινωνικά και ψυχολογικά, κοινωνία και η σχιζοφρένεια του Ορέστη θα μπορεί να παρομοιαστεί με τη μαζική παράνοια της ελληνικής κοινωνίας όταν οι σκέψεις, οι ιδέες και οι πράξεις θα έχουν σαν προηγούμενο είτε μία βίαιη και φονική ενέργεια είτε την εκδίκηση. Ο νέος νόμος που είναι σε ισχύ καταργεί τον παλιότερο, την ειρηνική συμβίωση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα, αφού είναι υποκείμενο μιας νεύρωσης, υστερικής και ναρκισσιστικής στην προκειμένη περίπτωση, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κάνει σχέδια για την παρούσα ή μελλοντική κατάσταση της ζωής του.
Γνωρίζει τον τρόπο να εκδικηθεί δεν ξέρει πώς να συνομιλεί και να συνδιαλέγεται με γόνιμο και δημοκρατικό τρόπο. Αντιπαρατίθεται εδώ η δημοκρατική Αθήνα με το απολυταρχικό Άργος, έχοντας σα σημείο αναφορά τη Σπάρτη. Μας δίνει να καταλάβουμε ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι πιο ουσιαστική για τον κανονισμό της ζωής σε μία κοινωνία, ενώ η βία απορρυθμίζει και διαλύει αυτό που ζούμε. Πως όμως μπορούμε να βγούμε απ’αυτή τη νοσηρή κατάσταση;
Ο διάλογος, η έρευνα των αιτίων και των αιτιατών, ο ήρεμος λόγος και ο αντίλογος, η ανεύρεση του δρόμου που οδηγεί στο κυρίαρχο πρόβλημα είναι μία διαδικασία δύσκολη αλλά είναι η μόνη που μπορεί να μας δώσει μια ουσιαστική και μόνιμη λύση του προβλήματος. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ψυχραιμία, θέληση για αυτή την αναζήτηση και απόφαση να ακολουθηθεί αυτός ο δρόμος. Έχουμε μια μακρά διαδικασία που βρίσκεται περισσότερο στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας παρά της φροϋδικής ψυχανάλυσης. Ο τρόπος που θα κάνουμε την ανάγνωση αυτής της ιστορίας προσεγγίζει την ψυχαναλυτική μέθοδο του Ράιχ και του Φορμ, παρά της φροϋδικής και λακανικής σχολής.
Αυτός όμως που θα επιχειρήσει αυτή την ανάλυση, δηλαδή τη συνδιαλλαγή με το Εγώ του, ένα γόνιμο διάλογο μεταξύ του Εγώ και του Άλλου, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να ανατρέξει στη βοήθεια ιστορικών μαρτυριών, θεωρητικών κειμένων, όσον αφορά στην ιστορία, στην πολιτική, στην κοινωνιολογία και στην ψυχολογία, και βιωμάτων για να φτάσει σ’ένα συμπέρασμα που θα είναι καθαρά δικό του, μια διαδικασία λύτρωσης που θα κανονίσει τη ζωή του. Η αρχαία ελληνική τραγωδία ανασταίνεται, βγαίνει απ’το μουσείο και παίρνει τη θέση της στην Ιστορία, ξεφεύγει απ’το πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, αρχαίας ή σύγχρονης, και γίνεται ένα σύγχρονο, παγκόσμιο κείμενο.
Γιάννης Φραγκούλης
Μαρ 27, 2020 0
Ιαν 25, 2017 0
Ιαν 25, 2017 0
Νοέ 01, 2016 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 05, 2024 0
Σεπ 04, 2024 0
Σεπ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 20, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη